Ο άνθρωπος θα μπορούσε...



Στις αρχές του 20ου αιώνα, ένας περιηγητής επισκέπτεται μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Γαλλίας.  Ανακαλύπτει ένα τόπο παρατημένο, με τους λιγοστούς κατοίκους του να οδηγούνται από τις κακουχίες στο μίσος και την τρέλα. 
Εκτός από τον Ελζεάρ Μπουφιέ, έναν μεσήλικα βοσκό που γαλήνια ξεδιάλεγει σπόρους βελανιδιάς και τους φυτεύει στις άγονες πλαγιές. 
Ενώ ο έξω κόσμος περνάει δύο παγκόσμιους πολέμους, ο Ελζεάρ θα καλλιεργήσει, σπόρο-σπόρο, ένα ατελείωτο δάσος, μετατρέποντας την περιοχή σε έναν φυσικό παράδεισο.

 



Ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι τόσο συμπονετικός.    Ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι τόσο τρυφερός.    Ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι τόσο ευρηματικός.

Ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι τόσο δημιουργικός.    Ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι τόσο υπομονετικός.

Ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι τόσο καλός.   Ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι τόσο αποτελεσματικός....    Όσο ο Θεός και σε άλλους τομείς....  εκτός από την καταστροφή !


  Scholeio.com  

Τ. Φορτούνη, Ένα παράξενο ενυδρείο





Τζούλια Φουρτούνη

          Θα γράφω τις νύχτες

Θα γράφω τις νύχτες
δίχως μελάνι
μες στις κραυγές αυτού του κόσμου
όταν στο δάσος
θ΄ απλώνεται πηχτό σκοτάδι

θα γράφω τις νύχτες
σ΄ ένα ξέφωτο
κοντά σε μια πηγή
που θ’ αναβλύζει δροσερό νερό

και θα μαζεύονται κοντά μου
όλες οι λέξεις
όλα τ΄ αγρίμια
να πιουν να ξεδιψάσουν

εκεί αν θες
μπορείς να με συναντήσεις
με τις αιχμές του γέλιου σου
ν΄ αγγίξεις τους μικρούς ελέφαντες
την ώρα που σκύβουν
στην παλάμη μου

να τους εξημερώσεις

θα γράφω τις νύχτες
για ένα δειλινό στη Ζιμπάμπουε
πάνω από την κρεμαστή γέφυρα
και τις χρωματιστές ομπρέλες

γύρω μου χιλιάδες
ουράνια τόξα θα εκλιπαρούν
την αιωνιότητα




          Επικινδύνως


Ζούμε σ' ένα παράξενο ενυδρείο
γεμάτο λέξεις και χρυσόψαρα
που πηγαινοέρχονται
μας μιλούν και μας χαιρετούν
λες και γνωριζόμαστε από παλιά
από ναυάγια άλλα

σ' ένα υποβρύχιο ζούμε
έξω από το φινιστρίνι μας
ενεδρεύουν τα μεγάλα κήτη

τίποτα δεν ανιχνεύει τις προθέσεις τους
τις άναρθρες κραυγές τους δεν ακούμε
εμείς κι αυτά
συγκατοικούμε παράλληλα

ώσπου να σπάσει η γυάλα
κι ό,τι είναι έξω
εντός μας να βρεθεί

κι όλες οι λέξεις
και τα τιμαλφή μας
στο στόμα του κήτους

από τη συλλογή Φυσικό αντίδοτο, 2013



          Η κιβωτός του ονείρου

Λάμπεις μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια
μισός άλμπουρο μισός βουή του ανέμου

ένα νιογέννητο φεγγάρι που θηλάζει φως
στην αγκαλιά της νύχτας
μια οκαρίνα που δονεί τα ματοτσίνορα
στην ενύπνια αγωνία τους
ένα χελιδόνι που μοναχό ραμφίζει
το ιώδες από το γκρίζο του χειμώνα
ή όστρακο μισάνοιχτο
με το θαμπό μαργαριτάρι του
έκπληκτο πάνω στην παλάμη μου
ένα κοχύλι της μαδαγασκάρης
στις παρυφές του απείρου

είσαι μια ρίζα μέσα στην καρδιά μου
που απλώνεται σ' όλο το κορμί
ακολουθείς τα χνάρια πέρδικας
που φτερουγίζει εντός μου
στέλεχος, φύλλο από κυκλάμινο
μονοπάτι υγρό πάνω στο δέρμα
μικρός δρυοκολάπτης κρυμμένος
στη φτέρη των ονείρων μου
δέντρο αιωνόβιας αφής στα απαλά μου βρύα
φυλλορροείς αινίγματα στ' ανήσυχα μου χέρια 
δάσος που στοίχειωσε με μεθυσμένους ψίθυρους
σμάρι φιλιών που πέταξαν απ' τα κλαδιά
στην αιφνίδια τουφεκιά της μνήμης
μια πυρκαγιά που ανάβει στην ψυχή
και λόγια που πετάγονται στα χείλη
σαν διψασμένα ελάφια
μια ικεσία, μια υπόσχεση παντοτινή
σαν άσπρο φως

δέντρο ή πουλί
άνεμος ή όστρακο
κισμέτ
σε μυστικά κιτάπια από παλιά γραμμένο

λάμνεις μοναδικός μες στα πλωτά μου μάτια
μισός άλμπουρο μισός βουή του ανέμου
το ένα σου η κιβωτός του ονείρου
αδημοσίευτο, Δεκέμβριος 2008 


           Μαθητεία

Κύριε, εσύ γνωρίζεις τα όνειρά μου
καθώς αμετανόητα αιωρούνται στο διάστημα
απρόσιτοι πλανήτες, ακατοίκητοι

τι κι αν χρόνια στα σκοτάδια σου μαθήτευσα
αν χρόνια μ' έμαθες ν' ανάβω σαν φωτιά
κι έτσι καλύτερα τον κόσμο σου να βλέπω

αν τύλιγα τους φόβους μου τις νύχτες
σκίζοντας επιδέσμους απ΄τ' ανοιχτό γαλάζιο σου
αν τις ρωγμές μου μάτιζα
με σύννεφα από τη δύση του ήλιου σου

ποτέ το κόκκινο των λαθών μου δεν κατάλαβε
την ορθογραφία των άστρων σου
ο τόπος και ο χρόνος σου
όριζαν τελεσίδικα το αδύνατο

Κύριε, ούτε μια στάλα έλεος
δεν έκρυψες στη ξηλωμένες τσέπες μου
ούτε ένα χάδι σου δεν γλύκανε
τα κουρασμένα μάτια μου
κι απέμεινε η ζωή μου
ένα λάθος στον επίγειο ισολογισμό σου

Κύριε, τόσο κοντά και μακριά
πώς να στηρίξω τη σκαλωσιά του ονείρου
στα πολυψήφια μηδενικά των άστρων σου;



          Morning cafe

Καθόμαστε σ' ένα κοσμικό καφέ
κάτω από τις ριγέ τέντες
φοράω ανοιχτό πράσινο παντελόνι
κι εσύ μια καλοκαιρινή υπόσχεση

φλυαρούμε για την επικαιρότητα
και ένας ήλιος μαγιάτικος
φωτίζει τις άγνωστες πτυχές του γέλιου σου

δυο φλιτζάνια που αχνίζουν ακόμη
δυο τσιγάρα νωχελικά στο τασάκι
μια μικρή απόσταση ανάμεσα στα γόνατά μας
ορίζει την ευτυχία μας

χαμογελάς
και τίποτα δεν μπορεί
να διώξει τη γαλάζια πεταλούδα
που ήδη φτερουγίζει στη ματιά μου




           Η μητέρα μου

Γερτή λαμπάδα
φλόγα που τρέμει
πίσω από σπασμένες γρίλιες
ανάσα που θολώνει
τα τζάμια του αδύνατου
η μητέρα μου

να δίνει πάντα
όσα ποτέ δεν πήρε
να δίνει πάντα
όσα ποτέ μου δε ζητώ

ένα ποίημα κάπου ας βρεθεί
ένα στάχυ άγουρο στο στέρφο χώμα
μια γέφυρα από λέξεις και εικόνες
μικρή αλέα να περπατήσουμε μαζί
ένα παγκάκι μες στις ανεμώνες

για να μιλώ ακατάπαυστα μαζί της
με λόγια που ποτέ δεν είπα
την άγρια δίνη των ματιών της
να νιώθω πίσω στον καιρό

πώς τότε ξαφνικά μεγάλωσα
πώς τώρα πάλι γίνομαι παιδί
μωρό στην αγκαλιά της.





          Από το α ως το χ

Πάντα μ΄ απασχολούσαν οι φωτοσκιάσεις. 
Μου άρεσε να κοιτάζω τα βιβλία στο τρεμάμενο φως της φωτιάς. 
Να παρακολουθώ το χοροπηδητό των γραμμάτων. 
Ώσπου έβλεπα μόνο παλμικές γραμμές. 
Το καρδιογράφημά τους. 
Ύστερα έκλεινα τα μάτια μου και οι γραμμές γίνονταν αχνές καμπύλες κι εξαφανίζονταν σιγά σιγά, μικρές ανεπαίσθητες κουκίδες. 
Πού πήγαιναν τα γράμματα; 
Ποια ακατανόητη λέξη τα ρουφούσε; 
Τότε ήταν που άνοιγε απότομα το φως. 
Τα μάτια μου θάμπωναν κι όλα τα χαμένα γράμματα ξεχύνονταν από τα μάτια μου. Πλημμύριζαν το χώρο, την κουζίνα, το στρογγυλό τραπέζι, το α πάνω στην αλατιέρα, το β στο βάζο με τις ελιές, το γ στο γουδοχέρι της γιαγιάς, το δ στη δαντέλα του εργόχειρου πάνω από το τζάκι. 
Και το ξ, εκείνο το ξ το ατίθασο στα ξύλα του δάσους που καίγονταν, μαζί με το χ του χειμώνα. 
Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι πώς έμαθα να διαβάζω. 
Εκεί στο χ όμως σταματούσα. 
Ήταν το χιόνι έξω μια κόλλα λευκό χαρτί. 
Με προκαλούσε μόνο να γράψω.
από τη συλλογή Φυσικό αντίδοτο, 2013


          Απόψε δε μιλάς

Μα στη σιωπή σου έμαθα
να ντύνομαι αστραπή
και τους φλεγόμενους ορίζοντες
των δύσεων εντός σου να διασχίζω
πιο σιωπή κι απ’ τη σιωπή σου
το μέσα των ονείρων σου ν΄ αγγίζω
Οκτώβριος 2008


                                    Τζούλια Φορτούνη


Scholeio.com

Λαπαθιώτης, Σαν μια δόξα που θ' ανάψει



Ναπολέων Λαπαθιώτης


         Μυστικό...

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ 
                                  [μάρμαρο
κι ἄλλες ἀπὸ χαμόγελο, εἴτε
                                       [πόνο.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ
                          [ τριαντάφυλλα,
ὅμως ἐκείνη δὲ τὴ φανερώνω!

Πόσο ἡ καρδιά μου θά ῾τρεμε, ἂν τὴν ἔλεγα!
Βάνω μία κλειδαριὰ γερὴ στὸ στόμα!
Τόσοι σοφοὶ ποὺ βρίσκονται τριγύρω μου
καὶ δὲ τὴ μάντεψε κανεὶς ἀκόμα;

Εἶναι ψυχὲς πλασμένες ἀπὸ κρύσταλλο
κι ἄλλες ψυχὲς μὲ κλάματα ἔχουν γίνει.
Εἶναι καὶ μιὰ πλασμένη ἀπὸ ροδόσταμο,
μὰ δὲ θὰ σᾶς τὴ ῾πῶ ποτέ μου ῾κείνη!

Ὅρκο ἔβαλα νὰ μὴ τὴ ῾πῶ, ὡς τὸ τάφο μου,
μὰ πάλι... ποιὸς ξέρει... καμμιὰν ὥρα...
Κάτι μοῦ καίει τὰ χείλη μου! Καλύτερα
νὰ κλείσω τὸ τραγούδι μ᾿ ἀπὸ τώρα...





           Αποχαιρετισμοί στη μουσική   I
            
Τ’ όνειρό μου πια δεν είναι να χαρώ, μήτε να ζήσω,

μα να πω μια λέξη μόνο, σα μια φλόγα, - και να σβήσω.

Κι αν ακόμα ζω του κάκου, και γυρνώ στη γην απάνω,
μόνο ένα πια μου μένει, - να την πω και να πεθάνω …

Κι όμως ούτε αυτή η λέξη δε μου δόθηκεν ακόμα
να την πω, - και μου παιδεύει την ψυχή μου και το στόμα.

Μήτε καν αυτή τη λέξη, την απέραντα θλιμμένη,
μήτε τρόπος να τη μάθω, μήτε χρόνος δε μου μένει.

Κι αφού τ’ άχαρά μου χείλη δεν την πρόφεραν ακόμα,
θα την πάρω, - και σαν ξένοι, θα χαθούμε μες στο χώμα …


         II

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, - κι ήσαν όλοι, γύρω μόνοι,
κι όλοι ξένοι, τραγουδάμε, μες στη νύχτα που σιμώνει.

Κι όσο ζω, κι όσο μαθαίνω, τόσο νιώθω, αλλοίμονό μου,
το βαθύ και το μεγάλο κι απροσμέτρητο κενό μου!

Τη στιγμή του σταυρωμού μου και για μόνη συντροφιά μου,
μόλις ένιωσα τα χέρια που σταυρώσαν τα καρφιά μου …

Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,
μόνος έζησα του κάκου, - κι όπως ήρθα, και θα φύγω.

Τ’ είναι, τάχα για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;
- κι όπως ήρθα, και θα φύγω, μόνος μες στο θάνατό μου …


          Νυχτερινό

Μονάχη η φλόγα του κεριού μου,
κι απέναντί μου στο τραπέζι
θαρρείς το τέλος της προσμένει∙
λίγες στιγμές έχει να ζήσει
και μες στη νύχτα τρεμοπαίζει,
σαν μια ψυχούλα φοβισμένη...

Απόξω έν’ άγρυπνο φεγγάρι
με κόπο χάνεται στα χάη
μιας ατελεύτητης ερήμου...
Σα να μη θέλει να πεθάνει,
μ’ αναλαμπές ψυχομαχάει
το ετοιμοθάνατο κερί μου...

Και το βαρύθυμο φεγγάρι,
που χρόνια τώρα έχει σωπάσει,
και το κερί μου που πεθαίνει,
και, μέσα, η σκοτεινή ψυχή μου,
χωρίς αιτία κι οι τρεις στην πλάση
είμαστε τόσο λυπημένοι...




          Ποιητής

Πόσο βαθὺ κι ἀσήμαντο συνάμα,
τῆς Ζωῆς καὶ τῆς Τέχνης σου τὸ δρᾶμα,
σ᾿ ἕνα παιχνίδι μάταιο καὶ γελοῖο,
τοῦ Νοῦ σου νὰ σκορπᾷς τὸ μεγαλεῖο!
Μέρα-νύχτα νὰ παίζεις μὲ τὶς λέξεις,
πῶς, πρέπει, μεταξύ των, νὰ τὶς πλέξεις
καὶ πῶς, μαζί, νὰ σμίξεις κάποιους ἤχους,
ὥστε νὰ κλείσεις τ᾿ Ὄνειρο σὲ στίχους!
Πόσος κόπος καὶ πόνος κι ἀγωνία,
νὰ πλάσεις ἀπ᾿ τὴ θλίψη σου ἁρμονία

καὶ νὰ τὴ πλάσεις μ᾿ ὅλους σου τοὺς τρόπους,
γιὰ νὰ τὴ ξαναδώσεις στοὺς ἀνθρώπους!
Μήτε κι ἀληθινὰ ποὺ ξέρω πρᾶμα
πιὸ θλιβερό, ἀπ᾿ τοῦ πόνου σου τὸ δρᾶμα,

τοῦ Πόνου αὐτοῦ, ποὺ στέργει γιὰ κλουβί του,
τὸ χῶρο ἑνὸς ἀνθρώπινου ἀλφαβήτου!

Κι ἀφοῦ, σὰ τὰ μικρὰ παιδάκια, παίξεις,
τόσο καιρό, μὲ ρίμες καὶ μὲ λέξεις

κι ὅλες σου τὶς ἐλπίδες ἀφανίσεις,
χαμένος, ὅλος, μέσ᾿ στὶς ἀναμνήσεις,

μόλις φανοῦν οἱ πρῶτες μαῦρες τύψεις
κι ἔρθ᾿ ἡ στιγμὴ νὰ σκύψεις, νὰ μὴ σκύψεις,

μὰ παίρνοντας μαζὶ τὸ θησαυρό σου,
τὸ Γολγοθᾶ σου ἀνέβα καὶ σταυρώσου!


           Ἀναμνήσεις

Τὸ κάθε τι ποὺ πέρασε, γιὰ πάντα μ᾿ ἔχει σκλάβο
κι ὅσο γυρεύεις Σήμερα, τὸ Χτὲς νὰ μ᾿ ἀφανίσεις,
τόσο σὲ ῾κεῖνο θὰ γυρνῶ καὶ τόσο δὲ θὰ παύω
νὰ ζῶ στὶς ἀναμνήσεις...

Θαρρεῖς καὶ κάτι μόνιμα, μπροστά μ᾿ εἶναι πεσμένο
καὶ κρύβοντας καὶ σβήνοντας ὁλότελα τὸ Τώρα,
μὲ κάνει νὰ μὴ χαίρουμαι καὶ μήτε νὰ προσμένω
καινούργια, τάχα, δῶρα...

Σ᾿ ὅτι ποθεῖ καὶ σ᾿ ὅτι ζεῖ, ἡ ψυχή μου μένει ξένη
κι οὔτε μπορεῖς, Φωνὴ Ζωῆς, ἀλλιῶς νὰ τὴ δονήσεις,
παρὰ θαμπὰ καὶ μακρινά, σὰ μουσικὴ ποὺ βγαίνει
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὶς ἀναμνήσεις...

Τῆς πεθαμένης τῆς χαρᾶς, ἔχει στερέψει ἡ βρύση
κι οὔτε γυρέυει θάματα κι οὔτε προσμένει δῶρα
κι οὔτε μπορεῖ πιὰ τίποτα νὰ τὴ παρηγορήσει,
παρὰ ὅτι ἦταν ὡς τώρα...



           Ἐκ βαθέων

Λυπήσου με, Θέ μου, στὸ δρόμο ποὺ πῆρα,
χωρίς, ὡς τὸ τέλος, νὰ ξέρω τὸ πῶς,
- χωρὶς νά ῾χω μάθει, μὲ μιὰ τέτοια μοῖρα,
ποιὸ κρῖμα μὲ δέρνει, καὶ ποιὸς ὁ σκοπός!

Λυπήσου τὰ χρόνια ποὺ πᾶνε χαμένα,
προτοῦ ἡ νύχτα πάλι βαριὰ ν᾿ ἁπλωθεῖ,
ζητώντας τοὺς ἄλλους, ζητώντας καὶ μένα,
ζητώντας ἐκεῖνο ποὺ δὲ θὰ βρεθεῖ!

Λυπήσου ὅλα κεῖνα ποὺ πᾶνε τοῦ κάκου,
γιατὶ ἔτσι τοὺς εἶπαν πὼς εἶναι γραφτό,
καὶ γίνουνται χῶμα, στὰ βάθη ἑνὸς λάκκου,
χωρὶς νὰ γυρέψουν τὸ λόγο γι᾿ αὐτό!

Λυπήσου κι ἐκεῖνα, λυπήσου κι ἐμένα,
- καὶ μένα, ποὺ πάω μὲ καρδιὰ στοργική,
ζητώντας μία λύση σὲ πράματα ξένα,
ποὺ δὲν ἔχουν, Θέ μου, καμιὰ λογική...

Λιγάκι νὰ κάνω πὼς κάτι μὲ σέρνει,
λιγάκι νὰ φέξει, μὲς στὰ σκοτεινά,
κι ἀμέσως ἡ μοῖρα μου τὸ ξαναπαίρνει,
κι ἀμέσως ἡ νύχτα γυρίζει ξανά...

Λυπήσου με, Θέ μου, στὴν ἀπόγνωσή μου,
λυπήσου τὴ φλόγα ποὺ μάταια σκορπῶ,
- λυπήσου με μὲς στὴν ἀγανάκτησή μου,
νὰ ζῶ δίχως λόγο, καὶ δίχως σκοπό...





          Κούραση

Εἶμαι τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὰ λόγια τὰ ῾πωμένα
κι ἀπ᾿ τὰ λόγια ποὺ θὰ ποῦμε κι ἀπ᾿ τοὺς ἄλλους κι ἀπὸ μένα
κι ἀπ᾿ τὸ κάλεσμα τοῦ στίχου, μὲ τὸ μάταιο λυρισμό,
ποὺ ἡ ψυχή μου δὲν ἐλπίζει, παρὰ μόνο στὸ Λιμάνι
καὶ στὸ σάλπισμα τῆς Μοίρας, ποὺ μιὰ μέρα θὰ σημάνει
τὸν αἰώνιο Γυρισμό!

Τότε μόνο, λυτρωμένος ἀπ᾿ τῆς γῆς τὴν ἱστορία,
μέσ᾿ στῶν κόσμων καὶ τῶν ἄστρων τὴν ἀτέρμονη πορεία,
φῶς ἀνέσπερο, χυμένο σὲ μιὰν ἔξαλλη στροφή,
τὸ Τραγούδι τὸ Μεγάλο, ποὺ ποτὲ δὲν ἔχω γράψει,
τὸ στερνό μου τὸ Τραγούδι, σὰ μιὰ δόξα ποὺ θ᾿ ἀνάψει,
τότε μόνο θὰ γραφεῖ!



          Λυπήσου...

Λυπήσου ἐκείνους ποὺ πονοῦν,
βουβὰ κι ἀνώφελα, γιὰ κάτι,
καὶ παίρνουν, γιὰ νὰ λησμονοῦν,
τῆς ζωῆς κάποιο ἄθλιο μονοπάτι...

Λυπήσου αὐτοὺς ποὺ ἔχουν χαθεῖ,
μὲς στὴν θλιμμένη ὕπαρξή μας,
κι ἔγιναν αἴνιγμα βαθύ,
μιὰ καὶ δὲν εἶναι μεταξύ μας...

Κι αὐτόν, κι αὐτὸν ποὺ ἀναπολεῖ
τὰ περασμένα του λυπήσου:
μὰ ὅμως, ἀκόμα πιὸ πολύ,
τὶς ὦρες τῆς βαθειᾶς σιωπῆς σου,

λυπήσου αὐτούς, πού, μιὰ φορά,
μὲ φτερὰ ζοῦσαν, καὶ τὰ χάνουν,
καὶ δὲν τοὺς μένει ἄλλη χαρά,
παρὰ ἡ χαρὰ πὼς θὰ πεθάνουν...


                        Ναπολέων Λαπαθιώτης


Scholeio.com

Recent Posts



Γη του Πυρός, Το Τέλος του κόσμου



Η «άγρια», παγωμένη ομορφιά της Γης του Πυρός στην Αργεντινή και τη Χιλή, εντυπωσιάζει τους ταξιδιώτες και τους εξερευνητές εδώ και εκατοντάδες χρόνια.

«Μοιρασμένη» στην Αργεντινή και τη Χιλή (50.000 τ.χλμ, τα δυτικότερα, στη Χιλή και 22.000 τ.χλμ. στην Αργεντινή) η «Γη του Πυρός» είναι πραγματικά η άκρη του κόσμου 


Η απομακρυσμένη της τοποθεσία στην Παταγονία, γοήτευε τους εξερευνητές από την εποχή του Μαγγελάνου και του Δαρβίνου και το ίδιο συμβαίνει και με τους ταξιδιώτες του σήμερα.


Πρόκειται για ένα τριγωνικό αρχιπέλαγος, περιτριγυρισμένο από το θυελλώδη νότιο Ατλαντικό 
και το Στενό του Μαγγελάνου (μια θαλάσσια δίοδο που συνδέει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό ωκεανό),  με πολλές φυσικές ομορφιές: εντυπωσιακούς παγετώνες, πλούσια δάση, εκπληκτικά βουνά, κρυστάλλινους υδάτινους δρόμους και μια πανέμορφη ακτογραμμή. 


Εκτός του κύριου νήσιου που έχει σχήμα τριγώνου, το αρχιπέλαγος περιλαμβάνει και τα νησιά Ντεσολασιόν, Σάντα Ινές, Κλαράνς, Στούαρτ, Λοντοντερρι, Χοστε, Ερμίτ, Ναβαρίνο, Γκόρντον (Γκόρδον προφέρεται στα ισπανικά), Ουάλστον, Εστάδος, Καπ-χορν 


Copas en otoño (bosque Nothofagus) por Juan Carlos Gedda Ortiz

Διασχίζοντας με το μικρό βαπόρι το θαλάσσιο πορθμό, που πέντε αιώνες πριν είχε διαπλεύσει πρώτος ο Μαγγελάνος, περνάμε από την ηπειρωτική γη της Παταγονίας στο αρχιπέλαγος που ονομάζεται Γη του Πυρός (Tierra del Fuego). 




Έχουμε αφήσει πίσω μας τα 14000 χιλιόμετρα στεριάς της αμερικανικής ηπείρου και αποβιβαζόμαστε σ' αυτό το σύμπλεγμα νησιών, που κατά πολλούς θεωρείται το Τέλος του Κόσμου, μιας και είναι η νοτιότερη κατοικημένη περιοχή του πλανήτη μας και η εγγύτερη στην Ανταρκτική. 



Διαιρείται μεταξύ Χιλής και Αργεντινής και αποτελείται από μία μεγάλη τριγωνική νήσο κι από άλλα μικρότερα μη κατοικημένα νησιά. Η μεγαλύτερη πόλη είναι η Ουσουάια (Ushuaia), ένα πολύβουο γραφικό λιμάνι, από όπου ξεκινούν οι αποστολές για την Ανταρκτική και οι ναυτικές εξορμήσεις στα θυελλώδη νερά του ακρωτηρίου Χορν.

Στα πρώτα του βήματα στο νησί, ο ταξιδιώτης θαρρεί πως τον έχει ακολουθήσει η χέρσα αγριοσύνη της στέπας, οι επίπεδες αχανείς εκτάσεις της ανατολικής Παταγονίας. 




Οι σπόροι των χαμόφυτων και των αγκαθωτών θάμνων της παταγονικής βλάστησης έχουν μπολιάσει κι εδώ τα πρώτα χώματα του νησιού.  Προχωρώντας ωστόσο προς το νότο, το τοπίο σιγά σιγά αλλάζει με μία ομαλή διαβάθμιση από τα ποώδη φυτά στους πρώτους ψηλούς θάμνους- και να που κάποιες συστάδες δενδρυλλίων αρχίζουν να φανερώνονται-, ώσπου φθάνουμε στα ψηλά πυκνά δάση με τις οξιές της Ανταρκτικής, ανθεκτικές στις υπο-πολικές συνθήκες. Εδώ, στα δάση των κωνοφόρων δεν συναντούμε πεύκα και έλατα όπως στο βόρειο ημισφαίριο, αλλά ένα είδος κυπαρισσιού, το νοτιότερο είδος κωνοφόρου στον κόσμο, που φτάνει και τα 40 μέτρα ύψος.
Σιγά - σιγά μεταβάλλεται και το τοπίο. 
Τις επίπεδες ημιερήμους, που πρωτοαντικρίζουμε φθάνοντας με το πλοίο στη βορινή πλευρά του νησιού, διαδέχονται οι χαμηλοί λόφοι που "κορυφώνονται" στα επιβλητικά χιονόσκεπα βουνά του νότου (Cordillera Darwin). Τα βουνά αυτά είναι στην πραγματικότητα η απόληξη (ή η αρχή;) της οροσειράς των Άνδεων και φιλοξενούν σημαντικούς παγετώνες .






Το Αρχιπελάγος

Η ανακάλυψη του αρχιπελάγους από τους δυτικούς έγινε το 1520, όταν ο Μαγγελάνος έψαχνε για ένα θαλάσσιο πέρασμα από τον Ατλαντικό προς τον Ειρηνικό. 

Εντόπισε τελικά ένα κανάλι, ανάμεσα στην ηπειρωτική γη και τα νησιά του αρχιπελάγους (estrecho de Magallanes), που συνέδεε τους δύο ωκεανούς.

Λέγεται πως την ονομασία “Γη του Πυρός” την έδωσε ο ίδιος ο Μαγγελάνος, διότι αντίκρισε εκεί πάμπολλες φωτιές. 

Τι ακριβώς όμως ήταν αυτό που είδε; 

Οι αυτόχθονες κάτοικοι του νησιού, αντιμέτωποι με αντίξοες κλιματικές συνθήκες, είχαν προσαρμοστεί πολύ καλά στο δύσκολο αυτό περιβάλλον. 

Τα μέλη της φυλής Yaghan, ζούσαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στα κανό, κυνηγώντας φώκιες, θαλασσοπούλια και ό,τι άλλο τους προσέφερε η θάλασσα. Με το λίπος των θαλάσσιων θηλαστικών άλειφαν το σώμα τους, γεγονός που τους επέτρεπε
να κυκλοφορούν σχεδόν γυμνοί παρά το δριμύ ψύχος !


Επιβίωναν επίσης χάρη στις φωτιές που άναβαν παντού, ακόμη και μέσα στα κανό τους, προκειμένου να κρατηθούν ζεστοί. Αυτές ήταν οι φωτιές που είδε ο Μαγγελάνος.

Τα νησιά δεν κατοικήθηκαν από ευρωπαίους παρά μόνο το 19ο αιώνα, ο οποίος σηματοδότησε ουσιαστικά και το τέλος των ιθαγενών. 

Τα ιστορικά βιβλία μιλούν για τη γενοκτονία των Yaghan και των Selk’nam, μιας ημι-νομαδικής φυλής της περιοχής. 

Οι συγκρούσεις και οι ασθένειες αποδεκάτισαν τον ντόπιο πληθυσμό. 

Μάλιστα ο τελευταίος καθαρόαιμος απόγονος των Selk’nam πέθανε το 1984 και 
η UNESCO κήρυξε τη γλώσσα τους ως νεκρή, δεδομένου ότι 
οι τελευταίοι που την γνώριζαν, απεβίωσαν στα τέλη του 20ου αι.
Η Γη του Πυρός πάντα θα εξάπτει τη φαντασία του ταξιδευτή: η γεωγραφική της θέση στα πέρατα, τα απόκρημνα βουνά με τους παγετώνες, η ανθρωπολογική της ιστορία, τα μοναδικά στον κόσμο δάση, οι περιπετειώδεις θάλασσες με τα ναυάγια γύρω από το ακρωτήριο Χορν, δεν θα πάψουν ποτέ να προκαλούν σχεδόν μυστικιστικά την περιέργειά μας.
Ushuaia: η νοτιότερη πόλη του κόσμου
Η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής, είναι η Ushuaia, η «νοτιότερη πόλη του κόσμου» και σημαντικός πόλος έλξης για τους ταξιδιώτες, αλλά κυρίως, η βασική «πύλη» για την θαυμάσια Ανταρκτική.
Πρόκειται για ένα πολυσύχναστο λιμάνι και κομβικό σημείο, μια πόλη 57.000 κατοίκων, με απότομους δρόμους και σπίτια που βρίσκονται ανάμεσα στο κανάλι Beagle (που χωρίζει το μεγαλύτερο, κύριο νησί Isla Grande της Γης του Πυρός, από άλλα μικρότερα νησάκια) και τα χιονισμένα βουνά Martial.



Οι παλιοί κάτοικοί της Yaghan, στους οποίους είχε αναφερθεί και ο Κάρολος Δαρβίνος και επιβίωσαν για 6.000 χρόνια χωρίς επαφή με άλλους, ήταν ευάλωτοι στις ξένες ασθένειες και παραγκωνίστηκαν από τους νέους εποίκους. 




Μεταξύ 1884 και 1947, η Αργεντινή, μιμούμενη το παράδειγμα της Βρετανίας με την Αυστραλία, έκανε την πόλη αποικία καταδίκων, φυλακίζοντας εκεί πολλούς από τους πιο διαβόητους εγκληματίες και τους πολιτικούς κρατούμενους. Τμήμα της τότε φυλακής, αποτελεί σήμερα το ναυτικό μουσείο, Museo Maritimo.

Το γραφικό χωριό της Ushuaia, δέχθηκε ξαφνική αύξηση του πληθυσμού του από τη δεκαετία του 1970, εξαιτίας ενός ειδικού καθεστώτος προώθησης των βιομηχανιών και σήμερα αποτελεί μια τουριστική πόλη με διεθνές αεροδρόμιο. 



«Εκμεταλλεύτηκε» μάλιστα πλήρως τη μοναδικότητά της να βρίσκεται στο νοτιότερο άκρο του κόσμου, αποτελώντας «καταφύγιο» για όλο και περισσότερα σκάφη που έχουν προορισμό την Ανταρκτική, ενώ ατελείωτη είναι και η εμπορική της κίνηση και οι δραστηριότητες που προσφέρει: πεζοπορία, ιστιοπλοϊα, σκι, καγιάκ, ακόμη και καταδύσεις, είναι διαθέσιμα σε μικρή απόσταση από την πόλη.

Το πρώτο μονοπάτι πεζοπορίας στη Γη του Πυρός της Χιλής

Στις αρχές Απριλίου του 2012, η Wildlife Conservation Society ( http://www.wcs.org ) ανακοίνωσε την έναρξη ενός νέου μονοπατιού πεζοπορίας που θα εκτείνεται από τα βουνά προς την ακτή του φυσικού πάρκου Karukinka ( http://www.karukinkanatural.cl ), μια προστατευόμενη περιοχή στη σειρά των νησιών κατά μήκος της Γης του Πυρός στη Χιλή.



Το μονοπάτι Karukinka θα είναι ο πρώτος τουριστικός προορισμός στο παρθένο αρχιπέλαγος της Γης του Πυρός. 

Σχεδόν ανέπαφη από ανθρώπινα ίχνη, η περιοχή Karukinka 
είναι ένας από τους 
έξι τουριστικούς προορισμούς που προωθούνται από την κυβέρνηση της Χιλής. 

Το μονοπάτι, το οποίο θα ολοκληρωθεί το Δεκέμβριο, εκτείνεται σε 34 χιλιόμετρα και θα φέρει τουρίστες στις ακτές του πάρκου, όπου ζουν θαλασσοπούλια, πιγκουίνοι, φώκιες και φώκιες.

Μέχρι σήμερα, η Karukinka είναι ένας γνωστός προορισμός για τους ντόπιους, ειδικά από τη Γη του Πυρός, επιστήμονες και φοιτητές από διάφορα πανεπιστήμια της Χιλής. Στόχος της Χιλής είναι να διευρυνθεί η πρόσβαση στο νησί, προκειμένου να προσελκύσει τον οικοτουρισμό.

Το Εθνικό Πάρκο και το τρενάκι της Γης του Πυρός

Βρίσκεται στη νοτιοδυτική επαρχία της Αργεντινής, πάνω στα σύνορα με τη Χιλή και αποτελεί το νοτιότερο τμήμα του δάσους των Άνδεων - Παταγονίας. Δημιουργήθηκε το 1960 και έχει επιφάνεια 630.000 στρέμματα.

Το τοπίο περιλαμβάνει βουνοκορφές που εναλλάσσονται με κοιλάδες, ποτάμια και λίμνες από παγετώνες, αλλά και πανέμορφους καταρράκτες. Η Senda Costera (παράκτια διαδρομή), που συνδέει την Ensenada Bay με τη Lapataia Bay στη Lago Roca, είναι ένα δημοφιλές μονοπάτι μέσα στο πάρκο. Το πάρκο αποτελεί «καταφύγιο» για πολλά είδη χλωρίδας και πανίδας.


Στο Εθνικό Πάρκο μπορείτε να φτάσετε με το ατμοκίνητο τρένο «Fin del Mundo» (στο τέλος του κόσμου), που ξεκινά 8 χλμ. από την Ushuaia. Κατασκευάστηκε αρχικά ως γραμμή μεταφοράς για την εξυπηρέτηση των φυλακών της Ushuaia και ειδικά για τη μεταφορά ξυλείας, ενώ λειτουργεί πλέον ως μια πολιτιστική διαδρομή στη Γη του Πυρός και θεωρείται η νοτιότερη σιδηροδρομική γραμμή στον κόσμο.

Άννα Βερροιοπούλου
Πόπη Αθανασοπούλου

perasma

Καστοριάδης, Ναι, κύριε, Eσύ θα Διορθώσεις το Ρωμέικο




...απαντώ στην ερώτηση, 
"Εγώ θα Διορθώσω το Ρωμέικο ;"

    Δημοσιογράφος:   Συχνά λέγεται ότι η Ελλάδα είναι «προβληματική», στην Ελλάδα «όλα γίνονται στον αέρα», «χωρίς προγραμματισμό», «χωρίς βάρος». Με τέτοιες διαπιστώσεις συμφωνούν πολλοί. Αλλά περιορίζονται συνήθως μόνο στις διαπιστώσεις. Γνωρίζω ότι η ελληνική κατάσταση σας απασχολεί βαθιά.  Ποια είναι η ερμηνεία σας για όσα συμβαίνουν; Γιατί συμβαίνουν έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα; Ποιες οι βαθύτερες αιτίες;

   Καστοριάδης: Πρώτον, δεν ξέρω. Δεύτερον, στο μέτρο που μπορώ να ξέρω κάτι, είναι ότι η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.χ.

Ταξίδι σε όλα τα Θαύματα του κόσμου, Αρχαίου και Νέου



Ο Παρθενώνας...

Κι όμως δεν ανήκει σε κανένα από τα θαύματα του κόσμου, ούτε στα αρχαία, ούτε στα νέα...   Δεν είναι άξιο να συμπεριληφθεί... ;
Μήπως η παιδεία μας είναι φτωχή και μίζερη...; Ανεπαρκής ; Μήπως κομπλάρει με το .... παρελθόν μας... ;
Μήπως είμαστε λίγοι...;   Μήπως αποδεικνυόμαστε πολύ κατώτεροι των περιστάσεων... της "βαριάς" κληρονομιάς μας  ; 

Κ. Αδαλόγλου, Όχι μόνο Προθέσεις



Κυριακή Αδαλόγλου


          Μόνον προθέσεις

Τα μάτια σου – κι ο Ευριπίδης –
(γλυκές σταλαξιές .. 
                     από ξανθόμαυρο μελίσσι)

κι όσα ήθελα να σου ομολογήσω «μεταφορικά»

μείναν προθέσεις.

Τώρα στο τηγάνι τσιγαρίζω κρεμμυδάκι,

γεμίζει το σπίτι μυρωδιά από λάχανο
για σαρμάδες.

Τώρα χορεύω όπως μου βαράνε

όσοι από παλιά με βαφτίσαν
άμεμπτη και συνετή.

Μετανιωμένη από τώρα

για όσα τυλίγω μέσα μου κουβάρι,
για όποια ανατριχίλα έπνιξα
πριν προφτάσει να φτάσει στ’ ακροδάχτυλα,
να τα μουδιάσει.

Μετανιωμένη από τώρα

για ό, τι αργότερα θα βρίσκω μες στις αναμνήσεις
μόνο σαν πρόθεση.
από τη συλλογή Καταγραφές, 1982



          Μέσοι όροι

Και ποια είσαι εσύ που τόλμησες
να αγνοείς τους μέσους όρους;
Να αναιρείς την ομοιομορφία,
να ενθαρρύνεις την απόκλιση;
Να, τώρα. Έγινες στηλάκι στα έντυπα,
μπαλάκι σε πολιτικό πινγκ πονγκ.
Σήκωσες βαθυστόχαστες αναλύσεις.

Αφού είσαι για ρομαντισμούς και ηλιοβασιλέματα
Τι ήθελες να ασκήσεις εξουσία;
Μείνε λοιπόν τσαλακωμένη και κατάπτυστη,
η αποκλίνουσα.

από τη συλλογή Διπλή άρθρωση, 2009



             άτιτλο

  Και για όσα σου πρόσφερα
    με ανταμείβεις με μία σχισμή
    που δεν είναι ούτε χαμόγελο

    που δεν είναι ούτε χαμόγελο
    να κρεμάσω μια υποψία αχνού,
    όπως στο μπάνιο ο καθρέφτης που θαμπώνει

    όπως στο μπάνιο ο καθρέφτης που θαμπώνει
    και παίζει κακέκτυπα την πατίνα του χρόνου
    μπερδεύοντας τα χνάρια της αλήθειας στο πρόσωπό μου

    στο πρόσωπό μου που ώρα πρωινή
    στο πίσω κάθισμα του λεωφορείου
    απορροφήθηκε από το χνωτισμένο τζάμι.

                 από τη συλλογή Διπλή άρθρωση, 2009


            Ο έρωτας είμαι

Πού να πρωτομαζέψω το μυαλό μου;
Έφυγαν κιόλας χρόνοι τέσσεροι
τα μαύρα μού καίνε το κορμί
το καλοκαίρι, το χειμώνα αυγαταίνουν τη θλίψη μου.

Σκορπίσαν τα παιδιά,
πού να πρωτομαζέψω το μυαλό μου;
Έστω κρατάω τα μαλλιά ξανθά,
το πρόσωπό μου κάτι λέει ακόμα..
Ο έρωτας έρχεται σαν πειρασμός
μέσα στην άχνα του απομεσήμερου.

Κι ούτε μια στάλα το λαδάκι της παραμυθίας
Ο έρωτας έρχεται σαν πειρασμός
μέσα στην άχνα του απομεσήμερου.

Ο Αλβανός μού έφερε ξύλα για το χειμώνα
-κομμένα τα στοίβαξε στην αποθήκη -
την ώρα που έφευγε μου λύθηκε η μαντίλα
-τη μάζεψε και μου την έδωσε -
άγγιξε με το χέρι τον καρπό μου
τραβήχτηκα σαν να με τσίμπησε σκορπιός
-«όταν θα μείνεις μόνη μην ξεπέσεις»
μου’ χε πει εκείνη.

Μικρές μαύρες πιέτες
κι ένα μακρύ πλεχτό σάλι
μαύρο το φρύδι του πανσέ
σκούρη η προσμονή μου -
στο ξέφωτο δίπλα στο σπίτι
δεν ήρθανε και φέτος οι τσιγγάνοι.
Μέρες παλιές, η αυλή γεμάτη κόσμο
γλεντούσαν οι τσιγγάνοι.

Πιπεράτος ο αέρας
παίζει ο γύφτος το κλαρίνο

Ψιλό το βράδυ
χορεύει αερικό η γυφτοπούλα

Μικρό αλήτικο τριζόνι φλυαρεί
καφές στη χόβολη

Ένα μπουκέτο νυχτολούλουδα μοσχοβολάει
ρούχα απλωμένα στα πουρνάρια

Ένα φεγγάρι γλόμπος
Γριά τσιγγάνα τρίβει με στάχτη τα χαλκώματα

Τραγούδι βάλσαμο
Χτυπάει σαν τη φλέβα του νερού η καρδιά

Μουλιάζει η νύχτα
ζωές που θα γεννήσει απόψε ο πόθος!

Δεν ήρθανε ούτε φέτος οι τσιγγάνοι.
Το ξέφωτο έρημο. Και παραδίπλα η εκκλησία,
μες στον γκρεμό σχεδόν, ακίνητη.
Δεν με συντρέχει.
Και πώς να καταλάβει το σώμα που θυμώνει
Κι επιθυμεί και λαχταρά
και καταπίνει το σπαρτάρημά του.
Περήφανη μουγκή εκκλησία
ακοίμητος τραχύς κριτής
παρατηρεί το πιο μικρό μου λοξοπάτημα
κι ούτε μια στάλα το λαδάκι της παραμυθίας.
από την ευρύτερη ενότητα Τραγούδι για μια γυναίκα,
δημοσιεύτηκε στο περ. «Μανδραγόρας», τ. 32, Νοέμβρ. 2004

                                                  Κυριακή Αδαλόγλου

Scholeio.com

Ελύτης, Όσο κι Αν κανείς το Κυνηγά.. Δεύτερη ζωή δεν έχει !




... Πάντα θα 'ναι Αργά,  Δεύτερη Ζωή Δεν Έχει

  Αναρωτιέμαι μερικές φορές: 
   Είμαι εγώ που σκέφτομαι καθημερινά, πως η ζωή μου είναι μία;  
   Όλοι οι υπόλοιποι το ξεχνούν; 
   Ή πιστεύουν πως θα έχουν κι άλλες, πολλές ζωές, 
   για να κερδίσουν τον χρόνο που σπαταλούν;

   Ν' αντικρίζεις τη ζωή με μούτρα.

   Να περιμένεις την Παρασκευή 

   που θα φέρει το Σάββατο και την Κυριακή για να ζήσεις.

Μ. Αναγνωστάκης, Η Ποίηση Δεν Διαχωρίζεται από τη Ζωή,



Μια αδημοσίευτη   στην Ελλάδα συνέντευξη του Μ. Αναγνωστάκη 
που δόθηκε στον κύπριο ποιητή  και δημοσιογράφο Χρήστο Μαυρή. 


Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΥ

Δημ.:  Ο Γάλλος διανοούμενος Jean Paul Sartre δήλωνε ότι: «η αλήθεια είναι επαναστατική, οι μάζες έχουν το δικαίωμα της αλήθειας», και πολύ συχνά κατάφευγε στον Τύπο. Με διάφορα μαχητικά άρθρα και επιφυλλίδες το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και από εσάς σήμερα. Πιστεύετε ότι ο Τύπος μπορεί να επαναστατικοποιήσει τις μάζες και ότι αυτός ο τρόπος είναι ο πιο κατάλληλος σήμερα;

Μ.Α.:  Όχι, δεν είναι ο πιο κατάλληλος. Είναι ένας τρόπος και εξαρτάται σε ποια βαθμίδα, ποια μορφή επαναστατικότητας ζητάμε. Εγώ νομίζω πως η επαναστατικότητα, η επαναστατική διάθεση των μαζών δεν διαφέρει μόνο χρονικά από μια εποχή στην άλλη. Διαφέρει και στην ίδια εποχή από γεωγραφικούς τόπους και χώρες. 


Μ. Αναγνωστάκης, Φοβάμαι




Μανόλης Αναγνωστάκης


   "Φοβάμαι... Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτὰ χρόνια έκαναν πως δὲν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία μεσούντος κάποιου Ιουλίου βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «δώστε τη χούντα στο λαό».

   Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.

Κοσμογονία 8ο, Τρεις Δυνάμεις II



         ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ   II  - πράξη 8η

          Τραντάχτηκε συθέμελα της εξορίας ο μικρός εκείνος ο πλανήτης !
          Γροθιά,  θαρρείς,  τον χτύπησε,  τρυπάνιασε το στέρνο πέρα ως πέρα !
          Και το ζευγάρι των μωρών,  ένιωσαν ως τα τρίσβαθα,  σταγόνες στη
          φουρτούνα !
          Κουβαριαστήκανε μεμιάς, από τη δύναμη τη λάβρα χτυπημένοι,
          Σάρκες γυμνές... της μούχλας τα ξεβράσματα, στων χρόνων τις αμμουδερές...
950.   Κορμιά  σκουληκοφάγωτα, που φτύσανε αχώνευτο, της αμαζόνας σκέψης
          το χυλό..

Κοσμογονία 7ο, Τρεις Δυνάμεις I




ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ  I   - πράξη 7η

703. Μικρό θρονί, παίρνω σκαμνί και τις ξεκούρντιστες τις μνήμες μου κιθάρες,
        Εγώ ! Των θρύλων των παλιών, των ροζιασμένων τραγουδιών ο μενεστρέλος,
        Που αγναντεύω σκεφτικός του Άνθρώπου την τρομερή, την άρατη πορεία...
        Στα μονοπάτια της φωτιάς, στους δρόμους τους υγρούς, τους μουσκιωμένους,
        Μέσ' από βλέμμα θηλυκιάς, μιας λιόντισσας, μιας δράκαινας, μιας μικροπριγκηπέσας,
        Που απ΄το πυργί της δύναμης του Άντρα τα παλαίματα περιγελά...
        Και στη χλωμάδα του μικρού αποσπαρίτη τον ξαποσταίνει, λόγια τρυφερά...

710. Θέλω να κάτσω να σας πω, στων χρόνων τα υπόγεια βουτηγμένος,
        Αυτά που γένηκαν μετά... Όταν ο Άντρας θάρρεψε διαφεντευτής πως είναι...
        Τάχατες κείνος κυβερνά τα φοβερά των Κύριων τα δώρα...
         Νερό,   Γυναίκα και   Φωτιά, που αντιμάχονταν στο φτωχό της εξορίας πλανήτη.
         Μακριά απ' τα κέντρα του Φωτός, που υφαίνανε τη Γνώσης τους ιστούς,
         Μακριά απ΄τις μήτρες -  Κύριους, που ξεγεννάν ατέρμονες δονήσεις,
         Και κάθε δόνηση ρυθμός, του νέου Γαλαξία τις ανάσες να ρυθμίζει...
         Τούτα κι εκείνα τ' αγνοούν, κι η έπαρση τους κυβερνά, του Νου τους η οδηγήτρα,
         Τους άνθρωπους...  που θάρρεψαν μοναδικοί πως είναι,
         Μοναχικοί ταξιδευτές των υπερκόσμιων δρόμων...
720.  Και τώρ' αλαζονεύονται, ρουφώντας με ηδονή χρυσοπραμάτειες,
         Και τώρα κανακεύονται, κλωσσώντας τα πιτσιλωτά τ' αυγά του φθόνου,
         Σκάβουν βαθιούς τους χάντακες και μέσα 'κει τη ζήλεια τους σωρεύουν,
         Οι ανόητοι...  Που τράνεψαν και γένηκαν του μίσους θεριστάδες...
         Με λύσσ' αντιπαλεύουνε, να κουρελιάσουν το πανί της Αρμονίας...

         Γυρίζω πίσω τον καιρό !     Και τραγουδώ τα δρώμενα της Μεσοχώρας,
         Του Άντρα το βασίλειο !   Που κάτεχε τους τρεις, τους ακριβούς συντρόφους...

         Είχε νερό, της όψης του τον κρύσταλλο κατρέφτη της απάτης,
         Που τούσβηνε τη δίψα του, με κατρακύλα δεοσερή γλύστραγε στο λαρύγγι,
         Πούκανε να θεριεύουν, ν' αποζητούνε τα ψηλά, τα δεντρολούλουδά του,

730.  Είχε φωτιά, και κάτεχε του αναπαμού τον σύντροφο, τον θερμοδότη,
         Της δύναμης και του χαμού τ' ανίκητο καφτό φλογολεπίδι.
         Φωτιά !    Της μαύρης νύχτας διαλυτή, της μέρας καντηλέρι,
         Να φτύνει ανάσες πύρινες, τα λόγια της ελπίδας που χαράζουν
         Πάνω στο στέρνο το πλατύ, στου βράχου πάνω το παλιό βιβλίο,
         Που ιστοράει τους καϋμούς των χρόνων περασμένων...
         Που καίει τ' αμαρτήματα και της ντροπής το έκτρωμα σκορπίζει,
         Μαζί με στάχτες φτέρουγες, που σβήνονται στης μνήμης το κελάρι...

         Γυναίκα είχε ο Δαμαστής αστεροφώς κι αστροφεγγιά στο Νου του,
         Των σκοτεινών των σκέψεων πυρσό, των ίσκιων τη γεννήτρα..
740.  Γιατί χωρίς τους ίσκιους μας, που γνέφουνε στου τρόμου μας τον ίσκιο,
         Που συντροφεύουνε πιστά του θράσους την ανθρώπινη την κάμα,
         Ανύπαρχτος ο άνθρωπος...  Σβουρίζει μεσ' στις δίνες των ελπίδων...
         Ατός του ελπιδοφονιάς...  Απόκοσμη του πάθους μαριονέττα...

        Γυναίκα !  Σάρκα ροδαλή !  Στη σάρκα του αγκάθι δολερό, και τεχνουργό καμίνι,
        Το βλέφαρο πλανεύτρα υποταγή, και τα βυζιά βουνοκορφές, βελούδα !
        Ν' αναρριχιέται ο Δαμαστής, να ξεδιψάει γλύφοντας τη ρώγα του βελούδου !
        Το βλέμμα της ραβδί χρυσό, μιας τύραννης αφέντισσας βουκέντρα παγωμένη...

750. Κι Εκείνος...  Ταύρος ζήτουλας, να σκίζει με το υνί το καρπερό χωράφι...
        Να ξεθρασαίνει ο Άρχοντας, στον μακρινό της ουτοπίας πλανήτη...
        Και να πετάει τη Φωτιά, της γλωσσολάγνας πόρνης γητευτής - βασάλος...
        Και να δαμάζει το Νερό, το υγρό κορμί του θάβοντας γουλιές στο λάρυγγα του ...
        Και να μερώνει Εκείνηνε, τ' απύθμενου μυαλού το άπατο ρουφηχτήρι...
        Όπως...  Αφέντης, βασιλιάς, στο μάλαμα του θρόνου θρονιασμένος,
        Κι ολόγυρα του μπιστικοί, χαραδρωμένα πρόσωπα στις μάχες χαροκόπων,
        Που φτύνουνε τις συμβουλές, της πείρας τους τη βρόμικη γαργάρα...
        Και γαργαρίζουνε θεσμούς, των παρωπίδων τους κανόνες της σοφίας...
        Κι ο άρχοντας βαρυγκομά κι αποκοιμιέται στου χρυσού την κουνουπιέρα...
760. Αυτό 'ναι το αλαζονικό, της πολεμίστρας χώρας το περήφανο πρωτάτο...
        Που απαξιώνει τον οχτρό, τον κάνει στάχτη, τον σκορπάει...
        Κι ο βασιλιάς της Λιονταρής !  Τα νύχια του τα άπληστα, μ' όνειρα τ' ακονίζει...
        .... Έτσι κι ο Άντρας - Δαμαστής ποθεί τον κόσμο του, τον δανεικό να διαφεντέψει,
        Τους, νέους, τους πρωτόδοτους, τους θησαυρούς, τα δώρα τα μοναδικά...
        Όμως αλλιώς τα εργάζονταν κι αλλιώτικα διαστρέψαν τα σημάδια...
        Γιατί σαν παίρνεις σιγουριά από εκείνους που θαρρείς τους δούλους,
        Και ξαπατάς την κρίση σου κι η δύναμη τους σε γελά, τους κρένεις τιποτένιους,
        Κι απολαμβάνεις το θρονί, από της δύναμης τις μάσκες γελασμένος,
        Δεν ξέρεις τ' άλλο χάραμα, ξημερωμένο θα σε βρει στο θρόνο ριζωμένο...

770. Πήρε ζωή το άχρωμο Νερό και λάβα μες στον πορφυρό θυμό του,
        Ορθώνεται ομπρός στου Δαμαστή στην τρομαγμένη όψη
        Στρουφογυρνώντας ρέματα, γεννώντας περηφάνειας καταρράχτες,
        Το υγρό, πελώριο κύμα του κορμί, τάφρος και καστροτείχι,
        Που πάνω του τσακίζονται τα κόκαλα γενναίων...
        Που καταπίνει την αντρειά, ρουφάει τους αλαζόνες,
        Βγάνει βραχνή σπηλιοκραυγή, λουφάζει στο ουρλιαχτό του ο πλανήτης...
        Όπως συννεφοσύναξη στων ουρανών τους δρόμους σαν καλπάζει
        Και της βροντής οι σάλπιγγες της καταιγίδας μάνητες σαλπίζουν,
        Και το κατόπι κεραυνοί, του πόνου βόοι και οιμωγές, ψυχών που υποφέρουν...
780. Ψυχές που αλητεύουνε στις ζοφερές κοιλάδες του Αιθέρα...
        Έτσι μιλάει το Νερό και λύνεται τρομάζοντας του Δαμαστή το πνέμα:

        Άνθρωπε, είμαι το νερό, σκλάβος πιστός...  είμαι κι Αφέντης,  ξέρε...
        Δούλος πιστός, που σβήνω σου στα σωθικά τη δίψα,
        Δούλος πιστός,  θεριεύω σου τις ρίζες,  τα σπαρτά σου,
        Δούλος πιστός,    χαράζω σου πρωτόγνωρες πορείες στον πλανήτη,
        Δούλος πιστός, και πνίγω τες τις σαρκοφάγες φλόγες,
        Σαν και τολμήσουν,    φιδωτές, να γλύψουν το κορμί σου,
        Σα χαϊδεύουνε σούρτα της θεοσφράγιστης Γυναίκας σου τη σάρκα...
        Αφέντης είμαι φοβερός !   Το βιος σου αφανίζω άμα το στέρξω,
790. Αφέντης είμαι !  Πνίγω σε και χάνω σε μες στην υγρή μου αγκάλη
        Αφέντης είμαι !  Σ' οδηγώ,  σα θάλασσα σα ποταμός,  στα πέρατα της γης σου
        Νάβρεις τις χώρες του Βορρά και του Νοτιά τις μουσκεμένες χώρες,
        Νάβρεις στη Δύση τα προικιά,    κι Ανατολής πλανεύτρας τα καλούδια...
        Εγώ σου βρέχω το κορμί και το κορμί σου  'γώ  'μαι !    Δάκρυο,  αίμα...
        Εγώ με τα τραγούδια μου,    τις νύχτες σου τις σάρκινες χαϊδεύω
        Σα γέρνεις με το λιόγερμα,  στης θηλυκιάς σου τη φωλιά να ξαποστάσεις
        Σαν έρχεσαι,  ω Κυνηγέ,  να συλλαβίσεις λόγους περηφάνειας,
        Να δείχνεις σέβας Δαμαστή...  Και πρώτο σου μηνάω να με βάνεις,
        Μέσ'  στου Νου  σου το θρονί,  στης μνήμης το βαθύσκιωτο,
800. Πιο δυνατό απ' τη φωτιά, και το πιο υγρό απ΄της Γυναίκας το φιλί,
        Σαν τρέχω απάνω σου καφτό,  τρώγε και ροκανίζω σου το κρέας,
        Και σαν γλυστρώ στον κόρφο σου,   Γυναίκας ή απαλάμη λες σ' αγγίζει...
        Και να το ξέρουν,  μήνα τους,   Εγώ είμαι πάνω στη σειρά το Πρώτο...
        Κι η μάνητά μου θύελλας καρφιά,  η οργή μου ο μέγας χαλασμός τους...

        Είπε κι ευτύς,   σκλάβος πιστός,   κατρακυλάει χαϊδευτά
        Στου Άντρα του αμίλητου τ' ατσάλινα ποδάρια...
        Δειλό ρυάκι, ταπεινό, κι ο ψίθυρος του χάνεται τραγουδιστά...
        Τρομάζει Κείνος...  Το σύγκορμο το τρέμουλο τον οδηγά στο σπήλιο,
        'Κει νάβρει καταφύγι του ο Νους,  απ' της φωτιάς το χάδι το υπνωμένο...
810.  Διπλώνεται στης θράκας μπρος το κόρφο,  το στόμα πυρωμένο...
         Στο βάθος,  ήρεμη πνοή,  τον ύπνο της Γυναίκας συντροφεύει,
         Ρίχτει και τρέφει τη Φωτιά,  με δέντρου ξεραμένου τα κλωνάρια,
         Βυθίζεται στη σκέψη του, τα ορθόκοφτα τα λόγια του Νερού θυμώντας,
         Φουντών' γλώσσα της Φωτιάς  κι οι πυρωμένες φλόγες τονε σκιάζουν !
         Πέπλα κιτρινοπόρφυρα !   Το χάδι τους θανατικό,  οι σπίθες άγριες ματιές !
         Στο ανάδεμα των πέπλων του,  το πύρινο στοιχείο ζωντανεύει !
         Κι απ' το καμίνι του πυρός,   βαθιά φωνή,  λαρυγγωτή,  μουγκράει και γροικιέται:

        'Άνθρωπε, είμαι η φωτιά! Σκλάβος πιστός...  είμαι κι Αφέντης, ξέρε...
         Δούλος πιστός, που ανάβω σου, θερμαίνω το κορμί σου σαν ριγά...
820.  Δούλος πιστός,  των αγριμιών,  για να χαρείς,  εγώ τη σάρκα καίω τηνε,
         Δούλος πιστός,  που λυώνω σου τα μπρούτζινα λιθάρια,  νάχεις όπλα,
         Δούλος πιστός,  χαράζω σου,  τα καρπερά χωράφια της σποράς σου,
         Δούλος πιστός,   που στου πυρσού την κεφαλή, τ' αγρίμια εγώ τα σκιάζω,
         Δούλος πιστός,  που λιάζω σου,  τ' ανήλιαγο,  το σκοτεινό σου σπήλιο,
         Σε κάθε πρόσταγμα σκυφτός,  με υποταγή προσφέρω την καρδιά,
         Και στους παλμούς της σάρκας σου,  τη θηλυκιά στον πόθο συντροφεύω...

         Αφέντης είμαι φοβερός ! Στο διάβα μου τα πάντα καταπίνω...
         Αφέντης είμαι !  καίω σε και το κορμί σου το σκορπώ στάχτες στα πεντανέμια...
         Αφέντης είμαι !    Σου ρουφώ,  της ποταπής σου ύπαρξης την ύστερη ανάσα...
830.  Αφέντης είμαι !  Δαμαστής ! Της φύσης Δράκος, Όλεθρος,  Καταστροφέας...
         Αφέντης είμαι !   Χάνω σου το βιος,  ξωπίσω μου το έχει σου ρημάδι...
         Αφέντης είμαι !  Των οχτρων σκορπάω δειλιασμένα τα φουσάτα...
         Μ' εμένανε κυρίαρχος !  Της Δύσης,  της Ανατολής ο καπιτάνος...
         Κι απ' το Βοριά ως το Νοτιά,  θα υψώνω φλάμπουρο άσβηστο τη μέγα δύναμή σου...

         Σε κάνω τον Κυρίαρχο !  Τον πρωτομάστορα της Γης,  τον τεχνουργό Αφέντη...
         Και σ' ανεβάζω στο θρονί του Ρήγα του ανίκητου,  του Αρχοντα της φλόγας...
         Πιο δυνατός απ' το Νερό,  κι απ' τη Γυναίκα πιο καφτός...  Το νου σου !
         Το άγγιγμα μου είναι ζωή,  ξολοθρεμός συνάμα κι εφιάλτης...
         Η γλώσσα μου απαλόχαδο,  κι ατσάλινο λεπίδι πυρωμένο...
840.  Η φλόγα μου στη σκέψη σου, έμπνευση θεία και βλαστήμια...
         Να τους μηνύσεις τ' όρντινο, πως είμ' Εγώ ο Πρώτος !
         Νερό,  Γυναίκα,  πίσωθε...  Δούλοι στο πρόσταγμα μου...
         Κι η μάνητα μου, θάνατος...  η οργή μου,  χαλασμός τους..."
         Είπε κι ευτύς, σκλάβος πιστός,  του Άντρα τα ποδάρια χαϊδεύει...
         Κι ως την καρδιά η θέρμη της...  Τ' απαλοχάδι της  Φωτιάς περκάλι...
         Πνίγει του τρόμου βογγητό,  ο Δαμαστής καρφώνοντας το μάτι,
         Τεντών' αυτί,  ν' αφουγκραστεί,  το βραχνολάλημα τ' ανήμερου θεριού.
         Μα η Φωτιά εσίγησε...  Μόνε δυο σπίθες ξεκίνησαν το μουρμούρι...

850.  Πάνω στο στήθος το φαρδύ, γέρνει, πικρή φιγούρα, το κεφάλι...
         Σφιχτοκλειστά τα μάτια του...  κι ο Νους, ο ιδεοδότης, ορφανός..
         Να ξεθαμπώσει αγκομαχά, της σκέψης τη μακρόσυρτη θολούρα...
         Ανήμπορα τα κύτταρα,  ν' αδράξουνε μια φωτεινή,  μια σύμμετρη ιδέα...
         Που να ξηγάει παρευτύς,  πως γένηκε την κεφαλή οι δούλοι να ορθώσουν...
         Οι δυο του υποταχτικοί,  των Κύριων του Σύμπαντος τ' ατίμητα ρεγάλα...
         Πώς του μηνύσαν σεβασμό...   Την έπαρση του Άνθρωπου, πώς την ποδοπατήσαν...
         Πώς μάτωσάν του την καρδιά,  πώς θρυμματίσανε μεμιάς την περηφάνεια...
         Κι αν την αλήθεια φτύσανε ;  Αν τίποτα δεν είναι δίχως τούτα ;
         Γιατί ξεθαρρεύεται,  Αφέντης,  τάχα,  στιβαρός και Ρήγας του πλανήτη ;
         Στιγμές να ονειρεύεται,  που τονε θρέφουν τη νυχτιά,  με την αυγή λακίζουν;

860.  Κι έτσι όπως εκάθουνταν και ύφαινε συφοριασμένων σκέψεων ιστούς,
         Ακούει τ' ανακλάδισμα από τους ίσκιους τους βαθιούς του σπήλιου.
         Εξύπνησε το ταίρι του...  Στο τέντωμα οι αρμοί της τραγουδούσαν...
         Σηκώθηκε και πρόβαλε, ν' αντιφεγγίζει η φωτιά 'πα στο γυμνό κορμί της...
         Της σάρκας χαλκοτέχνημα...   Πάνω στα χείλια δυο σταγόνες χαμόγελο...
         Και άθελα τ' αρσενικού σκιρτούν τα σωθικά στ' αντίκρυσμά της...
         Της όμορφης συντρόφισσας...  Τα στήθια ώριμοι καρποί, ο κόρφος της μποστάνι...
         Σιμώνει, δίπλα κούρνιασε, την απαλάμη του αρπά μέσα στην απαλάμη,
         Κι είναι το δέρμα τ' απαλό στο χέρι του αδούλευτο μετάξι.
         Σαν το μετάξι πούφερναν της τύχης και του χρόνου οι εμπόροι
870.  Και τ' απλώναν γονατιστοί, στα πόδια των κυράδων το απιθώναν,
         Και 'κείνες με το γέλιο τους να ξεσηκώνουν αιστήσες, πόθους και φαντασίες...
         Τηνε κυττάζει απόμακρος...  Κι αν η ψυχή της πεθυμά ερωτικό παιχνίδι,
         Ανήμπορος να παίξει το ...  Η ώρα είναι δύσκολη κι οι αιστήσεις θολωμένες...
         Τότ' η Γυναίκα σφίγγει του το χέρι τ' ατσαλένιο, λες και ζητάει προσοχή,
         Ανακαθίζει ο Κυνηγός, τις όψεις της καρφώνει και την προστάζει νεύοντας...
         Κι Εκείνη φέρνει δύναμη και πιότερο την απαλάμη σφίγγει...
         Και τούδειχν' έτσι πράττοντας,  μια βούληση ακατάλυπτη που κύλαγε στη φλέβα...
         Και το αίμα ταξιδεύοντας,  μ' απόφαση την έστελνε ως τ' άκρα κύτταρά της...
         Και στο μυαλό της κόχλαζαν του θηλυκού του Νου οι ακριβόκορες σκέψεις...
880.  Εκείνες που θα χάραζαν αδρό το πέρασμά της, πάνω στης Γης τ' αυριανά...
         Πετάρισ' απ' το στόμα της λαλιά,  που χάϊδεψε,  αύρα γλυκειά,  του Άντρα
         τις αιστήσεις.
         Έτοιμες να καλμάρουν το θυμό και την ορθόκριτη φωνή εντός του να συγχύσουν:
         "Είσ' ο Αφέντης,   Άντρας μου,  κι εσύ που μούδωσες πνοή,   μπορείς και να
          την πάρεις,
         Τι εγώ ανήμπορη να ζω χωρίς Εσύ να πεθυμάς δίπλα να με κατέχεις...
          Ίσκιος πισ' απ' τον ίσκιο σου,  ζώο πιστό σαν κυνηγάς,  να φέρεις την τροφή μας...
          Και σαν στον ύπνο αποζητάς του μόχθου ένα ξαπόσταμα γλυκό στην αγκαλιά μου...
          Η αγκαλιά μου λίκνο σου,   το χάδι μου νανούρισμα μες του μυαλού τα βάθη...
          Και το κορμί μου στα όνειρα,  καφτή φωτιά στα μέλη σου ν' ανάβει...
          Κι από τα χείλη το φιλί στο στόμα σου,  κρυστάλλινη πηγή να ξεδιψάσεις...
890.  Τόσο τρανή η αγάπη μου, και τόσο με κατέχεις, εντός μου Αφέντη ακριβέ...
         Και άλλο τόσο ακόμα...  Αν το προστάξεις παρευτύς και αν το πεθυμήσεις...
         Δίχως εσέ,  θάμουν λωτός,  στο φρύδι πάνω του βουνού,  άχρηστος,  πεθαμένος...
         Και άγγιγμα σου,  Δαμαστή,  Γυναίκας μούδωσε κορμί,  ο ανθός μου ανθισμένος...
         Να σε μεθάει μ' ευωδιές,  να μου τρυγάς των πετάλων το τρυφερό βελούδο...
         Γι αυτό κι εγώ σ' ευχαριστώ...   Το ευχαριστώ μου δίνω σου,   δίπλα σου καθισμένη...
         Κι άκουσε απ' της Γυναίκας σου,  τα λόγια, καρδιάς ολόθερμους συλλαβισμούς...
         Δεν είχα ύπνο ήρεμο κι η σάρκα μου εζήταε της σάρκας σου το άγγιγμα καφτό...
         Και αγωνία μ' έδερνε πότε θε νάρθεις να γευτείς τη φλόγα του κορμιού μου...
         Όταν υψώθη το Νερό,  υψώθη κι η Φωτιά μας,  πήραν ανθρώπινη λαλιά και είπαν...
900.  Κι εσένα, τον Κυρίαρχο, μ' άσκεφτες φράσεις, ποταπές, ντροπή σε πλημμυρίζαν...
         Εσένα,  τον περήφανανο,  τον άτρομο τον Κυνηγό,  του κόσμου ετούτου τον Αφέντη...
         Εσένα, που στη φούχτα σου,  θλίβεις και σπας ενός Νερού το τιποτένιο σώμα...
         Σ' εσένα,  πούναι μπορετό να πυρπολήσεις της Φωτιάς το άσαρκό της σώμα...
         Εσένα, που εδάμασες του ποταμού το ρέμα τ' αγριεμένο...
         Εσένα,  πούσβηνες φωτιές,  σαν έσφιγγες στα μπράτσα σου το πύρινο κορμί μου...
         Ποιοι θάρρεψαν πως έγιναν ;  Και πώς τολμήσαν να ορθώσουν το κεφάλι...
         Σ' εσένανε,  τη μόνη κεφαλή,  όπου κλωσσάει και γεννά του κόσμου τις ιδέες ;
         Εσύ,  που με τα χέρια σου,  κάνεις αυτόν,  τον ταπεινό της εξορίας πλανήτη,
         Κέντρο των κόσμων να γενεί...  Κι ακοίμητος φρουρός των πεπρωμένων...
910.  Και τον υψώνουμε κι οι δυο, εγώ...  ίσκιος αμίλητος στο εύρωστο πλευρό σου...
         Έτσι με ξόρκια γνώμης μάγισσας,  τον Άντρα εκστασίαζε η φτερωτή Γυναίκα...
         Του φούσκωνε τα στήθια του,  και την καρδιά του όπλιζε με κοφτερά λεπίδια...
         Όπως λεπίδι ατσάλινο,  αποχωρίζει απ' το κορμί της γνώσης την κορώνα...
         Και το κορμί στου θάνατου,  μέσα στους ύστερους σπασμούς, κινάει για το βασίλειο...
         Και το κεφάλι του γλυστρά,  γνώση νεκρή κι απόμακρη,  στων τάρταρων τον κόσμο...
         Έτσι οι λεπίδες της καρδιάς χωρίσανε την Κρίση απ' το μυαλό του...
         Την έρριξε παραπέρα...  στ' αποκαΐδια της φωτιάς στερνό αποκαΐδι...
         Το χέρι της τον έδεσε... και το κορμί της το γυμνό του τύφλωσε την όψη...
         Κι Εκείνη τ' όρθωσε στητό,  κι απ' τους πόρους της ερωτικό ποτάμι...
920.  Κι από τα μάτια λίμνες της,  η φλύαρή της σιωπή τον Άντρα να μαγεύει...
         Και η μαγεί' απλώθηκε, αντάρα πες, στων σκέψεων το απόμακρο εργαστήρι,
         Σαν την ομίχλη την πηχτή,  που ξαπατά τα βήματα του τάλαινα οδοιπόρου...
         Τον βγάνει από τον δρόμο του,  σε μονοπάτι ζοφερό σοφά τον ξεστρατίζει...
         Και 'κείνος χάνει τους ρυθμούς της όμορφης,  της σύμμετρης πορείας...
         Βογγά,  περιδινίζεται, όπως αδέξιος χορευτής ψάχτει τα βήματα του...
         Θαμπώθηκε,  ανταριάστηκε,  τα μούσκουλα της νόησης μαράθηκαν και σπάσαν...
         Κι από το φράχτη των δοντιών, πετάρισαν οι άσκεφτες, οι φτερωτές κουβέντες:
        "Τί να το κάνω το Νερό,  σαν τους χυμούς γεύομαι,  Γυναίκα ονειρεμένη ;
        Τί να την κάνω την Φωτιά,  όταν το άγιο σου κορμί,  εστία με θερμαίνει ;
930. Τί να το Νερό, όταν ρουφάω τη ζωή απ' τ' αρμυρό δρωτάρι ;
        Τί να την κάνω την Φωτιά,  όταν αγγίζω σου κορμί,  ηφαίστειο ξυπνημένο ;
        Τί να το κάνω το Νερό,  σαν των χειλιών σου η πηγή τη δίψα μου χορταίνει ;
        Τί να την κάνω την Φωτιά,  όταν η φλόγα γλώσσα σου χαϊδεύει το κορμί μου ;
        Τί να το κάνω το Νερό,  σαν γλύφω από τα μάτια σου το δάκρυ σου,  τη λάβα ;
        Φωτιά,  Νερό,  είν' άχρηστα....  κι η δύναμή τους μερμηγκιού,  μπροστά
        εις τη δική σου...
        Εσύ μου δίνεις τη χαρά, εσύ την ευτυχία...
        Είσ' η φωτιά μου η άσβηστη, κι η αστέρευτη πηγή μου είσαι !
940. Χωρίς εσένα,  ο βασιλιάς,  ρήγας χωρίς βασίλειο...
        Χωρίς εσένα,  ο Κύριος,  Αφέντης δίχως στέμμα...
        Μ' εσένα πλάι μου Εγώ, ο Κύριος του κόσμου θα γενώ...
        Μ' έσενα δίπλα μου Εγώ...
        ... Όμως δεν πρόκανε τον λόγο τον κενό ο Άντρας ν' αποσώσει...


"Από το βιβλίο "Η Λεζάντα της Ζωής"  μία έμμετρη καταγραφή της φαντασίας για την "Δημιουργία"  του Β. Ι. Βερνάρδου, το έργο δεν έχει εκδοθεί. 




  Scholeio.com