Θεόφιλος, ο Ζωγράφος




   Ο Ελύτης θυμάται:


   Επιστρέφοντας από την Αμερική, τον Ιούνιο του 1961, σταμάτησα για λίγες μέρες στο Παρίσι, Και καθώς βγήκα να χαζέψω στου δρόμους, το πρώτο πράγμα που είδα ήτανε, η μεγάλη αφίσα της έκθεσης του Θεόφιλου, σε μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου όπου συνήθιζα να πηγαίνω άλλοτε. 
   Η έκθεση είχε ανοίξει ακριβώς εκείνη τη βδομάδα, στις αίθουσες του Λούβρου...
   Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά....  Άρχισα πάλι να σιγοπερπατώ και ν' αναλογίζομαι έθελά μου πώς είχε αρχίσει η ιστορία αυτή. 

   Τα πρώτα βήματα δειλά βήματα, τα διαβήματα πέντ' έξι φίλων, τα άρθρα του Σπύρου Μελά μέσα στη γενική κατακραυγή των "μορφωμένων"...  
   Κάποια δημοσιεύματα σε ξένα περιοδικά... 
   Η πρώτη επίσημη έκθεση στο "Βρετανικό Ινστιτούτο" των Αθηνών.
   Και τώρα.. Βέβαια, υπήρχε πίσω απ' όλα αυτά ένας άνθρωπος. 
   Σεμνός και αθόρυβος, όπως όλοι που κάνουν καλό σ' αυτόν τον τόπο. 
   Ο E. Teriade που η τύχη τόφερε να βρεθώ κοντά του για ένα μεγάλο διάστημα και να παρακολουθήσω με πόση σοφία ήξερε να κρατά το ζύγι ανάμεσα στα ταπεινά και στα μεγάλα, φτάνει και τα δύο τους νάχανε τη σφραγίδα της γνησιότητας.    Ανάμεσα σ' ένα μισογκρεμισμένο "πύργο" της Βαρειάς και σ' ένα Δουκικό παλάτι της Τουραίνης, σ' ένα μπαξέ της Γέρας και σ' ένα ροδώνα της Κυανής Ακτής. Ανάμεσα σ' ένα Θεόφιλο και σ' έναν Bonnard.  
   Η καλή ζωγραφική, όπως και οι καλές ανθρώπινες σχέσεις, δεν έχουν άλλο διακριτικό από την ποιότητα. 


                   



   Μια τρυφερή μνήμη φυλαγμένη ξεπηδά απ' όταν έμενα στο Παρίσι, για εκείνο το βράδυ που μαζί με τον Alberto Giacometti μας φώναξε στο σπίτι του και μας έδειξε λίγα έργα του Θεόφιλου, απ' αυτά που είχε πάρει μαζί του. Με πόση ευλάβεια, με πόση προσοχή να μη δείξει την παραμικρή συγκατάβαση. 
   "... Ήταν στο ατελιέ του Γιώργου Γουναρόπουλου, μου είπε, που είχε πληροφορηθεί για πρώτη φορά την ύπαρξη του Θεόφιλου..."

   Ο Έλληνας καλλιτέχνης είχε προσέξει τη δουλειά του λαϊκού ζωγράφου και είχε φέρει μαζί του στο Παρίσι δυο μικρές φωτογραφίες από τοπία του....
   Πέρασαν αρκετά χρόνια χωρίς να ξαναγίνει λόγος, χωρίς να θυμάται πια το περιστατικό....

   Ένα καλοκαίρι, ο Teriade  ήρθε να περάσει τις διακοπές του στη Μυτιλήνη. Κι εκεί, σε μια εκδρομή είδε έναν τοίχο ζωγραφισμένο από το Θεόφιλο. 
   Τον αναγνώρισε αμέσως.... 
   Ρώτησε, έψαξε, είδε κι άλλες ζωγραφιές... 
 Πείστηκε άλλη μια φορά για την αξία τους κι άφησε παραγγελία οπουδήποτε βρουν τον ζωγράφο να του τον στείλουν αμέσως στο σπίτι του πατέρα του. 

   Ένα απόγευμα, στη Βαρειά όπου βρισκόταν το πατρικό του σπίτι τον είδε να καταφθάνει όπως ακριβώς του τον είχανε περιγράψει: με τη βρώμικη φουστανέλα, το αξύριστο πρόσωπο αλλά και την παράξενη εκείνη λάμψη στα μάτια, που πρόδινε από μακριά το πάθος του. 
   Μιλήσανε... Δεν θέλησε να τον επηρεάσει καθόλου, να του δώσει οδηγίες... να τον συμβουλέψει... 

   Μόνο μια συμφωνία έκλεισε μαζί του: να ζωγραφίζει ότι του περνούσε από το μυαλό, ότι του έκανε κέφι και να το παραδίδει για λογαριασμό του στο σπίτι του πατέρα του.
  Τον άλλο χρόνο, παρ' όλο που τόθελε, δεν μπόρεσε ο Teriade να κατεβεί στην Ελλάδα. 
   Ο Θεόφιλος όμως δούλευε ολοένα και τα έργα του, ένα μετά το άλλο, είχαν αρχίσει να σωρεύονται στη Βαρειά. Όταν ήρθε τον επόμενο χρόνο, το καλοκαίρι  του 1934 τον περίμενε ένας μικρός θησαυρός. Μόνο που ο δημιουργός του δεν υπήρχε πια. 
   Αλλά από δω και πέρα θ' άρχιζε μια άλλη ιστορία, αυτή που θα οδηγούσε ως τις εκθέσεις της Ζυρίχης, του Άμστερνταμ, του Παρισιού.

   Ένιωθα ένα αίσθημα ξεριζωμού,  κοντά στο αίσθημα 
της περηφάνειας -τ' ομολογώ-, τριγυρίζοντας και ξανακοιτάζοντας  τα έργα αυτά, στις μεγάλες αίθουσες του Λούβρου. 
   Θυμήθηκα ότι κάτι ανάλογο είχα νιώσει στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. 
   Συλλογιζόμουν ότι τα περισσότερα απ' αυτά θα σκόρπιζαν μια μέρα, μοιραία, στις συλλογές της Ευρώπης ή της Αμερικής. 
   Αυτό ακριβώς μοιράστηκα, το επόμενο βράδυ, καθώς έτρωγα με τον Teriade....  Με κοίταξε στα μάτια...   Είχε λέει μια θερμή παράκληση να μου κάνει: 
   Να πληροφορηθώ και να του γράψω αν ανάμεσα στη Χώρα και στη Βαρειά βρισκότανε κανένα οικόπεδο κατάλληλο για Μουσείο.
   - "Μουσείο ;" ρώτησα ξαφνιασμένος. 
   - "Ναι, για το Μουσείο Θεόφιλου", μου αποκρίθηκε ήρεμα.
   Το άλλο καλοκαίρι, ανεβοκατεβαίναμε μαζί τους χαμηλούς λόφους γύρω από την πολιτεία και συζητούσαμε όλες τις δυνατότητες. 
   Τον ζήλευα που είχε την αρχοντιά να προσφέρει ένα τέτοιο δώρο στην γενέτειρα του που τον αγνοούσε. 

   Για άλλη μια φορά θαύμασα την ευθυκρισία του όταν τον είδα να προτιμά τους ταπεινούς ελαιώνες της Βαρειάς, τους πλημμυρισμένους από ένα γαλήνιο γλυκό φως, από τις περίοπτες θέσεις του Ακλειδιού, που πρότεινα εγώ. 
   Ξαναήρθαμε και τ' άλλα καλοκαίρια, μαζί πια με τον Γιάννη Τσαρούχη που στάθηκε πολύτιμος βοηθός και τον εξαίρετο αρχιτέκτονα Γιανουλέλη. 
   Δουλεύαμε όλοι μας με τη χαρά της ανιδιοτέλειας κι ο καθένας μας όπως μπορούσε. Κι είχαμε να κάνουμε πολλά... 
   Πρώτα-πρώτα έπρεπε να καταλήξουμε, από την άποψη του αρχιτεκτονικού τύπου, σ'ένα κτίσμα που να ενσωματώνεται φυσιολογικά στο τοπίο και ν΄ανταποκρίνεται στην απλότητα της φυσιογνωμίας του Θεόφιλου. 
  Ύστερα έπρεπε να διαλέξουμε τα υλικά. Έπρεπε να προβλέψουμε την χωρητικότητα των αιθουσών και τον φωτισμό τους. Κι ακόμα έπρεπε να φτιαχτεί ο δρόμος, νάρθει το ηλεκτρικό φως, να ενδιαφερθούνε για όλα αυτά οι τοπικές αρχές.


   Μια μέρα, Ιούλιος του '65 ήτανε, παραξενευτήκαμε κι οι ίδιοι που όλα είχαν τελειώσει. Έβλεπες τους τοίχους, απάνου ως κάτου, ντυμένους με τα ίδια χρώματα που έξω απ' τα ανοιχτά παράθυρα υπήρχανε και απλώνονταν και ζούσανε πραγματικά, στις ελιές, στις ροδιές, στις στέγες, στον ουρανό, ένα πανηγύρι άξιο της ψυχής εκείνου που μας είχε συγκεντρώσει εκεί. 
   Φωνάξαμε έναν παπά στο γειτονικό εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, να λειτουργήσει. 
   Ήταν ένας μικρός χώρος ασβεστοχρισμένος, ανοιχτός από το ένα μέρος, δεμένος με το ύπαιθρο. Οι λυγαριές κι οι λεβάντες ευωδιάζανε στον αέρα. 
   Ένα μικρό αγόρι έψελνε πολύ καθαρά. Κάτι κορίτσια, ντυμένα στ' άσπρα, που κρατούσανε πρασινάδες, είχαν σταθεί στο κατώφλι και κοίταζαν.


   Δεξιά απ' το ιερό στάλαζε το νερό κάποιας κρυφής πηγής και γέμιζε μια μικρή πέτρινη γούρνα.
   Στεκόμασταν αμίλητοι, με τα χέρια δεμένα μπροστά, σα να ταξιδεύαμε, σα νάφευγε ο χρόνος δεξιά κι αριστερά μας με αόρατα κύματα. Η ιστορία ενός ανθρώπου είχε τελειώσει για μας κι άρχιζε για τους άλλους -και για τους αιώνες.  


1967.-
Γράφει ο Οδυσσέας Ελύτης

"..... Πουθενά, σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, ο Ήλιος και η Σελήνη δε συμβασιλεύουν τόσο αρμονικά, δε μοιράζονται τόσο ακριβοδίκαια την ισχύ τους όσο επάνω σ' αυτό το κομμάτι γης που κάποτε, ποιός ξέρει σε τι καιρούς απίθανους, ποιός Θεός, για να κάνει το κέφι του, έκοψε και φύσηξε μακριά, ίδιο πλατανόφυλλο καταμεσής του πελάγους..."


Ένα μικρό οδοιπορικό του Ελύτη... Ο Θεόφιλος "μας" όπως  "ανακάλυψε" ο Ελύτης, όπως τον αγάπησε, όπως "τον ένιωσε"  ο Ελύτης.

   Ένας άνθρωπος που γίνεται ασκητής επειδή μόνον έτσι μπορεί να κηρύξει καλύτερα το πανευδαιμονικό του ευαγγέλιο. 
   Ένας οραματιστής που ζει και παθαίνεται με τους μύθους του Εικοσιένα, σε μια μικρή γωνιά του Ελληνικού κόσμου που έμεινε μακριά από τους αγώνες για την ανεξαρτησία του.    Ένας μοναχικός που ο διάλογος του με τους άλλους γίνεται αποκλειστικά σχεδόν με ζωγραφιές. 
   Ο Θεόφιλος μόνον στα χώματα μιας τέτοιας παραμυθένιας χώρας ήτανε φυσικό να βλαστήσει μια μέρα.
   Η παρομοίωση αυτή δεν αποτελεί ένα απλό σχήμα λόγου. Άνθρωπος ο Θεόφιλος, αλλά με τη στοιχειώδη και πρωτογενή σύσταση ενός φυτού, ακολούθησε τη διαδρομή της ανθοφορίας και της καρποφορίας χωρίς να προσβληθεί ποτέ του από τα ζιζάνια που έσπειραν με τις θεωρίες τους για την ενοχή και την αμαρτία οι θρησκείες. 
   Μολοντούτο, χωρίς ο ίδιος να το γνωρίζει, έφτασε ανεξάρτητα και πάνω από την καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα να ενσαρκώνει μια προσωπικότητα ηθική σε παρθένα κατάσταση που στα μάτια μας, ασκημένα στα συμβατικά μέτρα, δεν είναι σε θέση αμέσως να εκτιμήσουν.
   Όλες οι πληροφορίες που έφτασαν ως εμάς για τον τρόπο που έζησε και έδρασε, μας πείθουν ότι μικρόσωμος αυτός γιος ενός τσαγκάρη της Μυτιλήνης είχε το τεράστιο θάρρος να προχωρήσει μες στη ζωή, στηριγμένος αποκλειστικά και μόνο στην αγαθότητα της ψυχής του, εντελώς απαλλαγμένος από τα καθημερινά πάθη και παραδομένος με την ευπιστία μικρού παιδιού στα όνειρά του.

   Η διαύγεια που επιβάλλει στον ορατό κόσμο κάθε φορά που μας παρουσιάζει στα έργα του, δεν είναι παρά η μεταγραφή της έντονης ροπής που διαγράφεται μέσα του να φτάσει αυτός ο κόσμος, ακριβώς όπως μέσα στα όνειρά του, σε μια κατάσταση άκακη, καθάρια, ευδαιμονική. 
   Όπως κι η φανερή του προσήλωση στους Ήρωες δεν είναι παρά η συμβολική ανάθεση των ελπίδων ενός ταπεινού, που ζητά ν' ακεραιωθεί μες στα αισθήματα του, προς τις δυνάμεις που ξεπερνούν τον άνθρωπο. Είναι οι δύο αυτές ροπές που συνθέτουν τελικά τη φυσιογνωμία του.

  Στις ατελείωτες μέρες οδοιπορίας του κάτω απ' τις καστανιές του Πηλίου ή μες στα λιόφυτα της πατρίδας του, μ' ένα τενεκεδάκι στο χέρι, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ο Θεόφιλος, πέραν από την ενοχή και την αμαρτία, κατευθύνεται στον Παράδεισο...
   Αποφασισμένος ο Θεόφιλος να πολεμήσει, αλλ' από την άλλη όψη των πραγμάτων, ακριβώς όπως κι οι ποιητές, φροντίζει από μιας αρχής να οργανώσει τη ζωή του με τέτοιο τρόπο που ν' αντέχει σ' όλων των ειδών τις αντιξοότητες. 
   Σάμπως μια μυστική φωνή να του δίδαξε ότι η ελευθερία είναι πάντοτε μια σχέση αντίστροφα ανάλογη ανάμεσα στον πλούτο των υλικών αγαθών και στον πλούτο της ψυχής, περιορίζει τις πραχτικές του ανάγκες στο ελάχιστο. 
   Ένα πιάτο φαΐ, ένα ρούχο, ένα σελάχι με μπογιές. Πολλές φορές ο γλυκύτατος αυτός άνθρωπος χρειάστηκε, όχι λίγες φορές ν' αντιμετωπίσει τη βαναυσότητα.

   Το έκανε με το συνηθισμένο του τρόπο, να μην ανοίγει διάλογο αλλά ν' αφήνει τις ζωγραφιές να μιλούν για λόγου του. 
   Είναι ένας μηχανισμός που λειτουργεί μέσα του αυτόματα κι εκδηλώνεται κάποτε με τη χάρη αλλά και την επιμονή ενός πείσματος παιδικού. 
   Τον κορόιδεψαν, τον γιουχάισαν, κάποτε έφτασαν και να τον πετροβολήσουν.
   Κι η απόκρισή του ήταν ένας Καραϊσκάκης, δυο φορές πιο μεγάλος από τον Άι Γιώργη, "εν ξιφήρεις" όπως έγραφε ο ίδιος από κάτω. 
   Του πετούσαν ένα πιάτο με αποφάγια οι κοπέλες, χαχανίζοντας. Κι εκείνος ανιστορούσε για χάρη τους τα πάθη του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας.

Περιγραφή του πίνακα από τον Θεόφιλο:
"ο Περικλής από της Πνυκός Δικαιολογών χάριν της Ακροπόλεως"


Στο φτωχικό καμαράκι 
όπου ξεψύχησε, 
δε βρέθηκε 
παρά μια μικρή 
κασέλα, ζωγραφισμένη 
κι αυτή απ' όλες 
τις μεριές 
-λες και δεν ήταν τρόπος να ησυχάσει 
αν έμενε κάποιο κενό γύρω του αζωγράφιστο-  με τριανταφυλλιές παραστάσεις επάνω σε γαλαζοπράσινο φόντο. 

Και μέσα, όλο το βιός του, ένα κεράκι, ένα σελάχι, δυο-τρία εσώρουχα και άλλα τόσα βιβλία. 
   Κι ακόμη κάτι: το προσωπικό του σημειωματάριο. 
   Ένας τόμος χοντρός από συρραμμένα λογής φύλλα που τα γέμιζε με παράξενα σχέδια κι αντιγραφές από αγαπητά διαβάσματα. 
   Καθώς το ξεφυλλίζω αυτή τη στιγμή, δεν μπορώ να μη θυμηθώ με πόση ευλάβεια τον περιέσωσε και τον έφερε ένα βράδυ στη Μυτιλήνη ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος.
   Με τριών ειδών μελάνια, μπλε, βιολετί και κόκκινο, ο Θεόφιλος ανθολογεί εκεί μέσα σκόρπια και ανάκατα όσα η δίψα του για μάθηση μπόρεσε να συνάξει:

   Κατά Ηρόδοτον τον Αλικαρνασσέα περί Ομήρου.
   Η Ραψωδία Λ της Ιλιάδας.
   Πλήρης μικρή Μυθολογία.
   Σύνοψις ελληνικής αρχαιολογίας.
   Μονογραφίες για τους αγωνιστές, προ πάντων τους 
  Μακεδονομάχους (Εγιούπ, Πασάς, Κωνσταντίνος Λώρης, 
  Επεισόδιον του Προφήτου Ηλιού).
  Πατριωτικά ποιήματα (πολύ κακού γούστου).
  Λησταί και Λησταί (άρθρο εφημερίδας).
  Άσμα του Λεωνίδου του πεσόντος εν Θερμοπύλαις 
  το 1480 (sic).
  Οι Ολυμπιακοί αγώνες και ο Λούης (με στίχους φθηνούς 
  που εγκωμιάζουν τον Ολυμπιονίκη).


   Αυτά είναι όλα-όλα τα εφόδια ενός αυτοδίδακτου Έλληνα, ενός παρμένου μαθητή των αισθήσεων που, μέσα σε μια κοινωνία σπουδασμένη στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια κι ευαίσθητη μονάχα στους Ραφαέλους , επέτυχε να καθαρίσει και να δώσει έκφραση πλαστική στο αληθινό μας πρόσωπο.


   Την άνοιξη του 1935, ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ αποβιβαζόμασταν στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Μια πρόσκληση να περάσουμε τις ημέρες του Πάσχα σε σπίτι φιλικό ήταν η αφορμή. 
   Αλλά η αιτία η βαθύτερη ήταν να βαδίσουμε πάνω στα ίχνη που δεν μπορεί παρά να είχε αφήσει, πεθαίνοντας εκεί ένα χρόνο πριν, ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος.
Για μας ήταν ακόμη τότε μια υπόθεση γεμάτη μυστήριο.

  • "Ένας γυρολόγος μισότρελος, ντυμένος τσολιάς, που είχε τη μανία να γεμίζει τοίχους στα καφενεία και στα χάνια με αλλόκοτες παραστάσεις" λέγανε, συγκαταβατικά, οι ντόπιοι. 
  • "Ένας μεγάλος ζωγράφος" έλεγε ορθά-κοφτά ο E. Teriade, αυτός που χρόνια τώρα, από το Παρίσι, κρατούσε τις τύχες της μοντέρνας τέχνης στα χέρια του.

   Περαστικός αυτός το καλοκαίρι του 1933 από την Αθήνα, είχε φωνάξει μια μέρα τον Εμπειρίκο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου  και χωρίς κανένα σχόλιο, είχε ξετυλίξει μπροστά του μερικά ρολά από κάμποτ όπου, μέσα σ' ένα φως ειρηνικό, έβλεπες αλήθεια ν' απλώνεται σαν ξανακαμωμένος από την αρχή, με παρθένα, δροσερά χρώματα, ο κόσμος.

  • Ο Γιώργος Γουναρόπουλος, ο πρώτος, όπως μάθαμε αργότερα, που πληροφορήθηκε την ύπαρξη του άγνωστου εικονογράφου.
  • Ο αισθητικός Δ. Ευαγγελίδης, που έγραψε τα πρώτα άρθρα για το Θεόφιλο σε Αθηναϊκή εφημερίδα. 
  • Και οι ζωγράφοι Ορέστης Κανέλλης και Τάκης Ελευθεριάδης, Μυτιληνιοί και οι δυο τους, που προθυμοποιήθηκαν άλλωστε μόλις φτάσαμε να μας παρασταθούν στις εξερευνήσεις μας.

   Έπρεπε, ρωτώντας δεξιά κι αριστερά, να φτάσουμε ως τους πιο στενούς συγγενείς του ζωγράφου, να μάθουμε όσο γίνεται περισσότερα πράγματα γι αυτόν και, θυμάμαι, ότι με το χτυποκάρδι που δίνει σε κάθε συλλέκτη το προαίσθημα ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο, κινούσαμε κάθε πρωί για την αποστολή μας. 
   Από δρόμους άφτιαχτους κακοτράχηλους, μισοπατημένους απ' το βλαστομάνημα του Μαγιού, προωθηθήκαμε ως τις πιο ξεμοναχιασμένες άκριες του νησιού, ως τα πιο λιγοσύχναστα χωριά και δεν αφήσαμε καφενείο για καφενείο που να μην σταματήσουμε.
  Όσο που νάρθει ο καφές ή η λεμονάδα, το μάτι μας είχε κιόλας φέρει βόλτα εκατό φορές τους τέσσερεις τοίχους του μαγαζιού. 
   Κι όταν, όπως μας έλαχε μερικές φορές, σπάνιες είναι η αλήθεια, επισημαίναμε αναρτημένο έργο του Θεόφιλου, με τρόπο φέρναμε την κουβέντα, ζητούσαμε πληροφορίες, αρχινούσαμε τα παζάρια, τέλος, φορτώναμε στο αυτοκίνητο μας το λάφυρο και φεύγαμε.

   Δε θυμάμαι πια καθόλου πως έγινε κι ένα απογεματάκι, στην έπαυλη που μας φιλοξενούσε, παρουσιάστηκε ο Παναγιώτης Κεφάλας. 
 Ήταν ο αδελφός του Θεόφιλου. Ένας φτωχός, κακογερασμένος μαραγκός, με πέντε παιδιά...
  Πιο αργά την ώρα που άρχισε να σουρουπώνει, περπατήσαμε μαζί του ως τη Βαρειά, την εξοχική τοποθεσία όπου είχε ζήσει η οικογένεια του ζωγράφου, ανάμεσα σε μαλακές κατηφοριές γεμάτες λιόδεντρα και ανοίγματα απ' όπου, ξαφνικά, έβλεπες τη θάλασσα και πιο βαθιά, καθαρογραμμένα, τα βουνά της Ανατολής.
  Αρκετές γερόντισσες επιμένανε ακόμη να φορούν τις μακριές απανωτές βράκες.
  Όταν πετύχαινες ανοιχτή καμιάν αυλόπορτα, το μάτι σου έπαιρνε γλάστρες, πιθάρια, παιδιά, γατιά, μιαν εικόνα ειρηνική σαν το λάδι και σταματημένη κάπου εκεί, γύρω στο Μεσαίωνα.
   Ήτανε κιόλας όλ' αυτά Θεόφιλος.  Θέλω να πω, ένιωθες την ανταπόκριση... Αληθινοί ελαιώνες επιτέλους, αληθινοί άνθρωποι, αληθινά πράγματα.
   Εκείνα τα χρώματα και τα σχήματα που βλέπαμε κάθε μέρα γύρω μας και που τα κουβαλούσαμε στην ομαδική μας μνήμη από αιώνες, τα γνώριμα, τα οικεία, που τόσα χρόνια τώρα οι ακαδημαϊκοί μας ζωγράφοι -μερικοί με αξιόλογο ταλέντο, δεν αντιλέγω- μας είχανε στερήσει από τη χαρά να τ' αναγνωρίζουμε. 
   Το πιο απλό πράγμα του κόσμου, ένα δέντρο, η ελιά, η καθημερινή μας σύντροφος, δεν είχε αξιωθεί ποτέ ν' ανεβεί στο καβαλέτο. Ναι ήταν η πρώτη φορά που την απαντούσαμε στις ζωγραφιές του Θεόφιλου.
   Την άλλη μέρα, ο Παναγιώτης Κεφάλας μας έφερε μερικές.   Την παράλλη κι άλλες. 
 Στο τέλος, κουβάλησε όλα τα προσωπικά αντικείμενα του αδελφού του, τα πινέλα του, τα τεφτέρια του, τα πιο ασήμαντα μικροπράγματα του. Ήθελε βέβαια να μας ευχαριστήσει...
  Η φωνή του έτρεμε, θυμάμαι, το βράδυ που τον παρακαλέσαμε να μας μιλήσει για τη φαμίλια του, για τη ζωή του κοντά στο Θεόφιλο...  
   Ίσως νάταν που ένιωθε έξαφνα πολύ σπουδαίο πρόσωπο καθώς μας έβλεπε να ετοιμάζουμε σημειωματάρια και μολύβια. Ίσως και να ήταν μονάχα η νοσταλγία...

   Στο προάστιο Βαρειά της Μυτιλήνης, λίγο πιο έξω από την ακτή του Ακλειδιού όπου βρίσκονται αραδιασμένες ανάμεσα σε βάγιες, τσιμτσίρια και μαγνόλιες οι επαύλεις των πλουσίων του νησιού, δεξιά απ' το δρόμο που οδηγεί στο σημερινό αεροδρόμιο, εκεί μια μέρα του 1870 γεννήθηκε ο Θεόφιλος. 
  Τον πατέρα του, που ήταν τσαγκάρης, τον έλεγαν Γαβριήλ Κεφάλα. Τη μάννα του, που ήταν κόρη αγιογράφου, την έλεγαν Πηνελόπη Μιχαήλ, και αργότερα, όταν ο αγιογράφος αξιώθηκε να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους, Χατζημιχαήλ.

  Παθολογική φαίνεται να ήταν η αγάπη που έδειχνε από μιας αρχής ο μικρός Θεόφιλος γι αυτόν τον παππού το μάγο, που ήξερε να παίρνει σκέτα σανίδια και να βγάζει αγίους.
  Ώρες καθότανε να τον κοιτάζει...  Κι ο γέροντας που ήξερε να ιστοράει όχι μόνο με τις ζωγραφιές του αλλά και με τα λόγια του, τον έπαιρνε κάθε που βράδιαζε στα γόνατα του εκεί, μπροστά στο τζάκι, του αρχινούσε παλιές ιστορίες, τί για τον Αχιλλέα και για τον Έκτορα, τί για το Μεγαλέξαντρο, τί για τον Ερωτόκριτο...

  Όταν σφαλούσε τα μάτια του, ο μικρός, συνέχιζε μες στον ύπνο του τις ιστορίες των παλικαριών του Ελληνισμού, όλο αλόγατα και κονταρομαχίες...
  Ήτανε δεν ήτανε οχτώ χρονών, όταν άρχισε να διαβάζει μόνος του όλες τις φυλλάδες που έπεφταν στα χέρια του και να γεμίζει τα μαθητικά του τετράδια με σχέδια και φιγούρες λογής-λογής...
  Τ' άλλα παιδιά τον πειράζανε...   Στο τέλος δεν άργησαν να του βγάλουν και παρατσούκλι και να τον φωνάζουνε "αχμάκη", που θα πει "ακαμάτης", "άπραγος", "αφελής".
  Και πραγματικά, δεν έδειχνε να τα καταφέρνει στα πραχτικά ζητήματα. 
  Μήτε η σωματική του διάπλαση, μήτε το περιβάλλον όπου ζούσε δεν του αφήνανε πολλές ελπίδες ότι θα μπορούσε μια μέρα τα σχέδια του για μεγαλοφάνταστα κατορθώματα.
  Άρχισε να κλείνεται στο εαυτό του και στα διαβάσματά του, να παίρνει για πραγματικά όσα έβαζε ως τότε μονάχα με το νου του.
  Και μια ωραία μέρα του του 1887, πάνω που αρχινούσανε οι απόκριες, πήρε τη μεγάλη απόφαση: θα ντυνότανε φουστανελάς. 
   Τη φορεσιά που χρόνια τώρα δε χόρταινε να καμαρώνει στις φιγούρες των οπλαρχηγών και των άλλων εθνικών ηρώων... Επιτέλους θα την έκανε δικιά του, θα την ένιωθε στο ίδιο του το κορμί.
   Οι απόκριες τελείωσαν, ο κόσμος επανήλθε στα κανονικά του ρούχα, ο έφηβος φουστανελάς όμως όχι...  Οι δικοί του άρχισαν ν' ανησυχούν:
  -"Καημένε Θεόφιλε, του φωνάζανε τι μασκαριλίκια είναι αυτά;"
  - "Τι θέλετε να φορέσω, φράγκικα; Εγώ Φράγκος δεν είμαι".

  Σιγά-σιγά η ατμόσφαιρα άρχισε να μην τον σηκώνει...
 Ένα χρόνο αργότερα μπαρκάριζε για τη Σμύρνη...
  Εξαφανίστηκε περίπου για δεκαοκτώ χρόνια...
 Το μόνο που ήξερε - ο Παναγιώτης- για αυτά τα χρόνια ήταν ότι ο Θεόφιλος είχε διοριστεί Καβάσης στο Ελληνικό προξενείο της Σμύρνης...  
  Είχε την ικανοποίηση ότι υπηρετεί την πατρίδα του....  και φόραγε και τη αγαπημένη του στολή !
  Αδιάκοπα ερωτευμένος όπως φαίνεται, χωρίς να καταφέρει ποτέ του γυναίκα... 
  Αδιάκοπα κλεισμένος στο εαυτό του, χωρίς ν' αποχτήσει μήτε φίλους μήτε εχθρούς. 
  Είχε οργανώσει με τα παιδιά αληθινό θίασο και έδινε παραστάσεις  στο ύπαιθρο, με δικά του έργα εμπνευσμένα από Μεγαλέξανδρο και μεσαιωνικά δράματα.

  Τα ίδια ρούχα φορούσε χειμώνα καλοκαίρι με τα βαριά εξαρτήματα της εθνικής στολής, που ήταν όλα όλα τους σε κακή κατάσταση... και τα ίδια παλιοτσάρουχα  που το καθένα του μονάχα ζύγιζε μιάμιση ως δύο οκάδες, χώρια το σελάχι του με τα σύνεργα της ζωγραφικής και τις πέτρες που κοπανούσε για να φτιάξει μόνος του τα χρώματα. Μια ολοκαίνουργια φουστανέλα με επιμέλεια φυλαγμένη στην κασέλα δεν φορέθηκε σχεδόν ποτέ.

  Γύρω στο 1907 εγκαταλείπει τη Μικρασιατική ακτή. Στα χωριά του Πηλίου είναι που ο Θεόφιλος εγκαινιάζει την πρώτη περίοδο της ζωγραφικής του δραστηριότητας.
Φουστανελοφόρο πάντοτε τον ξαναβρίσκουμε ύστερα από πολλά χρόνια στη Μυτιλήνη. Φτωχό και μοναχικό και διψασμένο για επιφάνειες κατάλληλες να χωρέσουνε τα οράματα του.
Έφερνε βόλτα όλο το νησί... τα καφενεία, καταμεσής στα τρεχούμενα νερά και στα πλατάνια, γεμίζουν από θαυμάσιες τοιχογραφίες.
Στην Καρίνη, την Αγιάσο, στον Παππάδο της Γέρας, στο Ντίπι, στην Παναγιούδα, στη Νεάπολη, στο Ακλειδιού... 
  
  Οι βροχές και οι άνεμοι τα ξέφτισαν σιγά-σιγά και τα ξεθωριάσανε. Αλλού ήρθανε οι άνθρωποι και τα περάσανε από πάνου ως κάτου με καθαρόν ασβέστη. 
  Έτσι, δεν μας απόμειναν ατόφια παρά τα φορητά έργα του, όσα έκανε πάνω σε σανίδια, σε κάμποτ, ακόμη και σε τενεκέδες, τους χειμώνες προ πάντων, όταν δεν ήταν βολετό να παίρνει του δρόμους και δούλευε μ' οτιδήποτε υλικό έπεφτε στα χέρια του.

  Έμενε τότε σ' ένα φτωχό, γυμνό καμαράκι, κοντά στη συνοικία του Αγίου Παντελεήμονα. Ένα τζάκι, ένα ντουλάπι του τοίχου, δυο κασέλες κι ένα στρώμα κατάχαμα. Κι απ' έξω η αυλή, μικροσκοπική κι αυτή, με δυο αμυγδαλιές όλο-όλο και κάμποσα ζαρζαβατικά. Είχε και μια γάτα που τη φώναζε Μαρουλιώ και τη λάτρευε κυριολεκτικά.

  Λένε ότι αυτή τον έσωσε κάποτε, ξυπνώντας τον με το ποδαράκι της, όταν μπήκανε στο σπίτι του κλέφτες να πάρουνε όλες τις οικονομίες, ένα μικρό κομπόδεμα με χρυσές λίρες που έκρυβε κάτω από το στρώμα του. 
  Την Μαρουλιώ την έθαψε μ' ευλάβεια, όταν πέθανε, σ' ένα μέρος που φρόντισε να το σημαδέψει για να μπορέσει μια μέρα όπως έλεγε, να πάρει τα κοκαλάκια της και να τα κάνει χαϊμαλί.

  Αυτό το γατάκι μονάχα εμπιστεύθηκε αυτός ο μεγαλόψυχος κι ακόμα ένα φτωχό ανθρώπινο πλάσμα: το μικρό κορίτσι της νύφης του.  Ήταν καθυστερημένο διανοητικά και τ' άλλα παιδιά το κορόιδευαν και το έλεγαν "η αγαθή Αγλαΐα".
  Μπαίνοντας στα 1934, ο Θεόφιλος είχε συμπληρώσει πια τα εξήντα τέσσερα χρόνια του. Φαινότανε αδυνατισμένος και κακόκεφος. 
  Ένα πρωί, στις εικοσιδύο Μαρτίου, που έτυχε νάναι Κυριακή των Βαΐων, πήγε και χτύπησε την πόρτα στο σπίτι της νύφης του. Είχε τόσο θλιμμένο ύφος που η καλή γυναίκα, με το δίκιο της, ανησύχησε.
  - "Δε θα πας στην εξοχή;" τον ρώτησε.
  - "Όχι, αποκρίθηκε, είμαι κομμάτι κουρασμένος".
  Γέμισε το κουμαράκι του με νερό, χάιδεψε την αγαθή Αγλαΐα και τράβηξε για το σπιτάκι του.
  Δυο μέρες πέρασαν και δεν φάνηκε...
  Μεγάλη Τρίτη πρωί, μια γειτόνισσα χτύπησε πάλι την πόρτα της νύφης του.

  - "Τι συμβαίνει;"
 - "Ο Θεόφιλος είναι αμπαρωμένος στο σπίτι του και δεν αποκρίνεται"....
  Τρέξανε όλοι μαζί, βροντήξανε την πόρτα... 
Την ξαναβροντήξανε τίποτα. 

  Τότε τη γκρεμίσανε με δυνατές κλωτσιές και είδανε: 

το Θεόφιλο νεκρό καταγής, με το κεφάλι κατά το τζάκι και τα πόδια του διπλωμένα. 
  Στο πλάι του υπολείματα από εμετό κι ένα πιατάκι με δυο ψάρια. Ήταν 24η Μαρτίου, παραμονή της εθνικής εορτής του Ελληνισμού.
  Του έκαναν ένα φτωχικό τάφο, μ' ένα καντηλάκι που φρόντιζε ν' ανάβει μόνη της, ζητιανεύοντας παντού "κουματέλ' λαδέλ'" η αγαθή Αγλαΐα.

  Στον ίδιο τάφο, ένα χρόνο αργότερα, ο Ανδρέας Εμπειρίκος κι εγώ ρίχναμε λίγα λουλούδια ωραία  και σεμνά σαν την ψυχή του.

                               Οδυσσέας Ελύτης

Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: