Γ. Παπαμιχαήλ, Είναι ευαίσθητες στο κρύο οι αναμνήσεις




Γεωργία Παπαμιχαήλ


            Ίωση

δεν έχω λόγια όμορφα να πω.
Σαν ίωση
τη γλώσσα έχει μουδιάσει
μια παγωνιά.
Όχι, δεν περιμένω να περάσει 
μ' ευαισθησίας αναφιλητά.

Όμως για λέγε τα δικά σου.
Με συμπασχόντων συμβουλές
εξομαλύνονται οι ζυμώσεις
κι ας μη στοιχειώνουν την ενδοχώρα
ενός άσαρκου κρανίου.

Ασπρόμαυρες ταινίες
και κολλημένες προβολές
ιδανικών συναισθημάτων
οργώνουν πλαδαρές εικόνες
κρατώντας αύξοντα αριθμό ταφής.



          Καλά Είμαι

καλά είμαι
μειώνοντας το παράπονο
έπαψε να σαπίζει τα κόκαλα μου το φθινόπωρο.
Καλά είμαι 
έβαλα πίσω στο συρτάρι
επιθυμίες και πια δεν θέλω.
Καλά, καλά είμαι
κουλουριασμένη στο κρεβάτι
τσαλακώνω όνειρα,
έτσι θα πάψουν επιτέλους.
Καλά είμαι 
κι ο τοίχος δίπλα μου
κι αυτός έπαψε να παραπονιέται
με τόσα χάδια τρυφερά
που του χαρίζω
καλά είμαι.
Οι επισκέπτες καθόλου δε λιγόστεψαν
κι αλήθεια νά 'ξερες πόσες φορές
μου χάλασαν τον ύπνο
υπονομεύοντας την άδεια μου γαλήνη
λέγοντας πως, τελικά, όλοι είμαστε μόνοι.
Καλά είμαι
γέμισε ο τοίχος δαχτυλιές
τα τζάμια ράγισαν από τις αγκαλιές
και τα ποτήρια απ' τα φιλιά τα παθιασμένα.
Με τόσα χάπια πως να μην υποκύψει η χαρά;
Είμαι καλά, σου είπα, γιατί τρέμεις;
Ναι, τελείωσε το πετρέλαιο,
πάρε κουβέρτα.
Δεν ήξερα πόσο ευαίσθητες
είναι στο κρύο, οι αναμνήσεις.


         Προγραμματισμένος

προγραμματισμένος
με δήθεν διαλόγους
σε προκαθορισμένες προκλήσεις,
με επιείκια λυπάσαι μέσα στο μισό σου κόσμο,

Στο συρματόπλεγμα το τυχαίο
αφήνει ψήγματα στον αψεγάδιαστο κήπο σου.
Τα πουλιά χορταίνουν -εσύ;

Εσύ νηστικός μα... τακτοποιημένος.
Στην πολυτέλεια εγκλωβισμένος
του καλοστρωμένου σπιτικού σου
λιμνάζεις στο πλατύσκαλο,
Κι όλο λυπάσαι το πρόσωπο μου
έξω από τα σκουριασμένα κάγκελα της υπόληψης σου
κι όλο λυπάσαι
κι όλο λυπάσαι... για μένα.


           Πρόβα

έστρωσα πλάι στις χαραμάδες
που άνοιξε ο χρόνος
σαν το νεκρό καρπό
που πλάι στο δέντρο
το εφήμερο θυμίζει
σχέδιο των θεών,

κι όλη τη νύχτα διάβαζες
πριν να ξυπνήσουν οι σπηλιές
κι όλη τη νύχτα ύφαινες
τον ανοιγμένο θώρακα
μην επιστρέψει ο θάνατος.
Σε ανήθικα σκεπάσματα
τα αγνά μου συναισθήματα,
φτιάχνουν φωλιές
κυοφορώντας ήδη τη συγγνώμη.

Καλπάζει ο άνεμος στο χαλασμένο δάσος
αναστατώνοντας τα υγρά των βράχων μου σημεία
που ανοίγουν και δαμάζοντας, δαμάζονται.
Ήταν η πρόβα της στιγμής
κι όχι η στιγμή, και
Ξαναρχίζεις
λες και συγκρατημένου πάθους η ηδονή
πήρε μορφή το χάδι
κι είναι δική μου απ' αρχής η επιθυμία σου.
Εφάπτομαι στο πλάι σου, στο πίσω, στο εμπρός 
κι όλο χωράω στο βήμα σου
κι ας μην χωράω στον κόσμο.
Λες, λες και δεν μ' άφησες να φύγω..


        Θα Ζήσω

βήματα αμηχανίας,
αναμονές...
Το τραίνο εξαφανίζει τους σταθμούς
προσμένοντας τους επιβάτες.
Ακόμη περιμένω...
Ναι, περιμένω.
Μη μ' αδικείς συμπάσχοντας,
δεν έφτασα ως εδώ με ψευδαισθήσεις.
Με ιδρωμένες προσμονές
ωρίμασα στα μάτια δάκρυα,
για να τρυγηθούν
σ' άγνωστα ακόμη καλοκαίρια.

Θα φύγω απόψε, τ' αποφάσισα.
Έχει βαρύνει ο ουρανός
και δεν αντέχω να σηκώνω άλλο τη νύχτα.
Μιας αναχώρησης τα βήματα λυτρώνουν την αναμονή.

Ναι, ναι, το ξέρω,
ωρίμασα ανυπόφορα
γι' αυτό δεν κλαίω.
Δεν κλαίω πια, το πρόσεξες;
Δεν κλαίω πια.

Τη θλίψη δε διαπραγματεύομαι, ακουμπώντας την.
Ναι, θέλεις να τη μοιραστείς,
όμως κουράστηκα να σκέπτομαι.
Κουράστηκα να σκέπτομαι,
θέλω να ζήσω.
Θα ζήσω.
Θα ζήσω ή θα φύγω.
Θα ζήσω, θα ζήσω ή θα φύγω.
Η μοναξιά κι η θάλασσα μεθάει, μην πιεις.
Μην πιεις, άνοιξε βήμα.
Είπα το τραίνο εξαφανίζει τους σταθμούς, έκανα λάθος.
Το τραίνο εξαφανίζει επιβάτες,
μα εγώ θα ζήσω, κι εσύ.
κι εσύ, μην πιεις,
μην πιεις απόψε,
Μην πιεις, μην πιεις...
Απόψε δώσε μου το χέρι σου.


          Η  Τελειότητα της Απόστασης

το κομμάτι που λείπει
είναι κρυμμένο μέσα σ' εκείνο
που είναι πάντα εκεί.
Όμως κουράστηκα να ψάχνω!
Μέσα σε σένα και σε μένα
θα υπάρχει πάντα
μια ανεπαίσθητη απώλεια,
μια ημιτελής κατανόηση,
μια σπασμένη παρήχηση
που θα δηλώνει
την τελειότητα της απόστασης...


       Πατάρι Μνήμης

μνήμη, ήχος οξύς, δειλός
μες στ' ακατάστατο πατάρι
θέλει να βάλει τάξη
στα εργένικα σεντόνια.
Συμπάθα με,
αλόγιστα μιλώ,
ξεγέλασα τον ύπνο
γυρνώντας κύκλους το κλειδί
ες την παλάμη,
τις ώρες δοκιμάζοντας
που ΄χουνε τόση υπομονή
να ορίζουνε το χρόνο
και τις πτώσεις...
μιας απροσδόκητης πτώσης
μέσα στον ονειρικό μηδενισμό.
Στην αλυσίδα των ακαθόριστων κύκλων
αναζητώντας τη σταθερότητα
βρίσκομαι πάντα
σ' ένα ενδιάμεσο κρίκο αναμονής.


       Υπερβολική Δόση

μια υπερβολική δόση δυστυχίας
θα μπορούσε να αποβεί μοιραία.
Μεταξένια στον άνεμο κλωστή,
τρεποπαίζει φλεγόμενη
με την άλλη πλευρά,
μα δεν σπάει.
Νιώθω στις απολήξεις της γλώσσας
τους χτύπους της καρδιάς,
δωμάτιο άδειο,
σπίτι νεκρό.
Οι δόσεις πάντα μου έφερναν δυσκολία,
χρεωμένο κρεβάτι,
κακό φαγητό.
Στις κνήμες το βάρος του χειμώνα
και που να πάω;
Ασήμαντες λίστες αναμονής.
Με άτοκες δόσεις
η ευτυχία παραγράφεται.
Πάλι ηττήθηκαν οι δυνατότητες μου.
Γυάλινο μόσχευμα η αντίληψη
καταπραΰνει τις αισθήσεις.
Μια μοιραία δόση δυστυχίας 
ίσως να μπορούσε
να ξυπνήσει την καλή μου διάθεση.
Τρελαμένες ορμόνες πασχίζουν
στο πηγάδι της ηλικίας μου,
ψυγείο με κακοσυντηρημένες μνήμες.
Στο κατώφλι μιας οθόνης
πιστωτικά τιμολόγια
γεμίζουν τις θάλασσες με χρέη
κι ένα μυστικό που φτάνει.
Φτάνει για να χαθεί ένας άνθρωπος.


       Χόρεψε

έβαλα το χέρι στο λαιμό
να πλέξω κόμπους τη φωνή,
να κρύψω ήχους,
Χόρεψε μαζί μου!
Θέλω να μάθω απ' το κορμί σου... μια κίνηση,
μια κίνηση βίαιης τρυφερότητας.
Άρρωστα ξυπνητήρια τα πουλιά,
στις εξατμίσεις αποσύρονται τα σύννεφα,
το χάος υποδύονται.
Τ' αμπέλι τρύπησε τη γυάλα
ψάχνοντας αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Έσταξε μέθη το ταβάνι,
άγουρο ξύπνημα
πρώιμο σταφύλι
ξημέρωσε.
Τα ψάρια στέκονται στην προβλήτα
ψάχνοντας λίγη δράση
να ξεγελάσουν τον ψαρά.
Στο ημερολόγιο του τοίχου η αποπλάνηση
και η απόλυση μου, άλλη μια κοινοποίηση.
Παρέλειψα να σου το πω
γιορτάζω απόψε.
Έλα, έλα και χόρεψε μαζί μου!
Πνίγομαι.


       Ας Είναι

δεν προσπερνούν οι εμπειρίες,
σταλάζουν στις ρυτίδες
υπογραφή της μοίρας,
είπες,
στεγνός καφές
κι είναι χαρά τις ξεραμένες πίκρες
να ξαναδοκιμάζεις.
Έτσι περπάτησα ξανά το δρόμο
σε μια ρυτίδα χόρεψα
κι ακόμα περισσότερο
τον εαυτό μου αγάπησα, σ' αγάπησα
κι ήταν τα ρούχα τόσα χρόνια που παγώναν
κι όχι ο βοριάς τη σάρκα μου.
Ξαπόστασε ο χορός
στις ξεχασμένες καληνύχτες
σ' άσπαρτα χείλη, δάκρυα που προσμένοντας το κάλεσμα
ξέχασαν να βαδίσουν.
Ας είναι...
Τα λάθη συνηθίζονται στο τέλος,
ξεπέρασα το σύντομα
νομίζοντας πως ξέρω, όμως
δεν είχα...

συλλογή "Η Τελειότητα της απόστασης"

Γεωργία Παπαμιχαήλ


* Η Γεωργία Παπαμιχαήλ γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι ποιήτρια και ζωγράφος. Έχει συμμετάσχει σε δώδεκα ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς και σε δύο ατομικές εκθέσεις στην Αθήνα.
Η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τον τίτλο "Πορφυρό νερό", δημοσιεύτηκε το 2009. Ακολούθησε η δεύτερή της συλλογή, "Από σιωπή...", η οποία δημοσιεύτηκε το 2011.  Η "Η τελειότητα της απόστασης" είναι η τρίτη της συλλογή. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά και τα βουλγαρικά. Υπήρξε μέλος κριτικής επιτροπής σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και επιμελήτρια του θεατρικού έργου "Υπατία". Είναι μέλος του Ομίλου για την Unesco Τεχνών, Λόγου και Επιστημών Ελλάδος και της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Διδάσκει ζωγραφική σε σχολεία στην Αθήνα.



Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: