Κοσμογονία 5ο, Η φωτιά

      

     
   Η ΦΩΤΙΑ   (πράξη 5η)

        Ξεπρόβαλε στων θρύλων, μέσ' απ' τις στροφές κάποιων σοφών γερόντων
370. Στον ψίθυρο τον κλωθογυριστό, βγαλμένη απ' αξημέρωτα νυχτέρια,
        Όξω ο γόος του βοριά, χοντρόκορμα δεντριά να τιθασσεύει
        Μέσα στου σπήλιου τους ρυθμούς, νάναι κλειστός ο κύκλος...
        Του κύκλου ο αφαλός  Εσύ !    Φωτιά λαγνόκορμη, τριζοβολάς παλμούς...
        Μνήμες πρωτοδοκίμαστες γεννάς, τους γιούς σου καταπίνεις,  Κρόνια...
        Στου μακρινού του Σείριου την αντηλιά,  φτύνεις τον Προμηθέα...
        Τ' ανθρώπινου ηφαίστειου,  τρύπα καφτή,  κρατήρα θερμοδότη !
        Μα... Νάταν έτσι ;  Τάχατες ποιος νογά, άνθρωποι, τη αλήθεια ;
        Και τ' είναι ταχ' αληθινό,  τι ψέμα και απάτη,  ποιος θα μπορούσε να ειπεί ;
        Αφουγκραστείτε μου,  λοιπόν,  σιμά μου κουρνιασμένοι,

380. Ρίχτε το άκρατο, το γερικό κρασί, στης χόβολης το ασημένιο τάσι,
        Να ξεπροβάλουν αερικά,   νεραϊδές του πυρός λεπιδοβόλες,
        Να ηχοπυρώσανε τ' αυτιά στο μάγο παραμύθι, σαν τ' αγγίζει η λύρα του
        παραμυθά...
        Βαφτίστηκε μες στα νερά, ο μακρινός της εξορίας πλανήτης,
        Λουστήκανε πρωινοδροσιά, του  Άνθρωπου τα λιοσκαμένα μέλη,
        Το νέκταρ σου κρυστάλλινο,  κρυστάλλινη πηγή τον ξεδιψάει,
        Συντροφικά με τα θεριά, σκυμμένοι στους κατρέφτες...
        Ρουφάνε αξεδίψαστα,  χορταίνουν του κορμιού ιστούς,  με το άσπιλο νερό.
        Λαχανιαστά μουγκρίζοντας, τινάζει πάνω το κεφάλι,
        Κι οσμίζεται τους οργασμούς,   που στέλνουν τα πρωτάνθια,
        Και τα θεριά  'πο δίπλα του,  ανοίγουν τα πλατιά ρουθούνια,
        Παίρνουν το ερωτομήνυμα, των πράσινων κοιλάδων...
        Το δρόμο παίρνει και γυρνά,  'πα στου βουνού το φρύδι,
        Μπροστά στο σπήλαιο στέκεται,  τον κόσμο του αγναντεύει,
        Φουσκώνει και χαμογελά,  αναριγούν οι φλέβες,  τρόμο δε νιώθει ο Άντρας...
        Είναι καλό ν' αναθαρρείς, με καστροπύργια στήθια,
        Σαν η αυταπάτη δύναμη, τη σκέψη σου αστόχαστα χαδεύει
        Σαν πιστευτό σου ρίζωσε, πως τάχα εσύ μικρέ, τα πάντα διαφεντεύεις...
        Κι απ' τη νυχτιά της Κρίσης σου γεννάς τις σιγουράδες...
        Αχνάρια ευκολόσβηστα, χαρίζει η ματαιότη
        Τ' είχε και τι κέρδισε ;    Νερό Ζωής, που από τη φούχτα ξεγλυστρά...
        Και του άπαντου εθάρρεψε,  πως ήταν ζευγολάτης.
        Που νάξερε ο ταλαίπωρος,  το μέγεθος της φτώχειας.
        Αντικρυστά σα θάβανε,  το πλούτος του μυαλού του.
        Το άδηλο,  τ' αδούλωτο,  τ' ανάλυσσο,  απ' την ανθρώπεια κρίση...
        Παρθένα ορφανή του η φαντασιά,  παρθένες του οι ανάφτρες ιδέες,
        Ασύνειδος της φύσης τεχνουργός,  γι' αμόνια τα δυο χέρια και σφυριά του...
        Ανέγγιχτος απ' της φωτιάς, τις κοφτερές σταχτογεννήτρες, τις λεπίδες,
        Απείθαρχες οι σκέψεις του,  κι οι μνήμες του σκιές γκριζαρισμένες.
        Μπαίνει στο βραχοκάστρο του, γέρνει, αποκοιμάται με τον ύπνο συντροφιά.
410. Βλέπει στο μεσοΰπνι του, ζαφείρια των νερών, κρουστάλλια,
        Βλέπει να υγροχαράζουνε,  τα ποταμίσια φίδια τους οι πρώτες υγροστράτες.
        Μακρόσυρτο παράπονο σμίγουνε του ονείρου του θυμώδεις καταρράχτες,
        Ομίχλες γκριζολέκιαστες, σε σάβανο τυλίγουνε, τ' ονείρου το κουφάρι
        Κι αϊτός του,  ορθόγυμνος βλαστός,  χάντρες υγρές,  χρωματιστές,
        Στ' ασύγκριτο της ηδονής το ράπισμα,  νιοβάπτιστο ρυάκι....
        Στ' οπάλινο του δάκρυο, είναι ο μόνος λεπτουργός, το σπήλιο, εργαστήρι,
        Στην πλάκα, την απέραντη, χωμάτινη απλωσιά  οι ανάγλυφες εικόνες,
        Τις ρεματιές του πνέματος, βαθύνοα χαράκια να σμιλεύει,
        Χωρίς αντίγνωμους φραγμούς, και τ' όραμα, κουράγιο και κατάρα...
420. Μα ...  ξεμακραίνει, στ' ονείρου τ' αχνοϋφασμένο δράμα...
        Και σ' άγνωρα γυρίσματα τον φέρνει να πλανιέται,
        Στων λαβυρίνθων - κυττάρων τις φοβερές ρομφαίες,
        Που διατρυπούν τη σύνεση, την φαντασιά αντρειεύουν,
        Πύρινες γλώσσες, λαγνουργές, και ποταμοί καρμίνια.
        Καμίνι'  ανεμοπύρωτα,  σπινθήρες φωτεροί ο κοχλασμός,
        Των μυστικών των Ήφαιστων θεοπύρηνες ιδέες...
        Φωτιά στην απαλάμη του !
        Σφηνάρι'  ατσάλινα,  καφτά τρυπάνε τα μηλίγγια !
        Αχνάρια πύρινα,  σκαφτά,  η Λάβα Οδηγήτρα !
430. Ηφαίστειου βροντομακρόσυρτου,   μνήμες συρρικνωμένες,
        Ασύνορα φαντάσματα,  τρελλοχοροί μιας μακρινής "πατρίδας",
        Εστίες σαρκοφάγες.. και αργά, να σιγολυώνει λίπος από το σφαχτάρι.
        Μηνιάτικο,  της μάννας τρυφερούδι,  γαλάτου,  χορτοβοσκητό.
        Κι ο Άντρας 'πα στ' αντρίκιο του το χρυσοθρόνι αναγερτός
        Να γεύεται μετάληψη - μπουκιά,  δοσμένη με λατρεία...
        Και τ' άγγιχτα λευκόχερα,  αιστήσεις να κουρντίζουν.
        Ιδού τον !   Ψηλορθώνεται !  Μπρούντζος κορμί,  Χρυσάφι μάτι !
        Πεντάνοιχτ' απαλάμη του,  πυρσοί τα δάχτυλα του !
        Σφιχτού του μπράτσου τρίζουνε,  τα σιδερένι' αμόνια.
        Τρέμει το φράγμα των δοντιών,  τα πόδια καμπουριάζουν,
        "Τώρα" !   Ο νους του το πνιχτό,  το ουρλιαχτό γυμνώνει,
        Οι Κύριοι του Σύμπαντος τ' ακούν κι ανατριχιάζουν,
        "Τώρα' ! Κι αντιγυρίζουνε το δίκιο πρόσταγμά του.
        Αρπούν τα δάχτυλα φωτιά !   Τριζοβολούν οι αρμοί τους !
        Πεντάφλογος πεντάπυρσος τ' Άντρα τα χείλι' ανοίγουν:

       "Καλώς μου ήρθες φλογερό μήνυμα κι άγιο Δώρο"...
        Τα πυρσοφόρα δάχτυλα βυθίζει μες στα ξύλα,
        Κι η πυρπολήτρα μάγισσα, κινάει το χορό της !
        Πάνω στο φρύδι του βουνού,  εκεί στο βραχοσπήλιο του γρανίτη...
450. Των κόσμων τα θαυμάσια σ' απύθμενα σεντούκι τα γυρεύω,
        Στα βάθη ανασκαλεύοντας,  τρεμάμενοι τα χέρια μου εργάτες,
        Της φύσης τα κλαψουριτά,  των νόμων ψιθυρίσματα,  κουρνιάζουνε παντού,
        Αντροπελεκημένα πρίσματα,  μαις μνήμης, τρισδιάστατης αφέντρας,
        Του χρόνου καταλύτρας,  ταξιδευτρας,  στο κληρονόμο  'κείνο ονοπάτι,
        Σκαμμένο από τ' ανθρώπινα,  της νόησης διαβατερά,  τ' αχνάρια.
        Σκασμένο από της ερημιάς,  του Γαλαξία το ανήλεο αξίνι...
        Και ανασέρνω απ' τ' άπατο σεντούκι των θαμάτων,  εγώ,  μικρός πραματευτής...
        Το φλογερό ξεγέννημα,  του Προμηθέα της σκλάβας...
        Που σκλάβωσε τον Άνθρωπο και λεύτερη λικνιέται στον αιθέρα.
460. Χαρίζοντας του ζεστασιά, τρόπους και χαρακτήρα.
        Είν' η φωτιά,  τ' ανίκητο στοιχειό της αφροσύνης,
        Είν' η φωτιά,  της σύνεσης, θηκαρωμένο ξίφος,
        Είν' η φωτιά,  συντρόφισσα,  οχτρός,  χαδιάρα ερωμένη,
        Είν' η φωτιά,  τ' ανθρώπινου γένους η εκδικήτρα,
        Είν' η φωτιά,  λαχταριστή στον έρημο πλανήτη παρουσία...
        Ο πορφυρός,  βελούδινος,  λιοπύρωτος μακροχιτώνας,
        Το πρωτογγόνι των θεών,   η κόρη των Τριβόλων...
        Το στερνοπαίδι της καρδιάς,   το φυσερό της σκέψης...
        Κι όπως της γης,   της γόνιμης,    τ' αγνό ξεφυταρούδι,
470. Που ξεκινά απ' ανάμεσο, στο δουλεμένο χώμα το κεφάλι,
        Αργορουφώντας τη ζωή,  που φέρνει του τ' αγέρι..
        Και το θαυμάζει ο αθάνατος,  θύτης της θείας γης του,
        Στης πάλης της ατέρμονης,  του Χάρου κοντανάσα.
        Ο Νικητής, ο Ακόπιαστος, της γης ο Πρωταφέντης.
        Έτσι κι ο Άντρας τη θωριά,  ρίχτει στα πόδια μπρος του
        Κι από τα στήθια πορπατεί,  λαχταριστή ευτυχία:

        "Έχω φωτιά" !   Κι ο Αίολος, με χάδια την αντρειώνει...
        Καφτό κυλάει απ' το κορμί, του Άντρα το δρωτάρι.
        Χαλκογυαλίζει ο γίγαντας,  ο Δαμαστής,  τη δαμασμένη τίγρισσα γροικά..
480. Το γλωσσοπύρινο θεριό, που γλύφει του τα πόδια.
        Κι αν η αλήθεια τούτη  δω,  δεν φέρνει πλησμονή στο νου,
        Φωτιά ο Νους ο ανθρώπινος !     Άλλες φωτιές ας φέρει...
        Αδάμαστες κι ατίθασσες,   κόρες των ιδεών του...


"Από το βιβλίο "Η Λεζάντα της Ζωής"  μία έμμετρη καταγραφή της φαντασίας για την "Δημιουργία"  του Β. Ι. Βερνάρδου, το έργο δεν έχει εκδοθεί. 


  Scholeio.com 

Δεν υπάρχουν σχόλια: