Η Μεταφορά του Συμμαχικού Ταμείου και Το Οικοδομικό Πρόγραμμα του Περικλή



Η ανατολική πρόσοψη των Προπυλαίων της Ακρόπολης.
 Από τη Δήλο στην Αθήνα. 
   Μετά το τέλος των Περσικών Πολέμων η Αθήνα, αν και κατεστραμμένη, βρέθηκε να είναι η πιο ισχυρή από όλες τις ελληνικές πόλεις. 

   Αυτό το χρωστούσε κυρίως στο ναυτικό της, που είχε παίξει καθοριστικό ρόλο για τη νίκη των Ελλήνων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας τον Σεπτέμβριο του 480 π.Χ., η οποία ανάγκασε τον Ξέρξη να επιστρέψει ντροπιασμένος στην Περσία. 

   Τον επόμενο χρόνο στη μάχη των Πλαταιών ηττήθηκε οριστικά ο περσικός στρατός που είχε μείνει στην Ελλάδα με αρχηγό τον Μαρδόνιο. 

   Δύο χρόνια αργότερα οι Αθηναίοι τέθηκαν επικεφαλής μιας μεγάλης συμμαχίας ελληνικών πόλεων, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου και τη Μικρά Ασία· η συμμαχία συνέχισε τον πόλεμο εναντίον των Περσών, μεταφέροντάς τον στα μικρασιατικά παράλια και στην ανατολική Μεσόγειο, έχοντας ως διακηρυγμένο στόχο να εξαλείψει οριστικά την περσική απειλή. 
   Κέντρο της συμμαχίας ήταν η Δήλος, το μικρό νησί των Κυκλάδων στο κέντρο του Αιγαίου, όπου βρισκόταν το σημαντικότερο ιερό των Ιώνων. Εκεί βρισκόταν το κοινό ταμείο της συμμαχίας, δηλαδή τα χρήματα που συνεισέφεραν κάθε χρόνο οι σύμμαχοι για την κοινή πολεμική προσπάθεια. Η ηγεσία της συμμαχίας ανήκε όμως αναμφισβήτητα στους Αθηναίους, οι οποίοι αποφάσιζαν και διεξήγαν τις πολεμικές επιχειρήσεις όλο και περισσότερο μόνοι τους, χωρίς τη συμβολή των υπόλοιπων συμμάχων. 
   Το 454 π.Χ. οι Αθηναίοι πήραν την απόφαση να μεταφέρουν το ταμείο της συμμαχίας στην πόλη τους, κάτι που τους έδινε τη δυνατότητα να διαχειρίζονται τα χρήματα χωρίς να χρειάζεται να δίνουν λογαριασμό στους συμμάχους. Έτσι η συμμαχία μετατράπηκε σε ηγεμονία, καθώς η χρηματική συμβολή που κατέβαλλαν οι σύμμαχοι στο κοινό ταμείο μετατράπηκε σε φόρο που ήταν πλέον υποχρεωμένοι να πληρώνουν στην Αθήνα.

   Καθοριστική για τη μεταφορά του συμμαχικού ταμείου στην Αθήνα ήταν η παρέμβαση του Περικλή, ο οποίος έπεισε τους Αθηναίους να χρησιμοποιήσουν το κεφάλαιο που είχε συγκεντρωθεί, και μπορούσαν πλέον να το διαχειρίζονται ελεύθερα, για να υλοποιήσουν ένα εξαιρετικά φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα. 
   
   Η πρώτη και σημαντικότερη απόφαση ήταν να αναδιαμορφώσουν το σημαντικότερο ιερό της πόλης, την Ακρόπολη, που την είχαν πυρπολήσει οι Πέρσες το 480 π.Χ., και να κατασκευάσουν νέους ναούς στη θέση των κατεστραμμένων, με πρώτο τον μεγάλο εκατόμπεδο ναό της Αθηνάς, ο οποίος χτιζόταν ακόμη όταν ο στρατός του Ξέρξη κατέλαβε την Αθήνα και έκαψε την Ακρόπολη. 
   Τους ταλαιπωρημένους από τη φωτιά σφονδύλους των κιόνων του ναού αυτού τους εντοίχισαν οι Αθηναίοι στο βόρειο τείχος της Ακρόπολης, ώστε βλέποντάς τους να θυμούνται τη βεβήλωση που είχε υποστεί το ιερό της Αθηνάς. 


   Με τα χρήματα που είχαν πλέον στη 
διάθεσή τους θέλησαν να ανεγείρουν στην 
ίδια θέση έναν μεγαλύτερο και λαμπρότερο ναό για τη θεά, αυτόν που ονομάζουμε 
σήμερα Παρθενώνα. 
   Πόση σημασία απέδιδαν οι Αθηναίοι στις νίκες τους εναντίον των Περσών, ιδιαίτερα μάλιστα στον Μαραθώνα, όπου πολέμησαν μόνοι, χωρίς βοήθεια από τους άλλους Έλληνες, φαίνεται από το γεγονός ότι αφιέρωσαν στην Ακρόπολη σχεδόν 40 χρόνια μετά τη μάχη, γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα, ένα τεράστιο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς (είχε ύψος 9 m μαζί με τη βάση), έργο του Φειδία. 

   Το άγαλμα αυτό, σύμφωνα με την επιγραφή που το συνόδευε, είχε γίνει με το δέκατο από τα λάφυρα της μάχης του Μαραθώνα. 
   Η θεά εικονιζόταν όρθια με κράνος, ασπίδα και δόρυ.    
   Το λοφίο του κράνους και η αιχμή του δόρατος του αγάλματος φαίνονταν από το Σούνιο, όταν η ατμόσφαιρα ήταν διαυγής.

   Ο Φειδίας, ο δημιουργός του αγάλματος, συνεργάστηκε στενά με τους αρχιτέκτονες του Παρθενώνα, τον Ικτίνο και τον Καλλικράτη, για τον σχεδιασμό του. Επιβεβαιώνεται έτσι έμμεσα η πληροφορία του Πλουτάρχου για τον σημαντικό ρόλο που έπαιξε ο Φειδίας στην ανέγερση των μνημείων της Ακρόπολης. 
   Στο εσωτερικό του σηκού, που είχε είσοδο από τα ανατολικά, υπήρχε μια δίτονη (δηλαδή διώροφη) δωρική κιονοστοιχία σε σχήμα Π, η οποία περιέβαλε το άγαλμα της Αθηνάς. 
   Η κιονοστοιχία λειτουργεί ως αρχιτεκτονικό πλαίσιο για το άγαλμα, διαρθρώνοντας κατάλληλα το ευρύχωρο εσωτερικό του ναού. 
   Πίσω από τον σηκό υπήρχε ένας εξίσου πλατύς αλλά λιγότερο βαθύς χώρος (οπισθόδομος) με είσοδο από τη δυτική πλευρά, του οποίου η οροφή στηριζόταν σε τέσσερις ιωνικούς κίονες. Ένας αντίστοιχος οπισθόδομος υπήρχε ήδη στον Προπαρθενώνα. 
   Ο χώρος αυτός ήταν ιδιαίτερα σημαντικός, γιατί εκεί φυλάσσονταν τα ιερά σκεύη, αλλά και η περιουσία της Αθηνάς, που δεν ήταν άλλη από το κρατικό ταμείο της Αθήνας, το κυριότερο έσοδο του οποίου ήταν τα χρήματα από τον φόρο που πλήρωναν οι σύμμαχοι μετά τη μεταφορά του ταμείου της συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα το 454 π.Χ. 
   Η ονομασία Παρθενών (από το επίθετο της Αθηνάς Παρθένου), που αργότερα χρησιμοποιήθηκε για ολόκληρο το κτήριο, παραδίδεται αρχικά μόνο για τον χώρο πίσω από τον σηκό. Τη λειτουργία αυτή την επιβεβαιώνει η ενισχυμένη θύρα του χώρου και το γεγονός ότι μπροστά από την είσοδό του, ανάμεσα στις παραστάδες και τους κίονες του οπισθοδόμου, είχε τοποθετηθεί, όπως και στον πρόναο, ισχυρό κιγκλίδωμα. 
   Ο Παρθενώνας ήταν επομένως από την αρχή όχι μόνο ιερό κτήριο αφιερωμένο στην Αθηνά, αλλά και θησαυροφυλάκιο της πόλης. 
 Άλλωστε το ίδιο το άγαλμα της θεάς ήταν τμήμα της δημόσιας περιουσίας, αφού το χρυσάφι που είχε επάνω του μπορούσε να αφαιρεθεί και να χρησιμοποιηθεί σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.


Βόρεια Ζωφόρος, Λίθος 6
  
   Η μελέτη της αρχιτεκτονικής του Παρθενώνα έδειξε με πόση επιμέλεια και ακρίβεια σχεδιάστηκε και πόσο υψηλή είναι η ποιότητα της κατασκευής του. 

Τα ενδιαφέροντα στοιχεία που προέκυψαν από τις λεπτομερείς μετρήσεις, όπως η ελαφρά κύρτωση του στυλοβάτη και η ανεπαίσθητη σύγκλιση των κιόνων, δείχνουν ότι οι αρχιτέκτονες υπολόγισαν προσεκτικά τις διορθώσεις που ήταν αναγκαίες, ώστε η οπτική εικόνα του κτηρίου να είναι απόλυτα αρμονική.
Το ίδιο σημαντικός με την αρχιτεκτονική είναι ο ασυνήθιστα πλούσιος γλυπτός διάκοσμος του Παρθενώνα, που με την εξαιρετική πολυμορφία του και την ποιότητά του φανερώνει την πρόθεση των Αθηναίων να αποτυπώσουν στο μνημείο αυτό τη λαμπρότερη δυνατή εικόνα της πόλης τους, ακολουθώντας, όπως μαθαίνουμε από τον Πλούταρχο, την πρόταση του Περικλή. 


   Εκτός από τις συνθέσεις των δύο αετωμάτων, που αποτελούνται από ολόγλυφα αγάλματα υπερφυσικού μεγέθους, και τα ανάγλυφα που κοσμούν τις 92 συνολικά μετόπες στις τέσσερις πλευρές του κτηρίου επάνω από τις κιονοστοιχίες, υπάρχει και μία μοναδική για δωρικό ναό ανάγλυφη ζωφόρος ύψους 1,06 m και με συνολικό μήκος περίπου 160 m, η οποία περιτρέχει εξωτερικά τους τοίχους του σηκού, τον πρόναο και τον οπισθόδομο.


   Έχουμε τη δυνατότητα να χρονολογήσουμε με μεγάλη ακρίβεια την πορεία των εργασιών για την ανέγερση του Παρθενώνα, γιατί στην Ακρόπολη βρέθηκαν επιγραφές, στις οποίες είναι χαραγμένοι οι οικονομικοί απολογισμοί των δεκαμελών επιτροπών που όριζε κάθε χρόνο η Εκκλησία του Δήμου για να παρακολουθούν την πορεία των έργων και να ελέγχουν τις δαπάνες. 

   Έτσι μαθαίνουμε ότι οι εργασίες διήρκεσαν από το 447 ως το 432 π.Χ.· πληροφορούμαστε επίσης ότι το 442 είχαν ήδη στηθεί οι κίονες του πτερού και ο θριγκός, ότι ο ναός στεγάστηκε το 437, οπότε τοποθετήθηκε μέσα το άγαλμα της Αθηνάς, και ότι τα γλυπτά των αετωμάτων τοποθετήθηκαν το 432. 
   
Αυτό σημαίνει ότι οι μετόπες ήταν έτοιμες το 442, η ζωφόρος ολοκληρώθηκε πριν από το 437, ενώ τα γλυπτά των αετωμάτων, που δεν ήταν δομικά στοιχεία του ναού, κατασκευάστηκαν τελευταία. 


   Το γεγονός ότι γνωρίζουμε πότε ακριβώς τοποθετήθηκαν στον ναό τα διάφορα τμήματα του γλυπτού διακόσμου μάς επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της τεχνοτροπίας: οι μετόπες, τα πρώτα γλυπτά που αποπερατώθηκαν, έχουν ακόμη στοιχεία του «αυστηρού ρυθμού», δείχνοντας μια προτίμηση στις λείες επιφάνειες και στα βαριά ρούχα που καλύπτουν το ανθρώπινο σώμα με τις πτυχώσεις τους· στη ζωφόρο το πλάσιμο των μορφών φαίνεται πιο μαλακό και τα υφάσματα λεπτότερα· τέλος στα αετώματα, που έγιναν τελευταία, η διαμόρφωση των σωμάτων διακρίνεται μέσα από τα πλούσια πτυχωμένα ενδύματα, που σε ορισμένα σημεία μοιάζουν να κολλούν σαν βρεγμένα επάνω στην επιδερμίδα. 



   Αυτά είναι τα πρώτα δείγματα του λεγόμενου «πλούσιου ρυθμού» που θα επικρατήσει στην τελευταία τριακονταετία του 5ου αιώνα π.Χ.

Στα αετώματα και τις μετόπες εικονίζονται θέματα παρμένα από τη μυθολογία. Οι παραστάσεις των μετοπών κάθε πλευράς έχουν ενιαίο θέμα. Βλέπουμε έτσι σκηνές από τέσσερις πολύ γνωστές μυθικές μάχες: 
   
(1) στην ανατολική πλευρά τη Γιγαντομαχία, δηλαδή τη μάχη των θεών του Ολύμπου εναντίον των Γιγάντων· 

(2) στη βόρεια πλευρά την Ιλίου Πέρσιν, δηλαδή την άλωση της Τροίας· 

(3) στη δυτική πλευρά την αττική Αμαζονομαχία, με άλλα λόγια την προσπάθεια των Αμαζόνων να καταλάβουν την Ακρόπολη, την οποία απέκρουσαν με επιτυχία οι Αθηναίοι· 

(4) στη νότια πλευρά τη θεσσαλική Κενταυρομαχία, τη μάχη των Λαπιθών και των Κενταύρων στους γάμους του Πειρίθου με τη συμμετοχή του Θησέα, για την οποία μιλήσαμε με αφορμή το δυτικό αέτωμα του ναού του Δία στην Ολυμπία. 


Μάχη των Λαπιθών και των Κενταύρων 
στους γάμους 

του Πειρίθου με τη συμμετοχή του Θησέα, 

για την οποία 

μιλήσαμε με αφορμή το δυτικό αέτωμα του ναού ..
   Οι μάχες αυτές έχουν συμβολική σημασία, αφού δείχνουν τις δυνάμεις της έννομης τάξης (τους θεούς του Ολύμπου) και του ανθρώπινου πολιτισμού (τους Λαπίθες) να νικούν τις δυνάμεις του χάους (τους Γίγαντες) και της άγριας φύσης (τους Κενταύρους) και τους Έλληνες να νικούν τους βαρβάρους (τους Τρώες και τις Αμαζόνες). 
   Το ανατολικό αέτωμα έδειχνε τη γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Δία. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Δίας είχε αφήσει έγκυο την κόρη του Ωκεανού Μήτιν (που το όνομά της σημαίνει "σύνεση")· επειδή όμως, σύμφωνα με έναν χρησμό της Γης, μετά την κόρη που είχε ήδη στην κοιλιά της θα γεννούσε έναν γιο που θα γινόταν κυρίαρχος του ουρανού, την κατάπιε. 
   Όταν έφτασε ο χρόνος να γεννηθεί η κόρη, ο Ήφαιστος χτύπησε το κεφάλι του Δία με το τσεκούρι του και από μέσα βγήκε η Αθηνά οπλισμένη. Το δυτικό αέτωμα έδειχνε τη διαμάχη της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την κατοχή της Αττικής, την οποία είχε κερδίσει η Αθηνά, χαρίζοντας στους Αθηναίους μια ελιά, δώρο που θεώρησαν σημαντικότερο από την πηγή νερού που τους χάρισε ο Ποσειδώνας.

Πομπή Παναθηναίων
   Η ανάγλυφη ζωφόρος δεν έχει μυθολογικό θέμα, αλλά αποτυπώνει με τρόπο συμβολικό τη μεγάλη πομπή που οργάνωναν οι Αθηναίοι στα Παναθήναια, τη σημαντικότερη γιορτή της Αθηνάς: ξεκινώντας από τον Κεραμεικό, ανέβαιναν στην Ακρόπολη για να προσφέρουν στη θεά μια πλούσια θυσία με πολυάριθμες αγελάδες και πρόβατα καθώς και έναν πολυτελή πέπλο με την παράσταση της Γιγαντομαχίας. 
   
   Η απεικόνιση της πομπής των Παναθηναίων στη ζωφόρο του Παρθενώνα αρχίζει από τη νοτιοδυτική γωνία και, ακολουθώντας δύο παράλληλες πορείες, κατά μήκος της νότιας και της βόρειας πλευράς, καταλήγει στην ανατολική πλευρά, όπου βλέπουμε την τελετή παράδοσης του πέπλου. 
   Στο μέσο της ανατολικής πλευράς, επάνω από την κύρια είσοδο του ναού, εικονίζονται καθιστοί (και επομένως μεγαλύτεροι από τους όρθιους θνητούς) οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου· κοντά σε αυτούς εικονίζονται όρθιοι οι επώνυμοι ήρωες των δέκα φυλών που δημιούργησε στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ. με την πολιτική του μεταρρύθμιση ο Κλεισθένης και βεβαίως η παράδοση του πέπλου. 
   Η παράσταση της ζωφόρου συνδέει τον κόσμο των ανθρώπων με τον κόσμο των θεών και έχει θρησκευτικό και ταυτόχρονα πολιτικό περιεχόμενο. Ιδιαίτερη σημασία έχει η παρατήρηση του Luigi Beschi ότι τα δύο τμήματα της πομπής, είναι οργανωμένα με διαφορετικό τρόπο: στη νότια πλευρά οι συμμετέχοντες ομαδοποιούνται ανά δέκα, ενώ στη βόρεια ανά τέσσερις. 

   Από τη διάταξη αυτή μπορούμε να συμπεράνουμε ότι στη βόρεια πλευρά αποτυπώνεται η πατροπαράδοτη διαίρεση σε τέσσερις φυλές, που ήταν κοινή για όλους τους Ίωνες, ενώ στη δεύτερη η αναδιοργάνωση της πόλης από τον Κλεισθένη, στα χρόνια μετά το 509 π.Χ., με τη δημιουργία δέκα νέων φυλών, η οποία αποτέλεσε τη βάση για την εδραίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος. 
   Τα εικονιζόμενα πρόσωπα είναι ιερείς, άρχοντες, μουσικοί με αυλούς και κιθάρες, νέοι έφιπποι και επάνω σε άρματα, άλλοι που οδηγούν τα ζώα της θυσίας και κουβαλούν υδρίες με νερό, νεαρές γυναίκες κανηφόροι(που κουβαλούν καλάθια με τα απαραίτητα για τη θυσία) και αρρηφόροι (νεαρά κορίτσια καλών οικογενειών που υπηρετούσαν για ένα διάστημα την Αθηνά), γέροντες θαλλοφόροι (που κρατούν κλαδιά με φύλλα) και άλλοι πολίτες που η ιδιότητά τους δεν μπορεί να προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Μπορούμε επομένως να πούμε ότι στη ζωφόρο του Παρθενώνα εμφανίζονται όλοι όσοι συμμετείχαν στην πομπή των Παναθηναίων.

βρετανικό μουσείο Ανατολική πλευρά

        Εκτός από την ανοικοδόμηση και τη νέα διαμόρφωση της Ακρόπολης, το οικοδομικό πρόγραμμα του Περικλή περιελάμβανε την κατασκευή και άλλων ναών σε ιερά της Αττικής, ενός νέου τελεστηρίου για την τέλεση των Μυστηρίων της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα, ένα στεγασμένο ὠδεῖον δίπλα στο Διονυσιακό θέατρο, στους νότιους πρόποδες της Ακρόπολης, για τις μουσικές εκδηλώσεις, καθώς και άλλα δημόσια κτήρια. 

 Η Ακρόπολη της Αθήνας, όπως ήταν τον 2ο αι. μ.Χ. 

Τα περισσότερα κτίσματα ανάγονται στο δεύτερο μισό

του 5ου αι. π.Χ. Γύψινη μακέτα.

   Προβλεπόταν επίσης η κατασκευή μεγάλων και πολυδάπανων αγαλμάτων των θεών, την πρώτη θέση ανάμεσα στα οποία είχε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς, έργο του Φειδία, που στήθηκε μέσα στον Παρθενώνα. 
   Σκοπός του σχεδίου αυτού δεν ήταν μόνο να στολίσει την Αθήνα και να προβάλει τη δύναμή της κάνοντάς την τη λαμπρότερη πόλη της Ελλάδας, αλλά και να δώσει δουλειά στους τεχνίτες, τους επαγγελματίες και τους εργάτες της πόλης και να την καταστήσει κέντρο των τεχνών. 
   Έτσι. η Αθήνα απέκτησε τα μνημεία για τα οποία είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο ακόμη και σήμερα.

   Στην πρόταση του Περικλή για την κατασκευή μεγάλων και πολυτελών δημόσιων κτηρίων αντιτάχθηκαν με μένος οι πολιτικοί του αντίπαλοι, που ανήκαν στην αριστοκρατική παράταξη. Υποστήριζαν ότι ήταν δείγμα αλαζονείας και προσβολή απέναντι στις συμμαχικές πόλεις, που πλήρωναν για τη συνέχιση του πολέμου κατά των Περσών, να δαπανούν οι Αθηναίοι τα χρήματά τους για να λαμπρύνουν την πόλη τους με πολυτελείς κατασκευές, προβάλλοντας με αυτό τον τρόπο τη δύναμη και τον πλούτο που είχαν αποκτήσει με τη συνδρομή των συμμάχων τους. 


   Ο Πλούταρχος (Περικλής 12-13) στη βιογραφία του Περικλή μάς παραδίδει τη συζήτηση που έγινε στις συνελεύσεις και τα επιχειρήματα που ακούστηκαν από τις δύο πλευρές και μας δίνει ταυτόχρονα πληροφορίες για την κατασκευή των πιο σημαντικών από τα οικοδομήματα του προγράμματος:

«Όμως εκείνο που ευχαρίστησε περισσότερο τους Αθηναίους και στόλισε την πόλη τους κάνοντας τους υπόλοιπους ανθρώπους να εντυπωσιαστούν πάρα πολύ —και που παραμένει η μόνη χειροπιαστή μαρτυρία ότι δεν είναι ψέμα η δύναμη εκείνη που λέγεται πως είχε κάποτε η Ελλάδα ούτε η παλαιά της ευδαιμονία— ήταν η κατασκευή των μνημείων που ήταν αφιερωμένα στους θεούς.

Από όλα τα έργα της πολιτικής του Περικλή αυτό ήταν που φθονούσαν περισσότερο οι εχθροί του· φώναζαν λοιπόν στις συνελεύσεις κατηγορώντας ότι ντροπιάζεται και κακολογείται ο λαός, επειδή μετέφερε στη δική του πόλη από τη Δήλο τα χρήματα των Ελλήνων, τη στιγμή που το καλύτερο επιχείρημα που θα μπορούσαν να αντιτάξουν, ότι δηλαδή πήραν τα κοινά χρήματα για να τα φυλάξουν σε ασφαλές μέρος επειδή φοβούνταν τους βαρβάρους, τους το στέρησε ο Περικλής, έτσι ώστε η Ελλάδα να δίνει την εντύπωση ότι υφίσταται μια βάναυση προσβολή και μιαν απροκάλυπτη τυραννία, καθώς βλέπει πως με τα χρήματα που είναι υποχρεωμένη να συνεισφέρει για τον πόλεμο εμείς στολίζουμε με χρυσάφι και λαμπρύνουμε την πόλη μας, σαν μια φιλάρεσκη γυναίκα, καλλωπίζοντάς την με πολύτιμες πέτρες και με αγάλματα και με πολυδάπανους ναούς.
Ο Περικλής όμως ανέπτυσσε στον λαό την άποψη ότι δεν υπάρχει λόγος να δίνουν λογαριασμό στους συμμάχους για τα χρήματα, όταν αυτοί πολεμούν για να τους υπερασπίζονται και κρατούν μακριά τους βαρβάρους, τη στιγμή που εκείνοι δεν συνεισφέρουν ούτε άλογο, ούτε πλοίο, ούτε στρατιώτη, παρά μόνο χρήματα.

Τα χρήματα αυτά δεν ανήκουν σε αυτούς που τα δίνουν, αλλά σε αυτούς που τα παίρνουν, εφόσον παρέχουν τις υπηρεσίες για τις οποίες τα έλαβαν. Αφού λοιπόν η πόλη είναι πλέον εφοδιασμένη με όλα όσα χρειάζεται για τον πόλεμο, πρέπει να δαπανά τα έσοδα της για τα έργα αυτά, που θα της φέρουν δόξα αθάνατη όταν τελειώσουν, ενώ όσο κατασκευάζονται θα διατηρούν την ευημερία, καθώς θα φέρουν πολλές και διάφορες δουλειές και θα δημιουργήσουν ποικίλες ανάγκες, οι οποίες θα αναζωογονήσουν όλα τα επαγγέλματα και θα κινητοποιήσουν όλες τις παραγωγικές δυνάμεις, παρέχοντας αμειβόμενη εργασία σε ολόκληρη την πόλη, η οποία θα καταφέρει έτσι από μόνη της να στολίζεται και ταυτόχρονα να τρέφεται.
Σε όσους είχαν την κατάλληλη ηλικία και σωματική δύναμη οι εκστρατείες έδιναν την ευκαιρία να ωφεληθούν οικονομικά από το δημόσιο ταμείο. Επειδή όμως ο Περικλής δεν ήθελε το πλήθος των μεροκαματιάρηδων που δεν υπηρετούσε στο στρατό να μένει χωρίς εισόδημα, ούτε όμως και να πληρώνεται χωρίς να εργάζεται, πρότεινε με αποφασιστικότητα στον λαό την ανάληψη μεγάλων κατασκευών και τον σχεδιασμό πολύπλοκων και μακροπρόθεσμων έργων, ώστε να μπορούν όσοι έμεναν στην πόλη να ωφελούνται και να έχουν μερίδιο από τη δημόσια περιουσία.

Πρώτες ύλες των έργων αυτών ήταν η πέτρα, ο χαλκός, το ελεφαντόδοντο, ο χρυσός, ο έβενος, το κυπαρίσσι· υπήρχαν επίσης οι επαγγελματίες που ήξεραν να τις κατεργάζονται (χτίστες, πηλοπλάστες, χαλκουργοί, λιθοξόοι, βαφείς, χρυσοχόοι, τεχνίτες ελεφαντοστού, ζωγράφοι, διακοσμητές, γλύπτες) και εκείνοι που μπορούσαν να τις στείλουν και να τις μεταφέρουν στη θάλασσα (έμποροι, ναύτες και κυβερνήτες) και στη στεριά (αμαξοποιοί και ζευγίτες και αμαξάδες και σχοινοποιοί και λιναράδες και δερματάδες και οδοποιοί και μεταλλουργοί).

Όπως λοιπόν ο στρατηγός έχει το στράτευμά του, έτσι κάθε επάγγελμα διέθετε ένα οργανωμένο πλήθος τεχνιτών και εργατών, το οποίο γινόταν η συγκροτημένη ομάδα και το σώμα που το υπηρετούσε. Έτσι μπορεί να πει κανείς ότι οι ανάγκες μοίραζαν και διέχεαν την ευημερία σε όλες τις ηλικίες και τις τάξεις.»

Τα μνημεία λοιπόν υψώνονταν και είχαν επιβλητικό μέγεθος και απαράμιλλη ομορφιά και χάρη, καθώς οι τεχνίτες συναγωνίζονταν μεταξύ τους να κάνουν όσο μπορούσαν ωραιότερα τα δημιουργήματά τους. 
   Αλλά το πιο εκπληκτικό από όλα ήταν η ταχύτητα της εκτέλεσης. Γιατί αυτά τα έργα, που το καθένα τους φαινόταν ότι θα χρειαζόταν πολλές γενιές για να ολοκληρωθεί, τελείωσαν όλα στη διάρκεια της πολιτικής σταδιοδρομίας ενός ανθρώπου. Λένε ότι όταν κάποτε ο Αγάθαρχος περηφανευόταν επειδή έφτιαχνε τις ζωγραφιστές μορφές του γρήγορα και χωρίς κόπο άκουσε τον Ζεύξη να του λέει: «Εγώ όμως χρειάζομαι πολύν χρόνο. 
   Πραγματικά η ευχέρεια και η ταχύτητα στην εκτέλεση δεν προσδίδει σε ένα έργο επιβλητικότητα μόνιμη ούτε τέλεια ομορφιά· ο χρόνος που επενδύει ο καλλιτέχνης για την κατασκευή του μαζί με την προσπάθεια είναι το στοιχείο που χαρίζει στο δημιούργημα διάρκεια και δύναμη. Αυτός είναι ακριβώς ο λόγος που κάνει τα έργα του Περικλή τόσο θαυμαστά, ότι κατασκευάστηκαν σε σύντομο διάστημα για να διαρκέσουν στον χρόνο. 
   Πραγματικά το καθένα τους ήδη από τότε ήταν σαν αρχαίο, όμως η λαμπρή του όψη το κάνει να μοιάζει ακόμη και σήμερα καινούργιο και φρεσκοτελειωμένο. Έτσι τα έργα αποπνέουν μια νεότητα που διατηρεί την όψη τους ανέπαφη από τον χρόνο, σαν να έχουν κρατήσει μέσα τους μιαν αειθαλή φρεσκάδα και μιαν αγέραστη ψυχή.

   Όλα τα διηύθυνε και όλα τα παρακολουθούσε για λογαριασμό του ο Φειδίας, παρόλο που τα έργα είχαν δοθεί σε μεγάλους αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες. 
   Έτσι τον εκατόμπεδο Παρθενώνα τον κατασκεύασαν ο Καλλικράτης και ο Ικτίνος. 
   Το τελεστήριο της Ελευσίνας άρχισε να το χτίζει ο Κόροιβος, που έστησε τους κίονες στο δάπεδο και τους ένωσε με τα επιστύλια. Όταν εκείνος πέθανε, ο Μεταγένης από την Ξυπετή τοποθέτησε το διάζωμα και τους επάνω κίονες, ενώ το οπαίο επάνω από το ανάκτορο το ολοκλήρωσε ο Ξενοκλής από τον Χολαργό. 
   Όσο για το Μακρό Τείχος, που ο Σωκράτης λέει ότι άκουσε ο ίδιος τον Περικλή να εισηγείται την κατασκευή του, αυτό ανέλαβε να το χτίσει ο Καλλικράτης. […]

   Το Ωδείο, που η εσωτερική του διάταξη περιλαμβάνει πολλά έδρανα και πολλούς στύλους, ενώ η στέγη του είναι επικλινής και κατωφερική και καταλήγει σε ένα κορυφαίο σημείο, λέγεται ότι μοιάζει με τη σκηνή του βασιλιά [Ξέρξη] και ότι έγινε κατά το πρότυπό της. […]

   Τα Προπύλαια της Ακρόπολης οικοδομήθηκαν σε μια πενταετία με αρχιτέκτονα τον Μνησικλή, ενώ ένα παράδοξο τυχαίο περιστατικό, που συνέβη όσο χτίζονταν, απέδειξε ότι η θεά [Αθηνά] όχι μόνο δεν αδιαφορούσε, αλλά συνεργαζόταν και βοηθούσε να τελειώσει το έργο. Ο πιο εργατικός και πρόθυμος τεχνίτης γλίστρησε και έπεσε από ψηλά και βρισκόταν σε κακή κατάσταση, τόσο που οι γιατροί προεξοφλούσαν το τέλος του. Καθώς λοιπόν ο Περικλής ήταν στενοχωρημένος, η θεά εμφανίστηκε στο όνειρό του και διέταξε μια θεραπεία, που εφαρμόζοντάς την ο Περικλής γιάτρεψε γρήγορα και εύκολα τον άνθρωπο. Γι᾽ αυτό και έστησε χάλκινο άγαλμα της Υγείας Αθηνάς στην Ακρόπολη κοντά στο βωμό που υπήρχε, όπως λένε, από παλιότερα.»





   Τα έργα του προγράμματος του Περικλή αποτελούν σταθμό για την αρχαία ελληνική τέχνη όχι μόνο επειδή άνοιξαν νέους δρόμους και αποτέλεσαν πρότυπα για τη μετέπειτα καλλιτεχνική δημιουργία, αλλά και επειδή σε αυτά συνεργάστηκαν ή μαθήτευσαν καλλιτέχνες από όλη την Ελλάδα, οι οποίοι διέδωσαν στη συνέχεια παντού τις εμπειρίες που απέκτησαν. 
   Τα μεγάλα έργα της Αθήνας (που κατασκευάστηκαν από το 450 ως το 405 π.Χ.) είναι η κύρια αιτία για την οποία οι τέχνες γνώρισαν εξαιρετική άνθηση στην Ελλάδα το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.  Στα χρόνια αυτά διαμορφώθηκε μια νέα αισθητική και αναπτύχθηκαν δυναμικές τεχνοτροπικές τάσεις, οι οποίες γρήγορα εξαπλώθηκαν δίνοντας νέα πνοή στις τέχνες. Είναι επομένως σκόπιμο να αναφέρουμε τα πιο σημαντικά από τα έργα αυτά.
   Η μελέτη της αρχιτεκτονικής του Παρθενώνα έδειξε με πόση επιμέλεια και ακρίβεια σχεδιάστηκε και πόσο υψηλή είναι η ποιότητα της κατασκευής του. Τα ενδιαφέροντα στοιχεία που προέκυψαν από τις λεπτομερείς μετρήσεις, όπως η ελαφρά κύρτωση του στυλοβάτη και η ανεπαίσθητη σύγκλιση των κιόνων, δείχνουν ότι οι αρχιτέκτονες υπολόγισαν προσεκτικά τις διορθώσεις που ήταν αναγκαίες, ώστε η οπτική εικόνα του κτηρίου να είναι απόλυτα αρμονική.


Τα Προπύλαια της Ακρόπολης,
έργο του αρχιτέκτονα Μνησικλή, 437-432 π.Χ. (κάτοψη)
   Στην Ακρόπολη, εκτός από τον Παρθενώνα, κατασκευάστηκε μια νέα μνημειακή είσοδος στη δυτική πλευρά, τα Προπύλαια, με σχέδιο του αρχιτέκτονα Μνησικλή στα χρόνια 437-432 π.Χ.  

   Το κτήριο έχει δύο προσόψεις δωρικού ρυθμού στην ανατολική και τη δυτική πλευρά με πλάτος λίγο μεγαλύτερο από 18 m. 
   Κοντά στην ανατολική πρόσοψη και σε απόσταση 15,25 m από τη δυτική υπάρχει εγκάρσιος τοίχος με πέντε πύλες, από τις οποίες η κεντρική έχει πλάτος 4 m· από εκεί περνούσαν τα αμάξια, οι ιππείς καθώς και τα ζώα που οδηγούνταν στην Ακρόπολη για να θυσιαστούν. 

   Οι στενότερες πλαϊνές είσοδοι βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο και προορίζονταν για όσους ανέβαιναν πεζοί στην Ακρόπολη. Εξαιτίας της κλίσης του εδάφους η δυτική πρόσοψη βρίσκεται χαμηλότερα από την ανατολική. 
   Ο στεγασμένος χώρος ανάμεσα στις προσόψεις έχει μνημειακή διαμόρφωση με δύο σειρές από τρεις ψηλούς ιωνικούς κίονες, που στηρίζουν την οροφή από μαρμάρινες πλάκες με φατνώματα. 
   Στη βόρεια πτέρυγα των Προπυλαίων (αριστερά ανεβαίνοντας) υπάρχει μια μεγάλη αίθουσα με προστώο και δύο παράθυρα δεξιά και αριστερά από την είσοδο. Εκεί ήταν εκτεθειμένοι σημαντικοί πίνακες ζωγραφικής και γι᾽ αυτό η αίθουσα είναι γνωστή ως Πινακοθήκη. 
   Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, που ξέσπασε το 431 π.Χ., είναι πιθανότατα η αιτία για την οποία οι εργασίες στα Προπύλαια δεν ολοκληρώθηκαν, με αποτέλεσμα η νότια πτέρυγα να παραμείνει αδιαμόρφωτη. Μια σαφής ένδειξη ότι το έργο διακόπηκε πριν τελειώσει είναι ότι οι λίθοι στους τοίχους διατηρούν ακόμη τους αγκώνες ανύψωσης.

   Το οικοδομικό πρόγραμμα της Ακρόπολης περιελάμβανε ακόμη δύο ναούς, τον ναό της Αθηνάς Νίκης και το Ερεχθείο, των οποίων όμως η κατασκευή αναβλήθηκε λόγω του πολέμου. Οι εργασίες επαναλήφθηκαν μετά την ειρήνη του Νικία το 421 π.Χ. 




      Τα γλυπτά του Παρθενώνα δεν σώζονται δυστυχώς ακέραια, γιατί υπέστησαν, όπως και ο ίδιος ο ναός, διάφορες καταστροφές στη διάρκεια των αιώνων. Όταν οι χριστιανοί μετέτρεψαν τον ναό σε εκκλησία, τον 5ο ή τον 6ο αιώνα μ.Χ., απολάξευσαν τις ανάγλυφες παραστάσεις των μετοπών σε όλες τις πλευρές εκτός από τη νότια, η οποία βρισκόταν πολύ κοντά στο νότιο τείχος της Ακρόπολης και ήταν επομένως λιγότερο ορατή και προσιτή από τις άλλες τρεις. 
   Μόνο η τελευταία προς τα δυτικά μετόπη της βόρειας πλευράς, που δείχνει την Αθηνά και την Ήρα, τις δύο θεές που στον Τρωικό Πόλεμο υποστήριζαν με θέρμη τους Έλληνες, να συνομιλούν, η πρώτη όρθια και η δεύτερη καθιστή, έμεινε ανέπαφη. 
   Φαίνεται ότι οι χριστιανοί ερμήνευσαν την παράσταση ως απεικόνιση του Ευαγγελισμού. Οι αετωματικές συνθέσεις δεν ήταν εύκολο να καταστραφούν εξαιτίας του μεγέθους των αγαλμάτων και του μεγάλου ύψους στο οποίο βρίσκονταν. Παρ᾽ όλα αυτά αφανίστηκαν οι μορφές στο κέντρο του ανατολικού αετώματος, επειδή στο σημείο αυτό κατασκευάστηκε η απαραίτητη για την εκκλησία αψίδα του ιερού. Η ζωφόρος, που λόγω της θέσης της ψηλά στον τοίχο του σηκού και πολύ κοντά στον θριγκό δεν ήταν εύκολα ορατή, δεν απολαξεύτηκε.

   Τη μεγαλύτερη όμως καταστροφή την υπέστη ο Παρθενώνας το 1687, κατά την πολιορκία της τουρκοκρατούμενης Αθήνας από τον Βενετσιάνο στρατηγό Francesco Morosini
   Οι Τούρκοι είχαν αποθηκεύσει πυρίτιδα στο κτήριο, το οποίο είχε πλέον μετατραπεί σε τζαμί. Έτσι, όταν μια οβίδα από τα κανόνια των πολιορκητών έπεσε μέσα, η έκρηξη που ακολούθησε ανατίναξε όλο το κεντρικό τμήμα και έριξε στο έδαφος τις κεντρικές μορφές του δυτικού αετώματος που κομματιάστηκαν. 
   Ευτυχώς το 1674, λίγα χρόνια πριν από την καταστροφή, όλος ο σωζόμενος γλυπτός διάκοσμος του Παρθενώνα είχε αποτυπωθεί σε σχέδια. Η εργασία αυτή έγινε κατά παραγγελία του μαρκησίου de Nointel, πρεσβευτή της Γαλλίας στην Υψηλή Πύλη, που ταξίδεψε στην Αττική και στα νησιά του Αιγαίου με σκοπό να δει από κοντά τις ελληνικές αρχαιότητες και να εμπλουτίσει τη συλλογή του με όσες μπορούσε να πάρει μαζί του. 

Ο μαρκήσιος de Nointel θαύμασε τα γλυπτά του Παρθενώνα και, καθώς δεν είχε τον τρόπο να τα αποσπάσει και να τα μεταφέρει, ζήτησε να σχεδιαστούν όλα με τη σειρά και με κάθε λεπτομέρεια. Στην ακολουθία του μαρκησίου υπήρχαν δύο ζωγράφοι ικανοί να εκτελέσουν αυτή την εργασία: ο Γάλλος Jacques Carrey και ένας Φλαμανδός, που δεν γνωρίζουμε το όνομά του και που πέθανε πριν από το τέλος της αποστολής. Δημιουργός των σχεδίων φαίνεται ότι είναι ο δεύτερος, αν και αυτή συχνά αποδίδονται στον Carrey. Τα σχέδια, που σήμερα φυλάσσονται στην Bibliothèque Nationale στο Παρίσι, προσφέρουν ανεκτίμητη βοήθεια για τη μελέτη και την αποκατάσταση του Παρθενώνα και του γλυπτού του διακόσμου, ο οποίος δεν έμεινε τελικά στη θέση του.


Βρετανικό Μουσείο
   

        Στις αρχές του 19ου αιώνα ένας άλλος Ευρωπαίος διπλωμάτης, ο λόρδος Έλγιν, πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη, κατόρθωσε να πάρει από τον σουλτάνο την άδεια να αποσπάσει και να μεταφέρει στην πατρίδα του τα γλυπτά του Παρθενώνα και άλλα αρχαία έργα τέχνης από την Ακρόπολη. 
   Τη δύσκολη και επικίνδυνη αυτή εργασία ανέλαβε ένα συνεργείο Ιταλών τεχνιτών, που κατόρθωσε να κατεβάσει από το κτήριο ένα μεγάλο μέρος, αλλά όχι το σύνολο του γλυπτού διακόσμου. Τα έργα μεταφέρθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία και βρίσκονται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. 
   Τμήματα από τα γλυπτά του Παρθενώνα υπάρχουν επιπλέον διάσπαρτα σε πολλά μουσεία σε όλο τον κόσμο. Παρά τις δυσκολίες που δημιουργεί η αποσπασματική διατήρηση και η διασπορά των έργων, οι μακροχρόνιες και συστηματικές έρευνες πολλών αρχαιολόγων έχουν οδηγήσει σε μια γενικά αποδεκτή αποκατάσταση του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα με σχετικά λίγες διαφωνίες, κυρίως σχετικά με τις κεντρικές μορφές του ανατολικού αετώματος που καταστράφηκαν νωρίς.


Βρετανικό Μουσείο, Ζωφόροι


Λεπτομέρεια των γλυπτών της Ζωφόρου κάτω από το λονδρέζικο φως


Λεπτομέρεια των γλυπτών της Ζωφόρου κάτω από το λονδρέζικο φως

Το Λιοντάρι της Κνίδου στην είσοδο του Βρετανικού Μουσείου






  Scholeio.com    

Δεν υπάρχουν σχόλια: