Λειβαδίτης, ....γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν


  

Τάσος Λειβαδίτης


Γράφω για κείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν
για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ’ τον άμμο
για σας χωριάτες, που ήπιαμε μαζί στα χάνια τις χειμωνιάτικες νύχτες του αγώνα
ενώ μακριά ακουγότανε το ντουφεκίδι των συντρόφων μας.
Γράφω να με διαβάζουν αυτοί που μαζεύουν τα χαρτιά απ’ τους δρόμους
και σκορπίζουνε τους σπόρους όλων των αυριανών μας τραγουδιών
γράφω για τους καρβουνιάρηδες, για τους γυρολόγους και τις πλύστρες.

Γράφω για σας
αδέρφια μου στο θάνατο
συντρόφοι μου στην ελπίδα
που σας αγάπησα βαθιά κι απέραντα
όπως ενώνεται κανείς με μια γυναίκα.
Κι όταν πεθάνω και δε θα ΄μαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί και τα εργαλεία του λαού.

                       ___ *** ___


          Αλλά τα βράδια

Καὶ νὰ ποὺ φτάσαμε ἐδῶ

Χωρὶς ἀποσκευὲς
Μὰ μ᾿ ἕνα τόσο ὡραῖο φεγγάρι
Καὶ ἐγὼ ὀνειρεύτηκα ἕναν καλύτερο κόσμο
Φτωχὴ ἀνθρωπότητα, δὲν μπόρεσες
οὔτε ἕνα κεφαλαῖο νὰ γράψεις ἀκόμα
Σὰ σανίδα ἀπὸ θλιβερὸ ναυάγιο
ταξιδεύει ἡ γηραιά μας ἤπειρος

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Βέβαια ἀγάπησε

τὰ ἰδανικά της ἀνθρωπότητας,
ἀλλὰ τὰ πουλιὰ
πετοῦσαν πιὸ πέρα

Σκληρός, ἄκαρδος κόσμος,

ποῦ δὲν ἄνοιξε ποτὲ μίαν ὀμπρέλα
πάνω ἀπ᾿ τὸ δέντρο ποὺ βρέχεται

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Ὕστερα ἀνακάλυψαν τὴν πυξίδα

γιὰ νὰ πεθαίνουν κι ἀλλοῦ
καὶ τὴν ἀπληστία
γιὰ νὰ μένουν νεκροὶ γιὰ πάντα

Ἀλλὰ καθὼς βραδιάζει

ἕνα φλάουτο κάπου
ἢ ἕνα ἄστρο συνηγορεῖ
γιὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Καθὼς μένω στὸ δωμάτιό μου,

μοῦ ᾿ρχονται ἄξαφνα φαεινὲς ἰδέες
Φοράω τὸ σακάκι τοῦ πατέρα
κι ἔτσι εἴμαστε δύο,
κι ἂν κάποτε μ᾿ ἄκουσαν νὰ γαβγίζω
ἦταν γιὰ νὰ δώσω
ἕναν ἀέρα ἐξοχῆς στὸ δωμάτιο

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ

Κάποτε θὰ ἀποδίδουμε δικαιοσύνη

μ᾿ ἕνα ἄστρο ἢ μ᾿ ἕνα γιασεμὶ
σὰν ἕνα τραγοῦδι ποὺ καθὼς βρέχει
παίρνει τὸ μέρος τῶν φτωχῶν

Ἀλλὰ τὰ βράδια τί ὄμορφα

ποῦ μυρίζει ἡ γῆ!

Δῶς μου τὸ χέρι σου..

Δῶς μου τὸ χέρι σου

από "Νυχτερινός επισκέπτης"

          ___ *** ___



   - Ώ απέραντη νοσταλγία 
   για κάτι που ποτέ δεν ζήσαμε
   κι όμως αυτό υπήρξε όλη η ζωή μας…

   - Ένα σπίτι για να γεννηθείς

   ένα δέντρο για ν’ ανασάνεις
   ένας στίχος για να κρυφτείς
   ένας κόσμος για να πεθάνεις.

   - Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον

   είμαστε κιόλας νεκροί.




     Αιώνες πολλαπλότητας

Συλλογιέμαι καμιά φορά τους ανθρώπους που γνώρισα,
τους συντρόφους στα παιδικά χρόνια, τις πέτρες που μαζεύαμε
όταν έβρεχε
και τις ακουμπάγαμε κάτω απ' τα υπόστεγα, μην κρυώσουν,
άλλοι πέθαναν, άλλοι βούλιαζαν μες τη ζωή, άλλοι πάτησαν πάνω μου
να περάσουν,
τους συντρόφους στη μάχη, πάνω στο χιόνι ή σ' ένα πρόχειρο αμπρί,
εκείνους που δε γύρισαν, αυτούς που λιποτάχτησαν, τους άλλους
που συνθηκολόγησαν. Συλλογιέμαι τους συντρόφους στη φυλακή,
τα τσιγάρα που μοιραζόμαστε, τη μοναξιά
που έμενε στον καθένα ολόκληρη δική του, τα μακρόσυρτα βλέματα
απ' το παράθυρο


και κείνους τους αδάκρυτος, σιωπηλούς αποχαιρετισμούς
με τους μελλοθανάτους. Άνθρωποι μεγαλόψυχοι ή τιποτένιοι,
ανυπεράσπιστοι ή δυνατοί,
αφύνοντας ο ένας μέσα στον άλλον, όλα όσα του έδωσε
ή του αρνήθηκε. Τόσα λόγια, τόσες χειρονομίες, τόσα πρόσωπα μέσα μου
που πα δεν είμ' εγώ.
Κ' εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις, κλείνεις έξω απ' την πόρτα σου
έναν ολάκαιρο πικραμένο κόσμο.

               ___ *** ___


       Σε μια γυναίκα

   Θυμᾶσαι τὶς νύχτες; 

   Γιὰ νὰ σὲ κάνω νὰ γελάσεις 
   περπατοῦσα πάνω
   ……στὸ γυαλὶ τῆς λάμπας.
   «Πῶς γίνεται αὐτό;» ρώταγες. 
   Μὰ ἦταν τόσο ἁπλὸ
   ἀφοῦ μ᾿ ἀγαποῦσες


      Κανείς δεν είναι μόνος


   «Ἦρθα», ἔλεγες πάντα 

   μπαίνοντας στὸ δωμάτιο, 
   παρ᾿ ὅλο ποὺ δὲν
   ……σὲ περίμενε κανείς.
   Ὅμως ἀκριβῶς αὐτό 
   σου ἔδινε μιὰ βαθύτερη ἀπάντηση.

    ἀπὸ "Ἀνακάλυψη"



      Που είσαι


Ἔβρεχε ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ἔβρεχε

ἀνέβηκα τὰ σκαλιὰ κανεὶς στὴν κάμαρα
Ἔβρεχε; ἔτρεμε στ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο ἡ κουρτίνα
Ἔβρεχε…

«Φεύγω μὴ ζητήσεις νὰ μὲ βρεῖς. 

Ἀγαπῶ ἄλλον!», ἔγραφε
Ἀγαπῶ ἄλλον;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Ποῦ εἶσαι; Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει, κρυώνω;
Οἱ δρόμοι λασπωμένοι, 
κίτρινα φῶτα, ἔβρεχε

Ζευγάρια ἀγκαλιασμένα 

κάτω ἀπ᾿ τὶς ὀμπρέλες τους
σὲ λίγο θὰ ἀνάβουνε τὸ φῶς
Θὰ κοιτάζονται στὰ μάτια 
καὶ θὰ πετᾶν ἀπὸ πάνω τους 
ὅλη τὴ μοναξιὰ
Οἱ φωτεινὲς ρεκλάμες 
ἀνοιγοκλείνουνε τὰ μάτια τους
Ὅλα στὴν ἐποχὴ μᾶς διαφημίζονται 
γιατί ὄχι καὶ αὐτὸ …

Ἔβρεχε


«Ἀγαπῶ ἄλλον!»

Μὲ κόκκινα πελώρια γράμματα 
θὰ ᾿τᾶν ὑπέροχη διαφήμιση
γιατί ὄχι καὶ αὐτό: «Ἀγαπῶ ἄλλον!»

«Θὰ ἀγαπῶ ἄλλον»;

Ποῦ εἶσαι;
Ποῦ νὰ πάω;
Φυσάει κρυώνω
Ποῦ εἶσαι;


      Συχώρα με, αγάπη μου,
     που ζούσα πριν να σε γνωρίσω..


   Ήξερες να δίνεσαι αγάπη μου..
   Δινόσουνα ολάκερη
   και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
   παρά μόνο την έγνοια
   αν ολάκερη έχεις δοθεί..

   Όλα μπορούσανε να γίνουνε
   στον κόσμο αγάπη μου
   τότε που μου χαμογελούσες..

   Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωη μου
   είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρα μου
   αγαπημένη μου..
   Μα και τι να πει κανείς..
   Όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός

   και τα μάτια σου τόσο μεγάλα..

   Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου
   έζησα όλη τη ζωή..
   Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα
   και τότε όλα τα βράδια
   κι όλα τα τραγούδια θάναι δικά μας..


   Θάθελα να φωνάξω τ’ονομά σου,αγάπη,
   μ’ όλη μου τη δύναμη..
   Να το φωνάξω τόσο δυνατά

   που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο,
   καμιά ελπίδα να μη πεθάνει..

   Θε μου πόσο ήταν όμορφη
   σαν ένα φωτισμένο δέντρο
   μια παλιά νύχτα των Χριστουγέννων

   Συχώρα με, αγάπη μου,
   που ζούσα πριν να σε γνωρίσω..

   Μισώ τα μάτια μου,
   που πια δεν καθρεφτίζουν το χαμόγελό σου.

   Θα σ’ ακούω σαν τον τυφλό που κλαίει,
   ακούγοντας μακριά τη βουή μιας μεγάλης γιορτής
   σ’ αναζητάω σαν τον τυφλό,
   που ψάχνει να βρει το πόμολο της πόρτας
   σ’ενα σπίτι που’ πιασε φωτιά,
   α, για να γεννηθείς εσύ
   κι εγώ για να σε συναντήσω
   γι αυτό έγινε ο κόσμος..

   Κι εσύ, αγαπημένη, όταν με διώχνεις,
   κλείνεις έξω απ’ την πόρτα σου
   έναν ολάκερο πικραμένο κόσμο..

   Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον,
   είμαστε κιόλας νεκροί..

   Αν βρουν έναν άνθρωπο νεκρό
   έξω απ’ την πόρτα σου,
   εσύ θα ξέρεις,
   πως πέθανε σφαγμένος
   απ’ τα μαχαίρια του φιλιού,
   που ονειρευότανε για σένα..

   Ποδοπάτησε με,
   να έχω τουλάχιστον την ευτυχία
   να μ’αγγίζεις..



      




    Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας

                                 V
Θά ῾θελᾳ νὰ φωνάξω τ᾿ ὄνομά σου, ἀγάπη, 
μ᾿ ὅλη μου τὴν δύναμη.
Νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ χτίστες ἀπ᾿ τὶς σκαλωσιὲς καὶ νὰ φιλιοῦνται μὲ τὸν ἥλιο
νὰ τὸ μάθουν στὰ καράβια οἱ θερμαστὲς καὶ 
ν᾿ ανασάνουν ὅλα τὰ τριαντάφυλλα
νὰ τ᾿ ἀκούσει ἡ ἄνοιξη καὶ νά ῾ρχεται πιὸ γρήγορα
νὰ τὸ μάθουν τὰ παιδιὰ γιὰ νὰ μὴν φοβοῦνται 
τὸ σκοτάδι,
νὰ τὸ λένε τὰ καλάμια στὶς ἀκροποταμιές, 
τὰ τρυγόνια πάνω στοὺς φράχτες
νὰ τ᾿ ἀκούσουν οἱ πρωτεύουσες τοῦ κόσμου 
καὶ νὰ τὸ ξαναποῦνε μ ὅλες τὶς καμπάνες τους
νὰ τὸ κουβεντιάζουνε τὰ βράδια οἱ πλύστρες χαϊδεύοντας τὰ πρησμένα χέρια τους.

Νὰ τὸ φωνάξω τόσο δυνατὰ

ποὺ νὰ μὴν ξανακοιμηθεῖ κανένα ὄνειρο στὸν κόσμο
καμιὰ ἐλπίδα πιὰ νὰ μὴν πεθάνει.
Νὰ τ᾿ ἀκούσει ὁ χρόνος καὶ νὰ μὴν σ᾿ ἀγγίξει, ἀγάπη μου, ποτέ.


                                                               IV

Ναὶ ἀγαπημένη μου,
ἐμεῖς γι᾿ αὐτὰ τὰ λίγα κι ἁπλὰ πράγματα πολεμᾶμε
γιὰ νὰ μποροῦμε νά ῾χουμε μία πόρτα, ἕν᾿ ἄστρο, ἕνα σκαμνὶ
ἕνα χαρούμενο δρόμο τὸ πρωὶ
ἕνα ἤρεμο ὄνειρο τὸ βράδι.
Γιὰ νά ῾χουμε ἕναν ἔρωτα ποὺ νὰ μὴ μᾶς τὸν λερώνουν
ἕνα τραγούδι ποὺ νὰ μποροῦμε νὰ τραγουδᾶμε

Ὅμως αὐτοὶ σπᾶνε τὶς πόρτες μας

πατᾶνε πάνω στὸν ἔρωτά μας.
Πρὶν ποῦμε τὸ τραγούδι μας
μᾶς σκοτώνουν.

Μᾶς φοβοῦνται καὶ μᾶς σκοτώνουν.

Φοβοῦνται τὸν οὐρανὸ ποὺ κοιτάζουμε
φοβοῦνται τὸ πεζούλι ποὺ ἀκουμπᾶμε
φοβοῦνται τὸ ἀδράχτι τῆς μητέρας μας καὶ τὸ ἀλφαβητάρι τοῦ παιδιοῦ μας
φοβοῦνται τὰ χέρια σου ποὺ ξέρουν νὰ ἀγγαλιάζουν τόσο τρυφερὰ
καὶ νὰ μοχτοῦν τόσο ἀντρίκια
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ λέμε οἱ δυό μας μὲ φωνὴ χαμηλωμένη
φοβοῦνται τὰ λόγια ποὺ θὰ λέμε αὔριο ὅλοι μαζὶ
μᾶς φοβοῦνται, ἀγάπη μου, καὶ ὅταν μᾶς σκοτώνουν
νεκροὺς μᾶς φοβοῦνται πιὸ πολύ.


     ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Κι ἂν ἔφτασα τόσο μακριά, ἦταν γιὰ νὰ μὴν ἀκούσω ποὺ δὲ μοῦ ἀποκρίθηκαν

κι ἄχ, πλανήθηκα πολὺ σὲ δρόμους, ἀκολουθώντας τοῦτο ἡ ἐκεῖνο, κληρονόμος μιᾶς ἀνεξήγητης ὥρας: τότε ποὺ ὅλα θὰ ἐξηγηθοῦν,
……χωρὶς λόγια ἢ καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχουμε καν — ὅταν, τέλος, ξαναγύρισα ἡ πόλη εἶχε λεηλατηθεῖ, τὰ βαγόνια ἀναποδογυρισμένα,
……ἡ ἐξέγερση ἦταν πιὰ παρελθὸν κι ὅσοι ἀπόμεναν ὄρθιοι πυροβολοῦσαν ἀκόμα
γιὰ ἕνα φτωχὸ ἔπαθλο στὰ ὑπαίθρια σκοπευτήρια
……καὶ τὸ βράδυ «τί ὥρα εἶναι;» ρωτᾷς, «ὀχτώ» σου ἀπαντᾶνε, μὲ τέτοιες ἄθλιες βεβαιότητες ζοῦμε
καὶ κανεὶς δὲν εἶδε τὸ ἔγκλημα — ἀφοῦ τὸ τέλειο ἔγκλημα ἔγινε
……ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ συμβεῖ. Ὅμως ἐγὼ ὑπῆρξα ἀνυπόμονος
σὰν κάποιον ποὺ ἀνοίγει τὴν ὀμπρέλα του σὲ καιροὺς ξηρασίας (ἴσως γιατί δὲ θέλει νὰ ξεχάσει),
……ἢ κάποιον ποὺ ντύνεται γυναῖκα γιὰ νὰ πεῖ ἕνα ψέμα ἀκόμα παιδικὸ —
μὴ μ᾿ ἀδικεῖτε, λοιπόν, ἂν ἔκλεισα τὰ μάτια, ἦταν γιὰ νὰ ὑπερασπίσω τὸν κόσμο
……ἢ θυμόμουν τὰ χέρια τῆς μητέρας καθὼς ἔβαζαν τὴ σκοῦπα πίσω ἀπ᾿ τὴ χαλαρωμένη πόρτα
……— στερεώνοντας ἴσως κάτι πιὸ μακρινό,
……ἐνῷ τὸ κοιμητῆρι, ἀντίκρυ, θρόιζε ἁπαλά, σὰν τὸ σύντομο ἐπίλογο ἑνὸς μυστηρίου.

από "Ανακάλυψη"


  


            ΦΥΣΑΕΙ

ταν ἕνας νέος ὠχρός. Καθόταν στὸ πεζοδρόμιο.

Χειμῶνας, κρύωνε.
Τί περιμένεις; τοῦ λέω.
Τὸν ἄλλον αἰῶνα, μοῦ λέει.

Ποῦ νὰ πάω


Ὅσο γιὰ μένα, ἔμεινα πάντα ἕνας πλανόδιος πωλητὴς ἀλλοτινῶν πραγμάτων,

ἀλλά… ἀλλὰ ποιὸς σήμερα ν᾿ ἀγοράσει ὀμπρέλες ἀπὸ ἀρχαίους κατακλυσμούς.

Χρωματίζω πουλιὰ καὶ περιμένω νὰ κελαηδήσουν


Ἀλλὰ μιὰ μέρα δὲν ἄντεξα.

Ἐμένα μὲ γνωρίζετε, τοὺς λέω.
Ὄχι, μοῦ λένε.
Ἔτσι πῆρα τὴν ἐκδίκησή μου καὶ δὲ στερήθηκα ποτὲ τοὺς μακρινοὺς ἤχους.

Τραγουδάω, ὅπως τραγουδάει τὸ ποτάμι


Κι ὕστερα στὸ νοσοκομεῖο ποὺ μὲ πῆγαν βιαστικά…
Τί ἔχετε, μοῦ λένε.
Ἐγώ; Ἐγὼ τίποτα, τοὺς λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μᾶς μεταχειρίστηκαν,
μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο.

Τὸ βράδυ ἔχω βρεῖ ἕναν ὡραῖο τρόπο νὰ κοιμᾶμαι.

Τοὺς συγχωρῶ ἕναν-ἕναν ὅλους.
Ἄλλοτε πάλι θέλω νὰ σώσω τὴν ἀνθρωπότητα,
ἀλλὰ ἐκείνη ἀρνεῖται.

Ὅμως ἀπόψε, βιάζομαι ἀπόψε,

νὰ παραμερίσω ὅλη τὴ λησμονιὰ
καὶ στὴ θέση τῆς ν᾿ ἀκουμπήσω,
μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη.

Κύριε, ἁμάρτησα ἐνώπιόν σου, ὀνειρεύτηκα πολὺ

μιὰ μικρὴ ἀνεμώνη. Ἔτσι ξέχασα νὰ ζήσω.
Μόνο καμιὰ φορᾷ μ᾿ ἕνα μυστικὸ ποὺ τὸ ᾿χὰ μάθει ἀπὸ παιδί,
ξαναγύριζα στὸν ἀληθινὸ κόσμο, ἀλλὰ ἐκεῖ κανεὶς δὲ μὲ γνώριζε.
Σὰν τοὺς θαυματοποιοὺς ποὺ ὅλη τὴ μέρα χάρισαν τ᾿ ὄνειρα στὰ παιδιὰ
καὶ τὸ βράδυ γυρίζουν στὶς σοφίτες τοὺς πιὸ φτωχοὶ κι ἀπ᾿ τοὺς ἀγγέλους.

Ζήσαμε πάντοτε ἀλλοῦ.

Καὶ μόνο ὅταν κάποιος μᾶς ἀγαπήσει, ἐρχόμαστε γιὰ λίγο
κι ὅταν δὲν πεθαίνει ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον εἴμαστε κιόλας νεκροί.

Sos, sos, sos, sos

Φυσάει ἀπόψε φυσάει,
τρέχουν οἱ δρόμοι λαχανιασμένοι φυσάει,
κάτω ἀπὸ τὶς γέφυρες φυσάει,
μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.

Φυσάει ἀπόψε φυσάει,

μὲς στὶς κιθάρες φυσάει.

Δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου φυσάει,

δώσ᾿ μου τὸ χέρι σου

 από "Νυχτερινός Επισκέπτης"



*  Αναστάσιος-Παντελεήμων Λειβαδίτης,  Αυτό είναι το μικρό ταξίδι ενός τόσο σημαντικού Έλληνα ποιητή που γεννήθηκε και πέθανε στην Αθήνα, έχοντας καταγωγή από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας.

Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου του 1922, μεγάλωσε στο Μεταξουργείο και από το Γυμνάσιο κιόλας είναι και δηλώνει ποιητής. Η Κατοχή τον βρίσκει στη Νομική Σχολή, που δεν καταφέρνει να τελειώσει. Παλεύει μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Αντίστασης. 

Το 1940 γνωρίζεται με το Ρίτσο και παραμένει ο πιο αγαπημένος του φίλος μέχρι το θάνατό του. Πρωτοεμφανίζεται στα Γράμματα μέσα από το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη. Μεταπολεμικά, συνεργάστηκε και με τη «Νέα Εστία», ενώ υπήρξε ιδρυτικό μέλος του βραχυχρόνιου περιοδικού «Θεμέλιο».

Το 1946 παντρεύεται την ''αγαπημένη'' και φύλακα - άγγελο της ζωής του Μαρία Στούπα, ενώ το 1947 εξορίζεται στη Μακρόνησο. Ακολουθούν η Λήμνος και ο Αϊ-Στράτης, μέχρι το 1952, χρονιά που εξέδωσε τα πρώτα του βιβλία «Μάχη στην άκρη της νύχτας» και «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας».

Το 1953 δημοσιεύει το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου», για το οποίο τού απονέμεται το πρώτο βραβείο Ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία, ενώ το 1955 δικάστηκε στο Πενταμελές Εφετείο για το έργο αυτό.

Το 1961 γράφει το σενάριο της ταινίας «Συνοικία το 'Ονειρο», όπου ακούγονται τα τραγούδια «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» και «Σαββατόβραδο» όλα σε δικούς του στίχους, τα οποία μαζί με άλλα του τραγούδια θα συμπεριλάβει αργότερα ο Θεοδωράκης στο δίσκο του «Πολιτεία».

Το 1965, εκδίδονται σε τόμο με τίτλο «Ποίηση 1952-65» όλες οι μέχρι τότε ποιητικές του συλλογές.

Βυθίζεται στη μεγάλη του σιώπή από το 1967 έως το 1972. Μένει άνεργος και για λόγους επιβίωσης διασκευάζει ή μεταφράζει, με το ψευδώνυμο Ρόκκος, έργα λογοτεχνικά για περιοδικά ποικίλης ύλης. 

Το 1972, εκδίδει το βιβλίο «Νυχτερινός επισκέπτης». Το 1976 και το 1979, του απονέμεται το Β' και Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τα βιβλία του «Βιολί για μονόχειρα» και «Εγχειρίδιο ευθανασίας», αντίστοιχα.

Το 1982 νοσηλεύεται με έμφραγμα, ενώ το 1987 εκδίδεται ο δεύτερος τόμος με τα μέχρι τότε έργα του με τον τίτλο «Ποίηση Β».


Ο Τάσος Λειβαδίτης «φεύγει» στις 30 Οκτώβρη 1988, το μήνα «με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις», όπως έγραψε ο ίδιος. Το 1990 ολοκληρώθηκε και ο τρίτος τόμος των Απάντων του με τίτλο «Ποίηση Γ».


Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: