Νεοπλατωνική Φιλοσοφία 1ο, Πλωτίνος, ''...πράξε όπως ο γλύπτης: αφαιρεί, ξύνει λειαίνει, καθαρίζει, μέχρι να φανεί η ομορφιά της μορφής

    


Με επίκεντρο αρχικά την Αλεξάνδρεια, οι νεοπλατωνιστές εργάστηκαν με στόχο να συνθέσουν τις διδασκαλίες του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Μυστηρίων σε ένα ενιαίο σύστημα, αναζωογονώντας την ψυχή του ελληνορωμαϊκου  κόσμου που έβλεπαν να βυθίζεται γοργά στην πνευματική και την ηθική παρακμή.

O όρος νεοπλατωνισμός χρησιμοποιείται από την ιστορία της φιλοσοφίας 
για να σηματοδοτήσει μια καινοτόμα χρονική περίοδο στη σκέψη και τις ιδέες του πλατωνισμού κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας 3ος-6ος αιώνας.

 Ο νεοπλατωνισμός αποτέλεσε μεταφυσική, ηθική και μυστικιστική φιλοσοφική σχολή και γι αυτόν τον λόγο κατέχει, ανάμεσα στα άλλα, κεντρικό ρόλο στην ιστορία των θρησκειών και του αποκρυφισμού.

   Σχηματίζεται και μορφοποιείται, στην Αλεξάνδρεια κατά τον 3ο αιώνα από τον φιλόσοφο Αμμώνιο, τον επικαλούμενο Σακκά, που δίδασκε εκεί.   Σημαντικοί μαθητές του υπήρξαν ο Ωριγένης (διάφορος από τον ομώνυμο χριστιανό συγγραφέα), ο Ερέννιος και ο Λογγίνος, αλλά την περαιτέρω ανάπτυξη, συστηματοποίηση και διάδοση της κίνησης αυτής πραγματοποίησε ο μαθητής του Πλωτίνος 204-270. 


Βασικές αρχές του νεοπλατωνισμού 
  Υπέρτατη οντολογική αρχή είναι το «Εν» (το Μοναδικό), που τοποθετείται υπεράνω ύπαρξης όπου και καλείται «υπερούσιον». Από το «υπερούσιον Εν» απορρέουν διαδοχικά μέσω υπερχείλισης της ουσίας του ο Νους, δηλαδή ο νοητός κόσμος των ιδεών, και η Ψυχή. 

   Η τελευταία, παρόμοια με τον στωικό Λόγο, εμπλέκεται με την προϋπάρχουσα, αδιαμόρφωτη πρωταρχική ύλη και δίνει έτσι μορφή στον αισθητό φυσικό κόσμο, την κατώτερη υπόσταση της πραγματικότητας. 

   Επομένως σε κάθε φυσικό σώμα εμπεριέχεται ένα απειροελάχιστο τμήμα της Ψυχής, η ατομική ψυχή του, η οποία συντηρεί τη μορφή του με βάση τα πρότυπα που παρέχουν οι ιδέες του Νου.

   Τα τέσσερα προαναφερθέντα μεταφυσικά επίπεδα, αν και σαφώς προσανατολισμένα από το ανώτερο (το Εν) στο κατώτερο (τον φυσικό κόσμο), είναι αλληλένδετα και δεν υπάρχουν "κοσμικά χάσματα" μεταξύ τους. 

   Η δημιουργία του κόσμου δεν είναι μία στιγμιαία πράξη αλλά κατά κάποιον τρόπο συμβαίνει συνεχώς, με κάθε οντολογική υπόσταση να υποστηρίζει διαρκώς την ύπαρξη των κατωτέρων της.

   Ηθικός προορισμός του Ανθρώπου είναι η επανύψωση της έκπτωτης ατομικής ψυχής του στην αρχική της αφετηρία, δηλαδή η ένωσή της με το αρχικό Εν, μέσω μυστικιστικής έκστασης. Όμως βασική προϋπόθεση για την εκπλήρωση της επανασύνδεσης αυτής είναι η  «κάθαρση» που επιτυγχάνεται με τον ενάρετο βίο.

Νεοπλατωνιστές 1.  Αλεξανδρινή σχολή

Πλωτίνος

γράφει ο λόγιος 

Λευτέρης Πανούσης
   1. Η ανάμνηση της αθανασίας

Αραγε τελειώνουν όλα με τον θανατο? Και αν τελειώνουν όλα με τον θάνατο, τότε τι νόημα έχει το σύντομο επεισόδιο της ζωής μας? Ο Στοχασμός, η Φιλοσοφία, η Τέχνη, η Θρησκεία και εν γένει όλα τα πνευματικά δημιουργήματα του Πολιτισμού, ενδεχομένως να προέκυψαν  απ’ την αγωνιώδη αναζήτηση του ανθρώπου, να δώσει απαντήσεις σ’ αυτα τα αρχέγονα ερωτήματα. Και κατ’ επέκτασιν να αντέξει το βάρος μιας επίπονης ζωής, που 
αποξενωμένη από τα νοήματα της, θα ήταν αβάσταχτη.

Δεν είναι όμως η εμπειρία του θανάτου, αυτό που μας κάνει να ξεπερνάμε το επίπεδο του ζώου και να θέτουμε ερωτήματα περί του Νοήματος. Τα ζώα, φαίνεται ότι ως έναν βαθμό διαθέτουν και αυτά την εμπειρία της θνητότητας τους. 
Το αηδόνι που αρνείται να δεχτεί τροφή στην αιχμαλωσία ή η φάλαινα που με δική της βούληση ξεβράζεται στις αβαθείς ακτές, προφανώς το κάνουν επειδή αντιλαμβάνονται ότι η ζωή έχει ένα πέρας, το οποίο μάλιστα είναι στο χέρι τους να το επισπεύσουν όταν  αυτή η ζωή, τους γίνει αφόρητη. 
Είναι η «ανάμνηση» της αθανασίας, που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από όλα τα άλλα όντα του ζωικού βασιλείου και τον οδηγεί στον πολιτισμό, προκειμένου να κατανοήσει την ίδια του 
τη ζωή, ως αιώνιο Νόημα και όχι ως παροδική τυχαιότητα.

Η φιλοσοφία του Πλωτίνου γεννιέται ακριβώς σε εκείνο το κομβικό σημείο της Ύπαρξης, όπου ο  θνητός άνθρωπος «αναμιμνήσκεται» μιαν άλλη κατάσταση, εντός της οποίας αντιλαμβάνεται οτι «κάτι τις μέσα του» δεν μπορεί να αγγιχθεί από το βέβαιο γεγονός του θανάτου.
Κληρονόμος του συνόλου σχεδόν της αρχαίας Ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας και κληροδότης των σύγρονων ρευμάτων της Εγελιανής διαλεκτικής και του υπαρξιακού στοχασμού, ο Μεγάλος στοχαστής, είναι ακριβώς ο πιο γνήσιος κήρυκας της ανθρώπινης αθανασίας.
Όχι επειδή ερμήνευσε τον θάνατο αυθαίρετα ως «μια δεύτερη ζωή» όπως το κάνουν οι περισσότερες θρησκείες άλλα επειδή διέγνωσε μέσω του Νου, μιαν άλλη κατάσταση της Ύπαρξης, που δεν τελειώνει με το γεγονός του θανάτου…



2.Ο άνθρωπος και η εποχή του

Ποια είναι όμως η εποχή εντός της οποίας γεννήθηκε μια φιλοσοφία. Οι κοινωνικές, οικονομικές  ή  πολιτισμικές μεταβολές σπανίως αφήνουν ανεπηρέαστους τους φιλοσόφους και συνεπώς,  το έργο τους. 
Πίσω από κάθε μεγάλη στιγμή του στοχασμού, κρύβονται οι μεγάλες στιγμές ενός συγκεκριμένου  ανθρώπου. Κι όπως δεν νοείται καλλιτέχνημα χωρίς την ψυχή του καλλιτέχνη,  έτσι δεν νοείται και φιλοσοφία, χωρίς το πάθος και τον Νου του φιλοσόφου. Κι ο Πλωτίνος ήταν  ανθρώπινος.  Τόσο ανθρώπινος,  που  πάλεψε μια ζωή να απαλλαγεί ακριβώς από την  ανθρωπινότητα του!

Αρνιότανε να τον αποθανατίσουνε οι ζωγράφοι κι οι γλύπτες, επειδή το έκρινε εντελώς  άσκοπο  «να προσθέσει άλλη μια εικόνα σε κάτι που ήταν ήδη εικόνα!». Αρνιότανε επίσης να γίνεται μνεία για το έτος της γεννήσεως του, παρότι διοργάνωνε τελετές για τα γενέθλια του Πλάτωνος και του  Σωκράτους. 
Η αγωνία του ήταν να «ξεπεράσει» εκείνο που θεωρούσε: «περαστική περιπέτεια της Ψυχής», δηλαδή το υλικό και φθαρτό του σώμα, το οποίο άλλωστε τον ταλαιπώρησε σε όλη του τη ζωή του, με βαριές ασθένειες.
Πέθανε άλλωστε εξαιτίας μιας επιδημίας διφθερίτιδας, από τις πολλές που ενδημούσαν τότε   στην παρακμάζουσα Ρώμη, με το σώμα του γεμάτο έλκη και σχεδόν εγκαταλειμένος από τους μαθητές του, που φοβόντουσαν μην μολυνθούν. Ο Ευστόχιος που ήταν κοντά του, την ώρα του θανάτου, μας βεβαιώνει ότι ένα φίδι βγήκε απο το στόμα του δασκάλου  και  εξαφανίστηκε.

Ο Ευστόχιος, προνοητικός, φροντίζει και  σημειώνει το ετος θανάτου [270], αναφέροντας ταυτόχρονα ότι ο Δάσκαλος πέθανε σε ηλικία 66 ετών, έτσι κάνοντας τον υπολογισμό, συμπεραίνουμε ότι θα πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 204, επί αυτοκράτορος Σεπτιμίου   Σεβήρου. 
Κατάγονταν από εύπορη οικογένεια κοπτών της Αιγύπτου, η οποία τον συνέδραμε στο να αποκτήσει άριστη μόρφωση. Φυλετικά δεν ήταν ούτε Έλληνας, ούτε Ρωμαίος, ωστόσο του έδωσαν Ρωμαϊκό όνομα και Ελληνική παιδεία. 
Τα έργα του τα έγραψε στην Ελληνική γλώσσα αλλά μιλούσε άπταιστα τα λατινικά, εφόσον μάλιστα έγινε επιστήθιος φίλος του αυτοκράτορα Γαλιηνού, καθώς και της γυναίκας του της Σαλωνινας.

Ο 3ος αιώνας στον οποίο έζησε ο Πλωτίνος, ήταν μια από τις πιο ταραγμένες εποχές στην   μακρά   ιστορία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η λαμπρή περίοδος των υιοθετημένων αυτοκρατόρων, που άρχισε με τον Νέρβα και κατέληξε στον Μάρκο Αυρήλιο, τελείωσε με την ανάρρηση στο θρόνο της Ρώμης του ημιπαράφρονος γυιου του Μάρκου Αυρήλιου, του Κόμμοδου. 
Ο Κόμμοδος έμεινε στην ιστορία ως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του πως ένας Μεγάλος άνθρωπος μπορεί να δώσει τα κύτταρα του σε ένα ημιεκπολιτισμένο κτήνος. Οι ιδιοι οι πραιτωριανοί του απήλλαξαν και τη Ρώμη και τις 300 παλλακίδες του από δαύτονε, κόβοντας του τον λαιμό. 
Ο Σεπτίμιος Σεβήρος ήταν ενας αγροίκος αλλά ικανός στρατιήτης, που κέρδισε την αυτοκρατορία με το σπαθί των στρατιωτών του και την διοίκησε όπως διοικούσε τα στρατόπεδα του, ωστόσο μετά τον θάνατο του, η διαδοχή των αυτοκρατόρων έγινε θέμα των πραιτωριανών, που ανέβαζαν και κατέβαζαν αυτοκράτορες είτε δια πλειοδοσίας, είτε δια του ξίφους.Από τους σχεδον 30 αυτοκράτορες που ανέβηκαν στον θρόνο της Ρώμης, στο πρώτο μισό του 3ου αιώνος, ένας μόνον πέθανε στο κρεβάτι του κι αυτόν επειδή ήτανε ήδη πολύ γέρος!

Η αναρχία, η ηθική και η κοινωνική κατάπτωση που ακολούθησε τον θάνατο του Μάρκου  Αυρήλιου, είχε μετατρέψει τον ρωμαϊκό κόσμο σε ένα εφιαλτικό τοπίο, όπου ορδές βαρβάρων επέδραμαν διαδοχικά, μετατρέποντας τις άλλοτε ακμάζουσες επαρχίες της αυτοκρατορίας σε κρανίου τόπο.
Μέχρι τουλάχιστον την ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας από τον Διοκλητιανό, ολόκληρη η Νοτιοανατολική Μεσόγειος είχε καταντήσει το πιο ανασφαλές μέρος του πλανήτη. Κανένας δεν μπορούσε να είναι σίγουρος για τη ζωή του, την αξιοπρέπεια του και την περιουσία του, είτε εξαιτίας των επιδρομών των βαρβάρων, είτε εξαιτίας των εμφυλίων σπαραγμών.
Κι εξόν από όλα αυτά, η υπερσυγκέντρωση μεγάλων τμημάτων πληθυσμού στις πόλεις, όπου ένιωθαν περισσότερη ασφάλεια, δρομολόγησε και την εμφάνιση των πανδημιών, που θα συνέχιζαν να ταλαιπωρούν την ανθρωπότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσσαίωνα.



Μέσα σ’ αυτό το ζοφερό κλίμα, η Ελληνορωμαϊκή φιλοσοφία που σε μεγάλο βαθμό απηχούσε εποχές σφρίγους και πολιτιστικής ακμής του αρχαίου κόσμου, δεν μπορούσε να γεμίσει τις ψυχές των ανθρώπων και προπαντός, δεν μπορούσε να τους δώσει μια πειστική ερμηνεία για τα πάθη της ζωής, όταν ακόμα και  η ίδια η ζωή τους κινδύνευε διαρκώς. 
Αντιθέτως η νέα πίστη του Χριστιανισμού, διαδίδονταν ολοένα και περισσότερο, επειδή έταζε στους απλοϊκούς ανθρώπους μια μετά θάνατον ανταμοιβή για όλα όσα θα υπέφεραν σε αυτήν εδώ τη ζωή, εξαιτίας της αφοσίωσης τους στον Χριστό και στους εντεταλμένους ιερείς του.
Η φιλοσοφία φαίνονταν να χάνει διαρκώς έδαφος έναντι της θρησκείας, με κίνδυνο να εξαφανιστεί εντελώς, όπως και τελικώς συνέβη μετά τον θάνατο του Πλωτίνου.

Ο ίδιος ο Πλωτίνος προφανώς γνώριζε για τον Χριστιανισμό. Ο δάσκαλος του ο Αμμώνιος Σακκάς ήταν πρώτα χριστιανός, πριν εγκαταλείψει την «απλοϊκή» πίστη των Εβραίων ψαράδων και ασπαστεί τον εθνισμό.
Επίσης ο Πλωτίνος είχε μελετήσει τη λεγόμενη Γνωστική διδασκαλία, που κατάγονταν μεν από τον Χριστιανισμό άλλα είχε έρθει σε σφοδρή σύγκρουση με τους τότε «ορθόδοξους» παπάδες. 

Ωστόσο η σχεδόν νηπιακή θεολογία των πρώτων χριστιανών, που ουσιαστικά στηρίζονταν  στα κηρύγματα του απόστολου Παύλου, δεν ήταν δυνατό να ικανοποιήσει τα ανήσυχα πνεύματα,  όπως του Αμμωνίου Σακκά ή του Ωριγένους [δεν πρέπει να συγχέεται με τον Ωριγένη τον  πάτερα της Εκκλησίας] ή του Πλωτίνου.   
Ο ορθόδοξος Χριστιανισμός τουλάχιστον στο πρώτο μισό του 3ου αιώνα, ήταν ακόμα μια υπόθεση που αφορούσε τις λαϊκές μάζες και όχι τους στοχαστές.

Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι η φιλοσοφία θα έπρεπε να μείνει προσκολλημένη  στους  δασκάλους του παρελθόντος, τον Αριστοτέλη, τους Στωικούς, τους σκεπτικιστές ή τους  Επικούρειους, αντί να προσπαθήσει να δώσει, με τις δικές της μεθόδους, μιαν ερμηνεία της  ζωής, του θανάτου και της ύπαρξης, που θα συγκινούσε τοσο τις καρδιές όσο και τους νόες  των ανθρώπων.

Το διακύβευμα για τη φιλοσοφία, στην εποχή του Πλωτίνου, ήταν ουσιαστικά να  εκφράσει τις  αγωνίες της ταραγμένης εποχής της, μέσω του Λάγου. Να αντιπαρατάξει δηλαδή στην τυφλή   πίστη της θρησκείας, την έλλογη αποδοχή μιας ικανοποιητικής ερμηνείας του κόσμου, που θα  γίνονταν στήριγμα, παρηγοριά και ελπίδα απέναντι στον αρχαίο τρόμο του πόνου και του θανάτου.
Αυτή ακριβώς ήταν η προσφορά του Πλωτίνου. Μέσα σε μια τρικυμιώδη εποχή διαρκούς  πτώσης του ανθρώπου, αυτός επανέφερε την παραμυθία του Νου και της Ψυχής,  προσφέροντας μια λογική διέξοδο από τον τρόμο του θανάτου και την απελπισία της έλλειψης  νοήματος για τη ζωή.


Αλλα και κατι ακομα…Ενοποιησε τις μεγαλες σχολες της αρχαιας σκεψης και ενσωματωσε σε ένα συστηματικο και ενιαιο ολον, τις ως τοτε αντικρουομενες θεωριες του Ηρακλειτου και του Παρμενιδη, του Πλατωνα και των στωϊκων, του Αριστοτελη και των σκεπτικιστων, προετοιμαζοντας ταυτοχρονα την μελλοντικη ελευση του Χεγκελ [2].

Η αποψη πολλων ιστορικων της φιλοσοφιας ότι οι Εννεαδες του Πλωτινου, είναι το συστηματικοτερο, αρτιοτερο και πιο ισορροπημενο λογικα, φιλοσοφικο κειμενο της αρχαιοτητας, φρονω ότι δεν εχει ιχνος υπερβολης.
Αν με ρωταγαν να διαλεξω ένα μονον εργο από το συμπλοκο της αρχαιας φιλοσοφιας για να το σωσω από τη φωτια, θα διαλεγα αβλεπη, το εργο του Πλωτινου…

3. Οι Εννεαδες

Είναι αλήθεια ότι ο φιλόσοφος αργησε να ασχοληθει με τη φιλοσοφια! Παρα το ότι στη Λυκοπολη λογιζοτανε ως παιδι-θαυμα, εξαιτιας των εξαιρετικων λογικων και γνωσιακων ικανοτητων του [σε ηλικια 8 ετων γνωριζε από στηθους μεγαλα ποιητικα εργα] ωστοσο δεν τον ειχε μαγεψει ακομα η αναζητηση της γνωσης. 
Στα 28 του χρονια όμως αφήνει τη μικρη επαρχιακη γενέτειρα πολη, για να μεταβει στην Αλεξανδρεια.... που παρα την παρακμη της σε σχεση με τον καιρο των Πτολεμαιων, αποτελουσε ακομα το παγκοσμιο κεντρο της Γνωσης. 

Ο Χριστιανισμος οπωσδηποτε ειχε συμβαλλει ηδη, ώστε η ανθηση του στοχασμου να περιοριστει δραματικα, οσον αφορα τη δημοφιλια των φιλοσοφων στα πληθη, ωστοσο δεν ειχαν παψει να συρρεουν και να διδασκουν στα περιξ της Βιβλιοθηκης, κορυφαιοι λογιοι, οι οποιοι συχνα ακολουθουνταν από ομαδες φανατικων μαθητων..

Μια σειρα γνωστικων καινοτομιων, που αγωνιζονταν να ενσωματωσουν τη βαρια παραδοση του Ελληνορωμαϊκου στοχασμου στα δικα τους θεωρητικα μοντελα, όπως ησαν οι χριστιανοι γνωστικοι και οι εθνικοι μυστικιστες, δημιουργουσαν ένα εκρηκτικο φιλοσοφικο μιγμα, που εκαμε συναρπαστικο τον συναγωνισμο των δασκαλων, ώστε να προσελκυσουν οσο το δυνατον περισσοτερους μαθητες ο καθενας τους. 

Τον καιρο εκεινο και με δεδομενη την επιρροη Περσικων ή Ινδουϊστικων διδασκαλιων, η φιλοσοφικη μαθητεια εμοιαζε περισσοτερο με τα Ινδικα ασραμ, οπου οι μαθητες/μυστες συμβιωναν ουσιαστικα με τους δασκαλους τους, παρα με τις αγορες και τα γυμναστηρια της εποχης του Δημοκριτου και του Σωκρατη. 


Ο Πλωτινος αναζητησε επι ένα χρονο στην Αλεξανδρεια, τον δασκαλο που θα τον ενεπνεε, ωστοσο φαινεται ότι οι περισσοτεροι τον απογοητευσαν. Στο τελος και μαλλον από τυχη, ακουσε για τον Αμμωνιο Σακκα, ο οποιος ηδη ειχε τη φημη ότι αναβιωνε τον Πλατωνα και οι μαθητες του αυτοαποκαλουνταν νεοπλατωνικοι.
Από την πρωτη κιολας επαφη τους, ο Πλωτινος ενθουσιαστηκε και εκμυστηρευθηκε στους φιλους του ότι ηταν αυτό ακριβως που αναζητουσε... μέχρι 
τον θανατο του Αμμωνιου Σακκα,  επι εντεκα χρονια, έμεινε του. 

Σε ηλικια 39 ετων και επηρρεασμενος βαθια από τη σκεψη του δασκαλου/γκουρου του, αποφασισε να καταταχθει στις λεγεωνες του τοτε αυτοκρατορα Γορδιανου, ο οποιος ετοιμαζονταν να εκστρατευσει στα βαθη της Περσιας. Προφανως, ο στοχος του δεν ηταν να διακριθει ως καλος στρατιωτης της Ρωμης αλλα να μαθει οσο το δυνατον περισσοτερα για τις ανατολικες φιλοσοφιες.

Ατυχως ο Γορδιανος δολοφονηθηκε από μια δρακα δικων του στρατιωτων, που όμως ησαν πρακτορες του σφετεριστη Φιλιππου του αραβικου και ο στρατος του διαλυθηκε.
Ο φιλοσοφος μας ξεμεινε στις αγριες περιοχες της Ανατολιας, ωστοσο φαινεται ότι ειχε ισχυρο ενστικτο επιβιωσης, διοτι μετα από πολλες περιπετειες, διολου στοχαστικες, βρεθηκε στην Αντιοχεια. Εκει εμεινε για καποιο διαστημα και τελικα ελαβε την μεγαλη αποφαση να ταξιδεψει στη Ρωμη.

Στην αιωνια πολη αρχισε να διδασκει καταρχην τις ιδεες του Αμμωνιου Σακκα, για τις οποιες εβρισκε προθυμους μαθητες να τον ακουσουν, όχι μονον επειδη ο δασκαλος του ηταν ηδη αρκετα γνωστος αλλα προπαντων επειδη η ανασφαλεια και η ηθικη παρακμη της θνησκουσας αυτοκρατοριας, ειχε στρεψει τους Ρωμαιους στη μεταφυσικη παρηγορια των ανατολικων δοξασιων.   
Εκτός από τον παρανομο τοτε χριστιανισμο στη Ρωμη, ανθουσαν οι σχεδον μυστικες ανατολικες θρησκειες του Μιθραϊσμου και των Ορφικων, που ειχαν προετοιμασει το εδαφος για την αποδοχη και την κατανοηση μιας νεας φιλοσοφιας, με σαφεις επιρροες τοσο από τις Βεδες, οσο και από τον Αριστοτελη.

Αρχίζει να εισάγει καινοτομιες  στο πεδιο του φιλοσοφικου στοχασμου, οταν κάποια στιγμή ξεπερασε τον δασκαλο του. Πρεπει να διεθετε και το ειδος εκεινο της προσωπικης γοητειας, που εν τελει δημιουργει τις μεγαλες σχολες του στοχασμου. 
Αν και σχετικα κακομουτσουνος και φιλασθενος, δεν αργησε να μαγεψει κυριολεκτικα τη Ρωμαϊκη αριστοκρατια. Ο συγκλητικος Ρογατιανος λεγεται ότι πουλησε την περιουσια του, για να ζησει συμφωνα με τα προτυπα του Δασκαλου, ενώ πολλοι Ρωμαιοι πατρικιοι του εμπιστευονταν τα παιδια τους, για να τα διδαξει. Ο ιδιος ο αυτοκρατορας Γαλιηνος και η συζυγος του Σαλωνινα, εγιναν τακτικοι ακροατες των παραδοσεων του και προσωπικοι του φιλοι. 
Ο ιδιος ζουσε με αυστηρη λιτοτητα, δεν ετρωγε ποτε κρεας, επινε ελαχιστα και δεν νυμφευτηκε, αν και ουδεποτε καταδικασε τις σεξουαλικες σχεσεις. Από το 244 που φτανει στη Ρωμη, ως το 254, πρωτο ετος της βασιλειας του Γαλιηνου φαινεται ότι μονο διδασκει και δεν γραφει τιποτα, από τις νεες ιδεες που εχουν ηδη αρχισει να διαμορφωνονται στον νου του.

Το 254 όμως και σε ηλικια σχεδον πενηντα ετων, αποφασιζει να γραψει την πρωτη του πραγματεια. Δεν δημοσιευει τιποτα και κραταει τα γραπτα του σχεδον μυστικα, ακομα και από τους ιδιους τους μαθητες του. Το 263 δεχεται ως μαθητη τον Πορφυριο, ο οποιος θα είναι ο ανθρωπος που τελικως θα τον παρακινησει να ασχοληθει πιο συστηματικα με τη συγγραφη και προπαντος, θα είναι ο ανθρωπος που θα εκδοσει το εργο του Πλωτινου, αρκετα χρονια μετα τον θανατο του. 
Ο Δασκαλος του θα τον ανταμειψει με μια εκπληκτικη παρεμβαση στη ζωη του, η οποια λεγεται πως συνεβη με ουσιαστικα μυστικιστικο τροπο. Ο Πλωτινος αντεληφθη καποτε ότι ο μαθητης του ηταν ετοιμος να βανει τελος στη ζωη του. Χωρις να του το πει ξεκαθαρα, τον βοηθησε να κατανοησει τον εαυτο του και κατοπιν τον παρακινησε να φυγει για ένα μεγαλο ταξιδι. 
Ο Πορφυριος αφηγειται ότι η παρεμβαση αυτή του εσωσε κυριολεκτικα τη ζωη και τον νοηθησε να ξαναβρει το χαμενο νοημα της.

Οι Εννεαδες είναι το συνολο των γραπτων κειμενων του Πλωτινου. Αποτελουν όμως ένα εκδοτικο κατορθωμα του Πορφυριου, που χωρις αυτόν ενδεχομενως και να ειχαν χαθει. Αρχιζοντας το γραψιμο σε ηλικια που η οραση του δεν του επετρεπε να διαβασει ευκολα τα ιδια του τα κειμενα, ο Δασκαλος κατεγραψε τους στοχασμους του σε μια σειρα ατακτων και δυσαναγνωστων χειρογραφων, που ουσιαστικα χρειαζοντουσαν αποκρυπτογραφηση για να αναγνωσθουν. 


Η μεθοδος του Πλωτινου ηταν να επεξεργαζεται μια ιδεα στον Νου του και να μην καταγραφει ουτε μια προταση, αν πρωτα δεν την ολοκληρωνε από μεσα του. Λεγεται ότι ειχε τη δυνατοτητα να διατηρει τον ειρμο των σκεψεων του επι ημερες και να μην χανει τη λογικη σειρα των προτασεων του, ακομα και αν συζητουσε καποιο άλλο ζητημα ή διεκοπτε για να φαγει και να κοιμηθει.

Επιανε το μελανι για να αποτυπωσει στην περγαμηνη την πραγματεια, μονον όταν την ειχε πια τελειωμενη στο μυαλο του. Τη εβγαζε μονομιας, με ένα πυρετωδες και ασθμαινον γραψιμο και δεν επανερχονταν να την ξανακοιταξει ουτε για μια φορα. Ο ιδιος ισχυριζονταν ότι η αδυναμη οραση του και ο πολύ κακος γραφικος του, δεν του επετρεπαν να ξαναδιαβασει τα γραπτα του

Ο Πορφυριος και ο Αμελυος ανελαβαν το δυσκολο εργο να διαβαζουν εκεινοι τα γραπτα του στον Δασκαλο και να επιμελουνται τα δυσνοητα σημεια, σχηματιζοντας σιγα-σιγα ένα συμπλοκο πραγματειων, ετοιμων προς εκδοσιν. Ωστοσο τιποτα δεν εκδοθηκε ζωντος του Πλωτινου, ισως επειδη τον προλαβε ο μεγαλος λοιμος που τον απομονωσε από τους μαθητες του και τελικα προκαλεσε τον θανατο του. Αρκετα χρονια μετα, ο Πορφυριος εδωσε στο Ρωμαίκο κοινο την πρωτη εκδοση του Πλωτινικου εργου, την οποια ο ιδιος τιτλοφορησε «Εννεαδες», εξαιτιας της δομης της.
Συγκεκριμενα, ο Πορφυριος χωρισε το ολο εργο του Πλωτινου, σε 6 ενοτητες, κάθε μια εκ των οποιων περιεχει 9 πραγματειες. Γι αυτό και το ονομασε Εννεαδες.
Στο συνολο συνεπως 54 δοκιμια, που το κάθε ένα τους πραγματευεται μια συτγκεκριμενη ιδεα αλλα που όλα μαζι οικοδομουν ένα συνεκτικο και συστηματικο εργο, ισως το συστηματικοτερο ολων από οσα γραφτηκαν στον αρχαιο κοσμο, από τον καιρο του Θαλη, ως τον Επικουρο…

Η επιλογη του αριθμου 9, ως βαση της δομης του εργου του Πλωτινου, δεν ηταν τυχαια.
Το 9 είναι το τετραγωνο του 3 και κατά την πυθαγορεια αριθμολογια, κατεχει τη θεση του «τελειου αριθμου», εφοσον τετραγωνιζει, αρα «ολοκληρωνει» τον τριαδικο αριθμο του πληρους ανθρωπου [Νους, Ψυχη, Σωμα] 

Ένα μερος της ανεκτιμητης αξιας του Πλωτινικου εργου είναι το ότι ακριβως εμπεριεχει και σημασιοδοτει εκ νεου, τις κυριοτερες στοχαστικες ανακαλυψεις των μεγαλων σχολων σκεψης της αρχαιοτητας, ξεκινωντας από τους Πυθαγορειους και φτανοντας ως τους Στωϊκους. Ουσιαστικα στις Εννεαδες επανεισαγονται οι εννοιες του Είναι και του Γιγνεσθαι, της Ενοτητας και της Διαλεκτικης, ο δυϊσμος του Πλατωνα και η γνωσιοθεωρια των σοφιστων, η κριτικη αναλυση των Στωϊκων και η ατομικη θεωρια του Δημοκριτου και παραλληλα ενοποιουνται και εναρμονιζονται σε ένα στοχαστικο Ολον, εντος του οποιου επανεβρισκει η κάθε μια την αρμονικη θεση της.

Οι Εννεαδες είναι ένα πρωτοτυπο εργο που διδει εξαιρετικες απαντησεις περι Ζωης και θανατου αλλα και μια εμπνευσμενη προσπαθεια να γεφυρωθουν και να ναρμονιστουν οι μεγαλες θεωριες της αρχαιοτητας…

4. Οι στοχαστικες ριζες του Πλωτινικου εργου – Το Εν και η Διαλεκτικη 


Ο Πλατωνας «ειδε» το ''Είναι'' χωρισμενο σε δυο κοσμους: στον κοσμο των ιδεων και στον κοσμο της υλης.   Στον κοσμο των ιδεων κινουνται τα αιωνια και αφθαρτα προτυπα των οντων, οι τελειες ιδεες που κακεκτυπο τους αποτελουν οι υλικες μορφοποιησεις τους.  Στον κοσμο της υλης κινουμεθα ολοι εμεις, μαζι με τα αψυχα πραγματα, που αποτελουν το περιβαλλον μας.

Ο ανθρωπος δεν είναι παρα η προσκαιρη και ατελης μορφοποιηση μιας ανωτερης ψυχης, η οποια κατερχεται από τον κοσμο των ιδεων για να εγκλωβιστει σε ένα υλικο σωμα, οπου όμως διατηρει τη ασαφη και θολη αναμνηση εκεινης της παραδεισειας καταστασης, ισαμε τον θανατο του φθαρτου της περιβληματος.
Μετα, ανερχεται παλι στον τελειο και αιωνιο κοσμο της.
Η Γνωση, η Τεχνη, το Καλλος, ο ιδιος ο Πολιτισμος δεν είναι παρα μια «αναμνηση» του κοσμου των ιδεων.  

Δεν μαθαινουμε αλλα «θυμομαστε»
Κατά τον Πλατωνα υφισταται ένα ειδος «δυϊσμου» στην ουσια του ''Είναι'', που διαφοριζει οριστικα το σωμα από την ψυχη, την υλη από τον νου, την ιδεα της μορφης από την ιδια τη μορφη.   Ενας κυκλος για παραδειγμα, υφισται σε δυο επιπεδα. Στο επιπεδο των ιδεων, οπου πραγματωνει απολυτως τον ορισμο της ουσιας του, ως «το σχημα του οποιου κάθε σημειο ισαπεχει από το κεντρο του»

Και κατά δευτερον, στο επιπεδο των υλικων οντων, οπου ναι μεν προσεγγιζει την «ιδεα» του κυκλου, «φαινεται» δηλαδη ως κυκλος, ωστοσο δεν είναι απολυτως συνεπης στον ορισμο του εφοσον στο επιπεδο της πραγματικοτητας, οσο τελεια και αν είναι τα εργαλεια μας, είναι πρακτικως αδυνατο να κατασκευασουμε ένα σχημα ώστε με απολυτη ακριβεια, κάθε σημειο του να ισαπεχει από το κεντρο του.

Κι αληθινα αν κατασκευασουμε [με έναν οσο το δυνατον πιο τελειο διαβητη] ένα κυκλο αρκει μετα να τον παρατηρησωμε στο μικροσκοπιο, για να δουμε ευθυς αμεσως τις χαρακτικες μας ατελειες, τα σκαμπανεβασματα της γραμμης μας και τις ιδιοτροπιες του χαρτιου που διαφοροποιουν [σε μικροσκοπικο βεβαια επιπεδο] τις αποστασεις των σημειων του απο το κεντρο του.
Ο κυκλος λοιπον ως ιδεα ανηκει καπου αλλου και τον συλλαμβανουνμε μονον μεσω του Νου, ενώ ολοι οι «πραγματικοι» κυκλοι απλως αποτελουν μιαν ατελη προσεγγιση της ουσιας του.

Η Πλατωνικη φιλοσοφια φαινεται να απομακρυνεται από την πιστη σε μια ενοποιητικη αρχη των οντων, που διαπερνουσε τον κορμο της λεγομενης «προσωκρατικης» φιλοσοφιας και προσεδιδε στη «Φυση» μια θαυμαστη και ανακουφιστικη ενοτητα, εντασσοντας τον ανθρωπο σε ένα ελλογα ερμηνευσιμο Συμπαντικο Ολον.

Απ την άλλη, ο πλατωνικος κοσμος των αιωνιων, αφθαρτων και αναλλοιωτων ιδεων, εβανε στο περιθωριο τη διαλεκτικη του Ηρακλειτου, περιοριζομενος να ερμηνευσει το Είναι, σαν να μην υπηρχε διολου Γιγνεσθαι.

Εν ολιγοις, οσο γοητευτικος και αν ηταν ο δυϊσμος του πλατωνικου κοσμου, εθετε μια απροσπελαστο τειχος αναμεσα στην «πραγματικοτητα» των οντων και στην «υπερπραγματικοτητα» της ουσιας των οντων, αδυνατωντας παραλληλα να ερμηνευσει το μεγα αινιγμα της κινησης, που βασανιζε τους στοχαστες σε ολη τη διαρκεια της αρχαιας ελληνορωμαϊκης φιλοσοφιας.

Ο Πλωτινος κατειχε εις βαθος το Πλατωνικο εργο και θαυμαζε τον μεγαλο Αθηναιο στοχαστη, ωστοσο φαινεται ότι ειχε κατανοησει καλυτερα από κάθε αλλον στην εποχη του, τις αντιφασεις και τα αδιεξοδα των προγενεστερων φιλοσοφων, αρχιζοντας από τον Θαλη και φτανοντας ως τους σκεπτικιστες των Ελληνιστικων χρονων.
Οι μεγαλες παθογενειες της Ελληνορωμαϊκης φιλοσοφιας, ηταν η αδυναμια τους να δωσουν μια πειστικη ερμηνεια στα φαινομενα της Κινησης αλλα και της Ενοτητας των οντων.
Ο Παρμενιδης και οι Ελεατες που ειχαν αντιληφθει την ουσια της Ενοτητας, μιλωντας για το Εν εκ του οποιου απορρεουν τα παντα, εφτασαν στο σημειο να αρνηθουν τη λογικη ερμηνεια της κινησης, αφηνοντας μαλιστα στην ιστορια της επιστημης μια σειρα από παραδοξα, όπως το περιφημο του «Αχιλλεα και της χελωνας»[3], οπου «απεδειχναν» λογικα ότι η κινηση ηταν αδυνατη.
Αντιθετως η διαλεκτικη του Ηρακλειτου, που ερμηνευε με θαυμαστο τροπο την κινηση των οντων, σκονταφτε στην εννοια της Ενοποιητικης αρχης των παντων, που ωστοσο την ειχε προδιαγραψει ο ιδιος ο Ηρακλειτος, χωρις όμως να δωσει και μια λογικη ερμηνεια του πως η κινηση απερρεε από αυτή την Αρχη και προπαντος, χωρις να διαθετει μια αξιολογη σκιαγραφηση της ιδιας της υλης.

Σε αδρες γραμμες, η αρχαια σκεψη ειχε καμει εξαιρετικα βηματα για να ερμηνευσει τοσο τον κοσμο των φαινομενων, οσο και την ουσια του Είναι, προσεκρουε όμως στην αδυναμια της να δωσει μια ολικη «εικονα» του κοσμου, που θα εμπεριειχε αρμονικα:

Α] Το Είναι και το γιγνεσθαι
Β] Την Ενοτητα και τη Διαλεκτικη
Γ] Τη σταθεροτητα και τη μεταβολη, την ακινησια και την κινηση, το ον και το μη ον
Δ] Το πολλαπλο ειδωλο του ανθρωπου αλλα και την ενοτητα του
Ε] Την αδυναμια των αισθησεων να αντιληφθουν το «οντως είναι» αλλα και τη δυναμη του Νου να αρθει στη Γνωση του κοσμου

Σε πολύ αδρες γραμμες, θα μπορουσε να πει κανεις ότι ο στοχασμος του αρχαιου κοσμου [όπως αλλωστε και του συγχρονου] ερμηνευε εξαιρετικα, τμηματα του Είναι, όχι όμως του Είναι καθ ολοκληριαν.   Η Πλωτινικη αντιληψη του Κοσμου επιχειρει αυτό ακριβως.

Να τον ερμηνευσει καθ’ ολοκληριαν, εναρμονιζοντας τις επι μερους ερμηνειες του, τις οποιες δεν ανατρεπει αλλα επαναπροσδιοριζει, εντασσοντες τες λειτουργικα σε μια φιλοσοφια της Ουσιας αλλα και της εικονας της Ουσιας. Της Ενοτητας και της σταθεροτητας των οντων αλλα και της διαλεκτικης κινησης τους, εντος του μεγαλου θεατρου της Υπαρξης. 

5. Το Εν, ο Νους και η Ψυχη 

Μιλωντας για την Πλωτινικη θεωρια θα πρεπει να εχουμε παντα υποψιν τις ριζες της στον αρχαιο ελληνορωμαϊκο στοχασμο και στη μακρα φιλοσοφικη παραδοση, που ξεκινησε καποτε στις ακτες της Μικρας Ασιας, με τον Θαλη τον Μιλησιο.
Ηδη ο Αριστοτελης ειχε διακρινει τον παραγωγικο από τον επαγωγικο στοχασμο.
Για να το πουμε εδώ οσο πιο απλα γινεται, ο παραγωγικος στοχασμος αρχιζει από τη συλληψη του Ολου και προχωραει σταδιακα προς τη διαυγαση των επιμερους, ενώ ο απαγωγικος στοχασμος αρχιζει από τη διερευνηση των επιμερους και χτιζει σταδιακα τα συμπερασματα του περι του Ολου.
Ο Πλωτινος φαινεται ότι ακολουθουσε τον παραγωγικο στοχασμο, όπως πολλους αιωνες μετα θα τον εφαρμοζε ο Αϊνσταϊν. Από μια ενορατικη σχεδον συλληψη του Ολου, κατερχονταν προς τη μεθοδικη ερμηνεια, λογικη στηριξη και εναρμονιση των επιμερους.

Η πρωταρχικη λοιπον συλληψη του Πλωτινου ηταν η εννοια του Ενός, εκ του οποιου απορρεουν τα παντα.  Η εννοια του Ενός όμως, όπως τη συνελαβε ο φιλοσοφος μας, είναι ουσιαστικα αρρητη. Δηλαδη, δεν μπορει να ερμηνευθει δια του Λογου.  Μπορουμε να λεμε το τι «δεν είναι» το Εν, μπορουμε να ομιλουμε περι του τι «απορρεει» από το Εν, μπορουμε επισης να «εγκαταλειφθουμε» στο Εν, όμως δεν μπορουμε να αποφανθουμε για το Εν.

Ακουλουθωντας την αρχαιοτατη παραδοση της Ινδικης [Ινδοευρωπαϊκης?] φιλοσοφιας των βεδων, το Εν προσομοιαζει στην ιδεα του Βραχμα, για την οποια μονον η Σιωπη του Μυστη, μπορει να δωσει μια κατευθυνση του πως οφειλει να το προσεγγισει ο ανθρωπος.

Στην ιστορικη πραγματικοτητα της φιλοσοφιας, η συλληψη του Πλωτινικου Ενός επαναφερει ουσιαστικα μια παμπαλαια πεποιθηση του ανθρωπου, ότι εξον από τα φαινομενα και τον κοσμο των οντων, υφισταται μια άλλη διασταση του Είναι, που δεν νοηματοδοτειται αλλα νοηματοδοτει.
Το Εν, στον βαθμο που μας επιτρεπεται να μιλαμε γι αυτό, δεν διαθετει ιδιοτητες, ώστε βασει αυτων να το περιγραψωμε ή ακομα καλυτερα, να το ορισωμε, διοτι εμπεριεχει και τον «ορισμο» του ορισμου, τη δυνατοτηα ταυτοχρονως να είναι και να μην είναι.

Ένα τετραγωνο για παραδειγμα, μπορει να οριστει ως το παραλληλογραμμο που εχει τεσσερις γωνιες ορθες και ολες οι πλευρες του είναι ισες.  Καθοριζεται δηλαδη βασει των ιδιοτητων του, εστω και σε έναν ιδεατο χωρο, όπως ο πλατωνικος κοσμος των ιδεων.
Πώς να οριστει όμως «Κατι» που εμπεριεχει ολες τις ιδεες, μαζι και τη ιδεα του εαυτου του αλλα και την ιδεα του ορισμου του, καθως και τα αντιθετα τους?
Στην περιπτωση αυτή θα σπαζαμε τα λογικα μουτρα μας, απεναντι στην πολύ λογικη αδυναμια να περιλαβουμε εντος του ορισμου μας, το γεγονος ότι αυτό το ιδιο το «κατι» θα επρεπε να εμπεριεχει και το αντιθετο του και συνεπως τη δυνατοτητα του «να μην είναι» αυτό το κατι.
Θα επρεπε δηλαδη να ειμαστε εις θεσιν να συλλαβουμε δια της λογικης μας, κατι που θα ηταν ταυτοχρονα και ον και μη ον. Και αχρονο και χρονικο. Και παρον και απον.
Εδώ εν ολιγοις προλεγεται η αδυναμια του Καντορ να ορισει το «Συνολο ολων των συνολων», εφοσον αν αυτό το συνολο υπηρχε, θα επρεπε να ανηκει επισης σε ένα ευρυτερο συνολο που θα το περιειχε ως στοιχειο και παει λεγοντας.

Η ανθρωπινη λογικη δεν είναι ικανη να νοησει «κατι» που διαθετει ιδιοτητες ώστε να οριστει αλλα ταυτοχρονα να ξεπερναει ολες τις ιδιοτητες του.  Είναι σαν να λεμε ότι θα μπορουσαμε να εχουμε παραλληλη θεαση τοσο στο φως, οσο και στο σκοτος, ενώ η ιδια μας η ικανοτητα να θεωμεθα οφειλεται ακριβως στην υπαρξη του φωτος! Αν δηλαδη φυγωμε από την περιοχη του φωτος, απλως δεν βλεπουμε… Το Εν, είναι λοιπον μια Μυστικη, μια Αρρητη εννοια, που δεν μπορουμε να την καθορισωμε δια του Λογου.  Αυτο όμως δεν σημαινει ότι είναι παρ-αλογη!

Το Εν εμπεριεχει μεσα του την ιδια τη Λογικη. Συνεπως υπερβαινει τη λογικη αλλα δεν την ανατρεπει. Η σχεση του Ενός με τον Λογο, είναι για παραδειγμα όπως η σχεση της εννοιας του αριθμου με τη συγκεκριμενη ποσοτητα που εκφραζει ενας αριθμος.
Ο συγκεκριμενος αριθμος «ένα τραπεζι» ας πουμε, μας μιλαει για ένα συγκεκριμενο τραπεζι, το οποιο μπορουμε να πιασουμε, να δουμε ή να κλωτσησουμε.
Ο αφηρημενος αριθμος «ένα» εμπεριεχει τη δυνατοτητα αναφορας σε αυτό το συγκεκριμενον τραπεζι αλλα και σε κάθε άλλο «ένα» ειτε είναι αντικειμενο ειτε όχι.
Η συλληψη της οντοτητας του αριθμου υπερβαινει τις συγκεκριμενες σημασιες του αλλα δεν τις ανατρεπει!

Το επομενο βημα στη συγκροτηση του Πλωτινικου Κοσμου είναι η συλληψη των δυο αλλων κατά-στασεων της Υπαρξης, οι οποιες όμως «απορρεουν» απο το αρρητο Εν.
Προκειται για τον Νου και την Ψυχη.

Ο Νους «απορρεει» κατευθειαν από το Εν και εμπεριεχει τις «ιδεες των οντων» με τη μορφη περιπου που τις συνελαβε ο Πλατωνας.
Ο Νους είναι η Ουσια, είναι ο κοσμος των αιωνιων και αφθαρτων προτυπων των οντων καθως και των σχεσων τους, είναι η δυνατοτητα του Λογου να θετει ιδιοτητες σε ένα τελειο και αχρονο επιπεδο, οπου το φαινεσθαι ταυτιζεται με το είναι.
Εντος του Νοος εμπεριεχονται τοσο η κινηση, οσο και η ακινησια, τοσο ο ορισμος, οσο και το αντικειμενο του ορισμου, τοσο το ον, οσο και η ερμηνεια του οντος.
Η Ψυχη είναι μερος του Νοος και συναρταται μαζι του μεσω ενός Θειου και αιωνιου Ερωτος.
Η Ψυχη απορρεει από τον Νου, όπως ο Νους απορρεει από το Εν

Η Ψυχη είναι η τριτη κατασταση της Υπαρξης. Είναι η δυνατοτητα του Νοος να «μορφοποιει» και να «ζωογονει» την Υλη, η οποια όπως το κάθε τι εμπεριεχεται εντος του Ενός.
Η υλη πριν εισελθει μεσα της η ψυχη, είναι αμορφη, απλαστη και αδυναμη να προκαλεσει κινηση ή να μπει σε κινηση.
Μοιαζει με τον ογκο του μαρμαρου, πριν αρχισει να τον σμιλευει ο γλυπτης. Αρχιζει να παιρνει ζωη μονον όταν η ψυχη κατελθει από τη σφαιρα του Νοος και εισχωρησει μεσα της για να την πλασει.
Απαξ όμως και συμβει αυτο, εισερχομαστε πλεον στον κοσμο των υλικων φαινομενων, οπου αυτά τα μορφοποιημενα κομματια υλης, οι ανθρωποι και παντα τα οντα, ξεκινανε τον μεγαλο χορο των αισθησεων και των ψευδαισθησεων, που είναι εν τελει η ζωη μας.

Ο πυρηνας λοιπον της Πλωτινικης φιλοσοφιας, είναι η «τριαδικη υποσταση» του Είναι: «Εν, Νους, Ψυχη» και η συγκροτηση του κοσμου, αρθρωνεται πανω στο αιτημα των «απορροων» βασει του οποιου εν τελει η Ψυχη οικοδομει την υλη, προερχομενη εκ του Νοος αλλα «αναμιμνησκουσα» την πρωταρχικη απορροη της εκ του Ενός.
Για να κατανοησουμε όμως εις βαθος την Πλωτινικη φιλοσοφια, είναι απαραιτητο να μιλησωμε πιο διεξοδικα για τη θεωρια των «απορροων» αλλα και για τη φυση της υλης, 

6. Η θεωρια των απορροων και η θεωρια περι υλης


Ο ιδιος ο Πλωτινος χρησιμοποιουσε το παραδειγμα του χιονιου, για να δωσει μιαν ιδεα του πως αντιλαμβανονταν την εννοια της «απορροης»
Γνωριζουμε λοιπον από την εμπειρια μας, ότι το ψυχος απορρεει από το χιονι, χωρις να είναι ακριβως ιδιοτητα του χιονιου.
Ιδιοτητες του χιονιου είναι παραδειγματος χαριν η κρυσταλλικη δομη του ή το ότι οικοδομειται από ατομα υδρογονου και οξυγονου ή το ότι καταλαμβανει καποια εκταση στον χωρο.
Το ψυχος που απορρεει από το χιονι είναι ο τροπος του να υπαρχερι μεσα σε ένα δεδομενο περιβαλλον.
Αν για παραδειγμα αγγιξουμε μια νιφαδα χιονιου σε ένα περιβαλλον ψυχροτερο από τη θερμοκρασια του ιδιου του χιονιου, δεν θα αισθανθουμε ψυχος αλλα ζεστη!
Αν επισης ριξουμε μια χιονομπαλλα σε ένα δοχειο με θερμοκρασια μειον εκατο βαθμους Κελσιου, η χιονομπαλα μας θα είναι ασφαλως πιο ζεστη από ότι ο γυρω της χωρος.
Το ψυχος συνεπως «απορρεει» από το χιονι όχι ως ιδιοτητα του αλλα ως «συμμετοχη» του σε ένα συγκεκριμενο πεδιο αναφορας, σε μια συνθηκη δηλαδη της υπαρξης.
Η απορροη του ψυχους από το χιονι θα διαρκει οσο τουλαχιστον οι νιφαδες του χιονιου θα διατηρουν αμιγη την κατασταση τους και δεν θα αλλοιωνεται η φυση τους, για παρδειγμα δεν θα λιωσουν.

Το Εν δεν εχει ιδιοτητες αλλα εντος της συνθηκης της Υπαρξης απορρεει από αυτό ο Νους και επειδη το Εν διατηρειται αναλλοιωτο και είναι περαν οποιασδηποτε μεταβολης, 

ο Νους απορρεει δια παντος από το Εν, σαν το ψυχος από μιαν αιωνια νιφαδα.
Παρομοια απορρεει και η Ψυχη από τον Νου, αναγοντας εν τελει τη συνθηκη της Υπαρξης, από το Εν στον δικο μας κοσμο των ατελων και φθαρτων υλικων οντων.

Αντιλαμβανομαστε την υλη μεσω των αισθησεων μας. Ωστοσο οι αισθησεις μας δεν μπορουν να μας πληροφορησουν για την πραγματικη κατασταση ενος αντικεμενου.
Φανταστειτε για παραδειγμα την επιφανεια μιας παγωμενης λιμνης. Με τα ματια μας τη "βλεπουμε" ως μια συνεχη επιφανεια και μαλιστα τοσο λεια, ωστε μας παρακινει να γλιστρησουμε απανω της. Αν ομως δουμε ενα μικρο τμημα της με μικροσκοπιο, θα διαπιστωσουμε ευθυς αμεσως οτι ο παγος ειναι ενα σωμα με κρυσταλλικη δομη.
Συνεπως αν ειχαμε οραση τοσον ισχυρη οσο ενα μικροσκοπιο, δεν θα αντιλαμβανομαστε την παγωμενη λιμνη ως μια συνεχη επιπεδη επιφανεια αλλα ως ενα τρισδιαστατο τμημα του χωρου, οπου ατομα υδρογονου και ατομα οξυγονου συντασσονται σε μια γεωμετρικη δομη!

Η αισθηση οτι η σαρκα μας, το κορμι μας και τα αντικειμενα γυρω μας, ειναι ενα αθροισμα ξεχωριστων οντοτητων [π.χ. ενας ανθρωπος, μια καρεκλα, ενα πατινι κ.λπ.] δεν ειναι παρα μια απατη των αισθησεων μας.
Αν μπορουσαμε να "δουμε" τη δομη του κοσμου, θα αντιλαμβανομαστε ισως οτι εμεις, η λιμνη, ο παγος, τα ψαρια και τα παιδια που πατιναρουν, δεν ειναι παρα μορφοποησεις μικροσκοπικων σωματιδιων στον χωρο και στον χρονο, που η ενοτητα τους γεννα την ιδεα μιας αλλης διαστασης, η οποια τα συγκροτει και τα καμει να κινουνται στον χωρο και στον χρονο!

Η ψυχη δεν ειναι παρα η αυτη η λογικη αναγκαιοτητα της ενοποιουσας αρχης των οντων, που "μορφοποιει" διδει δηλαδη ατομικη υποσταση σε κατι που χωρις αυτην, θα ηταν ενας κοσμος ατακτων και απροσδιορριτα κινουμενων σωματιδιων.
Η ψυχη ειναι το γεγονος οτι αποκταμε ατομικοτητα σε ενα αχρωμο, αοσμο και διχως νοημα συνολο στοιχειωδων ποσοτητων της υπαρξης [κβαντα, με τη συγχρονη ονομασια της φυσικης]

Η Ψυχη, λοιπόν δεν είναι μια επινοηση των ποιητων και των φιλοσοφωνΑν οι αισθησεις μας ησαν τοσον επιστημονικες οσον και ο νους μας, θα θεωρουσαμε παραλογο να μην πιστευουμε στην Ψυχη, παρα το να πιστευουμε!

Η Ψυχη κατά τον Πλωτινο είναι η αιτια που η υλη αποκτα μορφη και ατομικοτητα, δηλαδη ιδιοτητες.  Η συλληψη της υλης στο Πλωτινικο εργο μπορει θαυμασια να περιγραφει με συγχρονους ορους της κβαντικης φυσικης!  Η υλη ενυπαρχει στο Εν, όπως ενυπαρχουν τα παντα.  Η ψυχη απορρεοντας απο τον Νου εισερχεται εντος της αμορφης υλης και της προσδιδει ατομικοτητα, όπως το πινελο του ζωγραφου γεννα ένα προσωπο στον λευκο και αμορφο καμβα.

Πριν εισελθει η ψυχη εντος της, η υλη βρισκεται σε κατασταση απλης δυνατοτητας. Δεν είναι ουτε ορατη, ουτε καν διαθετει ογκο ή σχημα. Στην ουσια η υλη δεν διαφοροποιειται από την ενεργεια, όπως οριζουμε σημερα αυτές τις δυο καταστασεις της υπαρξης.

Σε μικροσκοπικο επιπεδο, οπου ισχυουν οι νομοι της κβαντικης φυσικης, η υλη βρισκεται σε κατασταση «δυνατοτητας», ετσι ώστε δεν μπορουμε να αποφανθουμε αν «κατι» είναι σωματιδιο η κβαντο ενεργειας.
Ένα «σωματιδιο» ας πουμε που ανιχνευεται μονον χαρις στο ιχνος του στον πυρηνικο επιταχυντη, δεν είναι βεβαιο ότι αποτελει «κομματι» υλης ή μια ποσοτητα ενεργειας. 

Αυτό που μπορουμε να γνωριζουμε με σχετικη βεβαιοτητα ότι καποια στιγμη το ιδιο «πραγμα» μπορει να συμπεριφερεται ως υλη και καποια στιγμη ως ενεργεια.
Αυτή ακριβως η κατασταση της «απροσδιοριστης υλης» είναι η φυση της αμορφοποιητης υλης για την οποια καμει λογο ο Πλωτινος.


Η Ψυχη «εισχωρει εντος» της υλης οπως το πνευμα του καλλιτεχνη εισχωρει στο αμορφο υλικο του καλλιτεχνηματος και της προσδιδει «ατομικοτητα»
Η κινηση συνεπως δεν είναι ιδιοτητα της υλης, όπως την φανταζοντουσαν οι προσωκρατικοι αλλα ιδιοτητα της ψυχης, η οποια απορρεει από τον Νου. Ουσιαστικα τα παντα οσα αφορουν τις ιδιοτητες των οντων, αποσπωνται από την καθαρα υλικη τους υποσταση και αναγονται στην Ψυχη, η οποια με τη σειρα της αναφερεται στον Νου, εκ του οποιου απερρευσε.

Μ αυτή την εκπληκτικη συλληψη περι τριαδικοτητας του Είναι, η αρχαια σκεψη προσεγγιζει την ισορροπια μεταξυ της Ενοτητας και της πολλαπλοτητας, του μονισμου και του δυϊσμου, του Είναι και του Γιγνεσθαι.


7. Η διαλεκτικη του Πλωτινου


Η θεωρια των απορροων εισαγει τη διαλεκτικη στην ερμηνεια του Κοσμου, χωρις να διασπα την ενοτητα του.  Ο Νους εμπεριεχει τη δυνατοτητα της κινησης, η οποια πραγματοποιειται μεσω των δρασεων που συμβαινουν στη μορφοποιημενη υλη του φυσικου μας κοσμου, ωστοσο η ενοτητα των οντων διασφαλιζεται από το Εν, στο οποιο αναφερεται ο Νους.

Η συλληψη περι διαλεκτικης του Πλωτινου δεν διαφερει στον πυρηνα της από τη διαλεκτικη όπως την εννουσε ο Χεγκελ, ως πορεια του Πνευματος μεσα στον κοσμο, εξον από μια θεμελιωδη  διαφορα, που όμως αρκει για να της δωσει μια εντελως νεα σημασια.

Μιλωντας σημερα για διαλεκτικη, ειτε στο πεδιο του διαλεκτικου υλισμου των Εγκελς/Μαρξ[2], ειτε στον πεδιο της διαλεκτικης του πνευματος του Χεγκελ[3], εννουμε μια μονορροπη και ευθυγραμμη πορεια προς μιαν μονο κατευθυνση.
Οι δρασεις των αντιθετων που κινουν τα πραγματα, συμβαινουν μεσα στον ευθυγραμμο χρονο της Νευτωνειας φυσικης και συνεπως προκαλουν κινηση μονον προς «τα εμπρος», όπως ένα διανυσμα πουν κινειται απανω σε έναν φορεα, με θετικη παντα κατευθυνση.
Αντιθετως, η διαλεκτικη του Πλωτινου αποδεχεται και την αναδρομη κινηση!

Συμφωνα με την Πλωτινικη θεωρια, η Ψυχη εισερχεται εντος της υλης και τη μορφοποιει, δινοντας ταυτοχρονα και τη δυνατοτητα της κινησης.  Η ενωση της Ψυχης με την υλη είναι όμως μια ενωση «Ερωτικη».  Η Ψυχη συμπασχει με το υλικο της σωμα, συμμεριζεται τα παθη του και διδασκεται από τις εμπειριες του, σαν να ηταν ένα μαζι του, όπως συμπασχουν και συνυπαρχουν οι εραστες, οι οποιοι επισης νιωθουν σαν να είναι Ένα, παρα το ότι αποτελουν δυο χωριστα προσωπα.

Η Ψυχη ακολουθει τη διαλεκτικη πορεια της υπαρξης και ταυτιζεται με το σωμα σε ένα ειδος προσωρινου «μονισμου» που ανατρεπει ουσιαστικα τον καταστροφικο δυϊσμο του Πλατωνα, για τον οποιον το σωμα είναι το αχθος της ψυχης.
Ωστοσο η Ψυχη δεν χανει ολοτελα τη Μνημη του Νου, εκ του οποιου προερχεται. Αντιθετως η διαλεκτικη της πορεια μπορει να στραφει και προς τα «πισω», ακολουθωντας αναστροφα το μονοπατι που εχει χαραξει στη ζωη, με κατευθυνση τον κοσμο του πνευματος από τον οποιο προηλθε και στον οποιον ελκεται να επιστρεψει.

Η ιδια η Γνωση φαινεται ότι είναι για τον Πλωτινο αυτή η αναστροφη πορεια της Ψυχης προς τον κοσμο των ιδεων που δεν αποτελει απλως «αναμνηση» με την εννοια που της εδιδε ο Πλατωνας αλλα εκ νεου κατακτηση της αφθαρτης τελειοτητας του κοσμου του Νου.
Παραλληλα, η Ψυχη μεταφερει σ αυτή την αναστροφη πορεια της και τις εμπειριες που εχει λαβει μεσα στη διαλεκτικη της υπαρξης, ως ενσαρκωμενη ατομικοτητα, εμπλουτιζοντας ετσι την ιδια τη Γνωση, η οποια επιστρεφει στον Νου, σε ένα ανωτερο πλεον σταδιο.

Ο θανατος είναι η στιγμη οπου η Ψυχη αποχωριζεται το φθαρτο σωμα, το οποιο επιστρεφει στην κατασταση της αμορφης υλης, ενώ εκεινη «αναθυμαται» τον κοσμο από τον οποιον προερχεται και επιστρεφει σ’ αυτόν, ακολουθωντας ακριβως την αναποδη πορεια από τον γήϊνο ερωτα της.

Θα μπορουσαμε να πουμε σχηματικα ότι η εν ζωη πορεια της Ψυχης είναι ο Ερωτας της για το Σωμα, ενώ η μετα θανατον πορεια της Ψυχης είναι ο Ερωτας της για τον Νου [παρομοιος με τον θειο Ερωτα του Πλατωνα]
«…Τι είναι αυτή η διαλεκτική που οι προηγούμενοι όπως και ο φιλόσοφος πρέπει να διδαχτούν? 
Είναι η επιστήμη που μπορεί να εκφράζεται για το καθετί με έλλογο τρόπο και να λέει τι είναι, σε τι διαφέρει και σε τι ομοιάζει με τα άλλα, ανάμεσα σε ποια βρίσκεται και αν είναι πράγματι αυτό που είναι και πόσα όντα υπάρχουν και πάλι πόσα μη όντα, διάφορα των όντων. 
Αυτή διαλέγεται για το καλό και για το μη καλό, για όσα κατατάσσονται στο καλό και όσα στο αντίθετό του, τι είναι το αΐδιο και τι το μη αΐδιο. Και για όλα έχει επιστήμη ακριβή και όχι απλή δόξα [γνώμη]. 

Αυτή διακόπτει τις περιπλανήσεις μας στον κόσμο των αισθητών και εγκαθίσταται στον κόσμο των νοητών, κι εκεί ασχολείται με την εκδίωξη τους ψεύδους και τρέφει την ψυχή, κατά την έκφραση του Σωκράτη, χρησιμοποιώντας δηλ. την πλατωνική μέθοδο της διαίρεσης και διάκρισης των ειδών, του ορισμού της φύσης του κάθε Είναι και της εύρεσης των πρώτων γενών [ειδών], και, με νοερώς κάνει όλους τους συνδυασμούς με βάση αυτά τα πρώτα ώσπου να διέλθει παν το νοητό [όλο τον νοητό Κόσμο]. 
Έπειτα, με αντίστροφη πορεία, αυτήν της αναλύσεως, επιστρέφει στην Αρχή. 

Τότε, έρχεται σε ησυχία, γιατί είναι σε ησυχία όσο είναι Εκεί, και δεν πολυπραγμονεί, αλλά επιδίδεται στην θεωρία του ενός. Αφήνει την λεγόμενη λογική πραγματεία περί προτάσεων και συλλογισμών, όπως θα άφηνε την εκμάθηση της γραφής, σε μια άλλη τέχνη. 
Μερικά από τα ζητήματα λογικής που θεωρεί αναγκαία ως προκαταρτικά, αλλά γίνεται η ίδια κριτής αυτού και κάθε άλλου πράγματος, και κάποια τα κρίνει ως χρήσιμα και κάποια άλλα ως περιττά, αρμόζοντας μόνο για τις μεθόδους που ασχολούνται με αυτά…»

8. Η Ψυχή του κόσμου και η ατομική ψυχή

Ένα από τα πιο σκοτεινα σημεια της Πλωτινικης θεωριας, είναι η σχεση της Ψυχης του κοσμου και της ατομικης ψυχης. Ο Δασκαλος δεν φαινεται να ξεκαθαρισε ικανοποιητικα αυτό το ζητημα.
Δεν χωραει αμφιβολια ότι ο Πλωτινος δεχεται αυτό που προγενεστεροι πολιτισμοι ειχαν αποκαλεσει anima mundi και επισης αποδεχεται τη μετεμψυχωση, που μεταφερει αυτή τη «συλλογικη ψυχη» σε διαφορες μορφες των οντων. 
Αυτή ακριβως η Ψυχη είναι αθανατη και συμφωνα με την Πλωτινικη θεωρια ακολουθει την αναστροφη κινηση, από την ενσαρκωση στην επιστροφη προς τον Νου, εστω και αν προηγουμενως εχει διελθει από διαφορα σταδια μορφοποιησης της υλης. Ωστοσο ο Δασκαλος καμει λογο και για την ατομικη ψυχη, μιλωντας για τν ενωση της με το Νου, ενοσω αυτή μεταφερει ολες τις ατομικες εμπειριες που αποκτησε κατά τη διαρκεια της υλικης ζωης της.
Για να δωσει μια ιδεα μαλιστα του πως αυτή η ενωση είναι απολυτη αλλα ταυτοχρονα διατηρει και τη διαφορα της οντοτητας μεταξυ Νου και ψυχης, δινει το παραδεγμα των ομοκεντρων κυκλων.

Η σχεση λοιπον της ψυχης με τον Νου είναι όπως δυο ισοι και ομοκεντροι κυκλοι. Οσο τα κεντρα τους συμπιπτουν, ουσιαστικα δεν αναγνωριζονται ως δυο διαφορετικοι κυκλοι αλλα ως ενας.
Όταν όμως απομακρυνθουν τα κεντρα τους, τοτε εμφανιζεται καθαρα ότι προκειται για δυο διαφορετικους κυκλους, που πιθανον να ακολουθησουν διαφορετικη πορεια.

Αν και ο Δασκαλος δεν ξεκαθαρισε απολυτως το ζητημα της ατομικης και της συλλογικης ψυχης, κρινοντας από την ιδια τη διδασκαλια του προς τους μαθητες του αλλα και από τα λεγομενα του για την πληρη ενωση ψυχης και Ενός, προσωπικως συμπεραινω ότι η εννοια που εδιδε στην «μεγαλη επιστροφη» ειχε να καμει με την πορεια της ψυχης μεσα στον κοσμο.

Αν δηλαδη η ενσαρκωμενη ψυχη ειχε κατορθωσει να απαλλαγει από τα παθη του Εγω και να συλλαβει εν ζωη τη Γνωση του Ενός, τοτε ο θανατος του σωματος θα σημαινε γι αυτην την επιστροφη της προς τον Νου και ακολουθως την ενωση της με το Εν, χωρις να απωλεσει τις μνημες των παθων της, οσο βρισκονταν εντος του υλικου της σωματος.

Αντιθετως αν ο ερωτας της ψυχης προς την υλη δεν την αφησε να απαγκιστρωθει διολου από αυτην και της στερησε τη Μνημη του Νου, τοτε η ψυχη θα μετενσαρκωθει σε διαδοχικους κυκλους ενσαρκωσης και θανατων, μεχρις οτου είναι ετοιμη να Γνωρισει [ή να ενθυμηθει] την α-ληθινη της φυση, ως τμηματος του Ενός.

Ο Πλωτίνος συνηγορεί υπερ μιας τετοιας ερμηνειας της φιλοσοφιας και την εφαρμόζει στη ζωή του.   Αναζητησε τη Γνωση και την ενωση της ψυχης του με το Εν και ισχυριζονταν ότι το ειχε πετυχει εν ζωη τουλαχιστον τρεις φορες. 
Προσπαθωντας να εξηγησει τη σημασια αυτης της απολυτης αλλα και αρρητης Ενωσης, ο Δασκαλος εφερνε το παραδειγμα του καρπου. Ένας καρπος που τον βλεπουμε απανω στο τραπεζι αλλα δεν τον εχουμε αγγιξει, ουτε τον εχουμε γευτει, είναι μεν μια «εικονα» για εμας αλλα αυτό δεν σημαινει ότι κατανοουμε τη φυση του σε ολη της την εκταση. 
Για να κατανοησουμε τη φυση του καρπου δεν φτανει να τον δουμε αλλα θα πρεπει και να τον αγγιξουμε και να τον μυρισουμε και να τον γευτουμε. Η Ενωση με το Εν, που αποτελει και την κορυφαια στιγμη της Γνωσης, οσο ακομα η ψυχη μας βρισκεται εγκλωβισμενη στο υλικο σωμα, δεν μπορει να γινει μονο μεσω μιας αισθησης ή μονον μεσω της λογικης αλλα με ολο μας το είναι και με τετοια πληροττητα ώστε είναι πρακτικα αδυνατον να την περιγραψουμε με λογια.

Αυτή όμως η απολυτη Γνωση του Ενός, ακομα και μεσα από τις απατηλες οψεις των αισθησεων μας, προετοιμαζει την ατομικη μας ψυχη για την αναστροφη πορεια της, προς την Ενθυμηση της προελευσης της και το μεγα δωρο της αθανασιας.

«Γύρισε μέσα σου και δες… Αν δεν βλέπεις ακόμα στον εαυτό σου την ομορφιά, πράξε όπως ο γλύπτης που επιθυμεί να δημιουργήσει ένα ωραίο άγαλμα: αφαιρεί, ξύνει λειαίνει, καθαρίζει, μέχρι να φανεί πάνω στο άγαλμα ένα όμορφο πρόσωπο. 
Κι εσύ, λοιπόν, όπως αυτός, αφαίρεσε το περιττό, ίσιωσε το στρεβλό, φώτισε ό,τι σκοτεινό και μην παύεις να «λαξεύεις» το δικό σου «άγαλμα» έως ότου αστράψει πάνω του η θεϊκή λάμψη της αρετής… 
Αν βλέπεις ότι, ναι, αυτό έγινες, ότι ήδη έγινες αυτό που είδες, πάρε θάρρος και εμπιστέψου τον εαυτό σου, αφού ανέβηκες ως εδώ, δεν χρειάζεσαι πια οδηγό, κράτα το βλέμμα σου σταθερό και κοίτα!»

9.Η αθανασια της ψυχης.

Πρεπει να ειμαστε ο μοναδικος πολιτισμος στην ιστορια της ανθρωποτητας, που δεν διαθετουμε μια κοινωνικα θεσμισμενη αντιληψη περι αθανασιας.
Οσοι από μας είναι χριστιανοι ή μουσουλμανοι πιστευουνε στην κολαση και στον παραδεισο. Οσοι είναι αθεοι δεν πιστευουν πουθενα και οι σκεπτικιστες δεν πιστευουνε ουτε στην Πιστη.

Αντιθετως κανουμε ότι μπορουμε για να εξοστρακισουμε τον θανατο από τη ζωη μας.
Κραταμε μακρια από την καθημερινοτητα μας τους νεκρους μας, συντηρουμε τεχνητα στα νοσοκομεια μας ανθρωπους-ρακη, προσπαθουμε μανιωδως να επιμηκυνουμε το προσδοκιμο της ζωης μας, βανουμε οργανα αιχμαλωτων παιδιων σε αγοραπωλησια και φτανουμε στο τελος μας γεματοι τρομο και απελπισια.

Σαν να μην ειμαστε τιποτε άλλο από ένα συνονθυλευμα χημικων υγρων, σαρκων και κοπρανων, μια τυχαια και προσωρινη μορφοποιηση της υλής.  
Ζουμε κυριολεκτικως, στη λησμονια της ψυχης μας. Που αιωνες τωρα ο πολιτισμος πλεκεται ακριβως γυρω από το νοημα που διδει στη ζωη, η πιστη στην αθανασια της. Γιατι χωρις μια κοινωνικα θεσμισμενη επικυρωση της αθανασιας, ουτε η ζωη, ουτε ο θανατος μπορουν να εχουν καποιο νοημα.

Να στερεις από τον ανθρωπο τη Γνωση της αθανατης ψυχης του, είναι σαν να στερεις από το ανθος τη δυνατοτητα του να γινει, πρωτα καρπος, υστερα σπορος και εν τελει, δεντρο.
Τι κριμα να σαπιζουμε σαν μαραμενα ανθη, αντι να ανθιζουμε σαν νεαρα κλαρια…

Η φιλοσοφια του Πλωτινου είναι κατεξοχην μια φιλοσοφια της αθανασιας. Εχοντας κατανοησει βαθια τη «φαινομενικοτητα» του κοσμου και το φθαρτο της υπαρξης, προσπαθησε να δωσει με λογικες εννοιες μιαν ιδεα της Ιδεας.
Εμοιαζε με έναν ανθρωπο που ξαφνου βρεθηκε πολύ ψηλα και βλεποντας από εκει τον κοσμο σαν σε ευρυγωνιο φακο, επιχειρησε να μεταδωσει στους «από κατου» αυτά που ο ιδιος ειδε.

Στην εποχη του Πλωτινου γινονταν πολυς λογος περι της αθανατης ψυχης, τοσο από τους χριστιανους, που εβλεπαν μαλιστα και μιαν ανταμοιβη για τη γηϊνη ζωη τους στη βασιλεια των ουρανων, οσο και από τις ανατολικες θρησκειες, που τοτε ειχαν γινει της μοδας στη Ρωμη.
Ωστοσο η θρησκευτικη πιστη μπορει να ικανοποιησει με την απλοϊκοτητα της μονον τις μαζες και όχι τους ανθρωπους που απαιτουν ένα λογικο υποβαθρο στην κατευθυνση στην οποια θα ταξουνε τη ζωη τους.

Οι ενορασεις του Δασκαλου για την τριαδικη υποσταση του κοσμου ισως να μην διαφερουν και πολύ από τη βεδικη σημασια του Βραχμα και η θεωρια των απορροων ισως να μην διαφερει και πολύ από τη θεωρια του ινδουιστικου «αβαταρα» [εκπορευσης] ωστοσο είναι εκφρασμενες σε μια γλωσσα πολύ πιο οικεια σε εμας, από ότι οι αφοριστικες σχεδον αποκρυφιστικες διδασκαλιες των ινδουϊστων βραχμανων.

Δεν ξενιζει σημερα να εκφραζονται τμηματα της Πλωτινικης θεωριας με ορους της συχρονης διαλεκτικης ή της συγχρονης φυσικης, αντιθετως φανερωνει μια συνεχεια του στοχασμου, που ισως και να μην διασπαστηκε ποτε, από την εποχη του Θαλη ισαμε τη δικη μας.

Η ισορροπια που νιωθει ο στοχασμος στην αμφιδρομη διαλεκτικη του Πλωτινου, μπορει να ανοιξει και στον συγχρονο ανθρωπο μια διεξοδο, ώστε να στοχαστει την ψυχη ως μια υπαρκτη οντοτητα, που δυναται να διελθει όλα τα σταδια προς τα «πισω» ακολουθωντας την αναστροφη πορεια προς τν Νου και προςτην απολυτη ενωση της με το Εν.

Κι ακομα πιο σημαντικο, η Πλωτινικη θεωρια προσφερει μια ελλογη προταση ως ηθικη σταση, απεναντι στη ζωη, εισαγοντας την διαλεκτικη εξελιξη του ανθρωπου προς την κατακτηση της Γνωσης, όχι μονον μεσω της νηστειας, της απαρνησης του σωματος και του σχεδον απανθρωπου ινδικου διαλογισμου αλλα μεσω της πορειας του ανθρωπινου νου, της εγκρατειας, του μετρου και της λογικης.

Προσωπικα φρονω ότι δεν υπαρχει συστηματικη θεωρια περι ψυχης, που να στηριζεται τοσο πολύ στη λογικη αναλυση, οσο αυτή του Πλωτινου. Θα ελεγα ότι προκειται για Αριστοτελικες μεθοδους, σε Πλατωνικο εδαφος, με Ηρακλειτεια δυναμη και Παρμενιδεια ποιητικοτητα.

Ο κοσμος των φαινομενων και της «εικονας» του παροδικου, υλικου μας εγω, που βρισκεται τοσο στις βεδες, οσο και στη συγχρονη φαινομενολογικη σκεψη, απαγκιστρωνεται στον Πλωτινο από τον πεπλο της Μαγια, που σκεπαζει ολοκληρωτικα τα φαινομενα και μας καμει ανικανους να συλλογιστουμε περι αυτων.

Αντιθέτως, η λησμονιά του Είναι, όπως το θέτει ο Χαϊντεγκερ, μπορεί να αρθεί αν δεχτούμε την πίστη του Δάσκαλου στην ανάστροφη πορεία της ψυχής και στον θειο ερωτα της προς τον Νου,  εκ του οποίου προέρχεται.  
Αυτός ακριβώς ο θείος έρωτας είναι που μας κάνει αθάνατους.

Ο Πλωτινος δεν αρνηθηκε την εμπειρια της ψυχης, κατά την προσωρινη και επωδυνη πορεια της μεσα από τα παθη της υλικης υπαρξης. Και προπαντος δεν αναζητησε για τον ανθρωπο ένα ειδος νεκροφανειας εν ζωη, όπως η νιρβανα του Βουδα.

Αντιθετως, αποδεχτηκε την εν ζωη δραση του ανθρωπου, επιχειρωντας ο ιδιος να συμμετεχει σε ένα πολιτικο και κοινωνικο εγχειρημα, με το να πεισει τον αυτοκρατορα Γαλιηνο, να δημιουργησουν την Πλατωνοπολη.


Δηλαδη, μια πολιτικη ενσαρκωση της ιδεωδους πολιτειας του Πλατωνα. Ευτυχως και για τους δυο, ο Γαλιηνος δεν το τολμησε, ωστοσο γινεται φανερο ποση σημασια εδινε ο Δασκαλος στην κοινωνικη δραση και ποσο μακρια ηταν από τη διδασκαλια του η πληρης παραιτηση από τη ζωη, των ινδουϊστων σαντου ή των βουδιστων μοναχων του θιβετ.

Η φιλοσοφια του Πλωτινου είναι σε ολο της το ευρος Ελληνικη, από την αποψη του «παντων μετρον ανθρωπος» παροτι συχνα ταυτιζεται με τον μυστικισμο, που πολλοι τον θεωρουν απορροια της φιλοσοφιας του.

10.Η μαγεια, ο μυστικισμος και ο Πλωτινος

Οι μαθητες του Πλωτινου του εθεταν συχνα ερωτησεις περι μαγειας, στις οποιες ο δασκαλος δεν απαξιωνε να απαντησει.  Μαλιστα αναφερονται και περιστατικα οπου αντιπαρατεθηκε σε ανατολιτες μαγους, εντυπωσιαζοντας του με το απυροβλητο που φανερωνε απεναντι στα τεχνασματα τους.
Ο ιδιος δεν αρνιοτανε τη δυναμη της μαγειας, ελεγε όμως ότι οι μαγικες δυναμεις αν και υπαρκτες, μπορουν όμως να επηρρεασουν μονο τις κατωτερες ψυχες, αυτές που ζουν αποκλειστικα στο υλικο τους περιβλημα και εχουν λησμονησει τη θεια προελευση τους.

Ουσιαστικα δηλαδη περιοριζε τη μαγεια και αυτές που ονομαζουμε «μυστικιστικες ή αποκρυφιστικες δυναμεις» στο κατωτερον επιπεδο των οντων.

Δεν το κρινω σκοπιμο να επεκταθω στην παραποιηση της Πλωτινικης φιλοσοφιας από τους μυστικιστες και τους μαθητευομενους μαγους του μεσσαιωνα, διοτι αν και απολυτως υπαρκτη, δεν μπορει να διαστρεψει τις μεγαλες εννοιες που διαυγασε για τον πολιτισμο μας ο Δασκαλος.

Είναι γνωστο αλλωστε ότι φιλοσοφιες όπως των πυθαγορειων ή του Βουδα, ή ακομα και ένα ανθρωπιστικο κηρυγμα όπως του Χριστου, μπορει στην μετεπειτα πορεια τους και στην κοινωνικη τους ενσωματωση να διαστραφουν και να παρουσιαστουν ως «θρησκειες»

Οι χοντροι και καλοζωϊσμενοι πετρινοι βουδες της ινδοκινεζικης ζουγκλας αρκει για να καταδειξουν πως μια ηθικη φιλοσοφια μπορει να καταντησει δεισιδαιμονια, τυφλη πιστη και λατρευτικος τυπος.
Το ιδιο συνεβη και με τη φιλοσοφια του Πλωτινου [αλλα και του Πλατωνα] όταν ο ελληνορωμαίκος κοσμος κατερρευσε από τις επιδρομες των βαρβαρων και το μονοπωλιο της Σοφιας περασε στα χερια των παπαδων.


 Αντι επιλογου,   Είναι πολύ πιο ευκολο να παραιτηθουμε από τον Νου μας και να «αποδεχτουμε τυφλα μια πιστη» από το να ζησουμε μεσα στη διαρκη αγωνια της Αποκαλυψης της α-ληθειας.

Η φιλοσοφια είναι ενας δυσκολος και επιπονος δρομος. Ακομα περισσοτερο που η δικια μας εποχη είναι μια εποχη λησμοσυνης του Είναι, η οποια προσπαθει παντι τροπω να περιορισει τον ανθρωπο στα επιπεδα μιας παραγωγικης, οικονομικης μοναδας. 

Ο στοχασμος περι του Ενός, του Νου ή της Ψυχης, αν γενικευονταν, θα ηταν πραγματικα ολεθριο για την δικτατορια των τραπεζων, των πολυεθνικων και των αφεντικων της παγκοσμιοποιησης, εφοσον θα τερματιζε οριστικα τη λυσσα της υπερκαταναλωσης και θα εστρεφε την ανθρωπινη δραση σε πιο ουσιαστικα πραγματα, από το να αλλαζει προγραμματα κινητων κάθε τριμηνο.

Η λογικη διερευνηση της αθανατης ψυχης μας, θα προκαλουσε τρομερες ρωγμες στις κοινωνιες των μαζων, αφου θα απαγκιστρωνε τον ανθρωπο από τον ψυχικο ελεγχο μεσω της τηλεορασης και των ψυχοφαρμακων και θα τον οδηγουσε σε μια κατασταση «μνημης» της πληροτητας του, εντος του μεγαλου θεατρου της υπαρξης.


Με λιγα και απλα λογια, μια φιλοσοφια όπως αυτή του Πλωτινου θα απελευθερωνε τον ανθρωπο από τα δεσμα της εκμεταλλευσης, της μισθωτης σκλαβιας και της δουλειας των αγοραιων παθων του και θα του υπενθυμιζε το τι σημαινει να ξεπερνας τον τρομο του θανατου, για να ζεσταθεις στο αιωνιο φως της αθανατης Ψυχης του Κοσμου.
Αν κατανοουσαμε την α-ληθεια της αθανασιας μας, θα κατανοουσαμε και το πώς να ειμαστε ελευθεροι.   Πραγμα που πρεπει να αποφευχθει με κάθε τροπο…
Α, και κατι ακομα…
Με το εργο του Δασκαλου ειχα ερθει σ επαφη και παλιοτερα, ωστοσο δεν με ειχε συγκλονισει. Χρειαστηκε να περασουν πολλα χρονια, να ωριμασω μεσα μου για να κατανοησω εντελως ξαφνικα, σαν σε μια αποκαλυψη, τον σχεδον Μυστικο λογο του.
Αλλωστε στον Ερωτα και στη Γνωση, μυστικο δεν είναι μονον αυτό που δεν λεγεται αλλα κι εκεινο που, αν ειπωθει, δεν το ακουμε επειδη δεν ειμαστε ετοιμοι να το ακουσουμε…
______________________________________________________________
Λευτέρης Πανούσης



Σημειωσεις:

[1] Γενικα, οταν μιλαμε σημερα για διαλεκτικη εννοουμε την κινηση των πραγματων, που οφειλεται στη δραση των αντιθετων.
Ο πρωτος διαλεκτικος ηταν ο Ηρακλειτος, που θεωρουσε τη συγκρουση των ανιθετων δναμεων ως γενεσιουργο αιτια του Γιγνεσθαι [πολεμος πατηρ παντων]
Ωστοσο ο νουνος της διαλεκτικης ητανε ο Πλατων, ο οποιος ομως οριζε τη διαλεκτικη ως αναζητηση της αληθειας μεσω του λογου και του αντι-λογου.
 
Σημερα, μιλωντυας για διαλεκτικλη εννοουμε κυριως τον διαλεκτικο υλισμο και τη χεγκελιανη διαλεκτικη
Η διαλεκτικη των Μαρξ/Εγκελς στηριζεται αποκλειστικα σε υλικες διαδικασιες. Συμφωνα με την υλιστικη αυτη αντιληψη, η εξελιξη τοσο στη φυση οσο και στην κοινωνια γινετια μεσω της δρασης και της συγκρουσης των αντιθετων δυναμεων, φυσικων ή κοινωνικων [π.χ της παλης των ταξεων]

[2] Σε αντιθεση με τον διαλεκτικο υλισμο των Μαρξ/Εγκελς η διαλεκτικη του Χεγκελ στηριζεται στη συγκρουση των αντιθετων δυναμεων του Πνευματος.
Η παγκοσμια ιστορια ειναι η ιστορια του Πνευματος, που μεσω των αντιρροπων δυναμεων του προωθει τη ζωη και τις κοινωνιες.
Η χεγκελιανη διαλεκτικη μοιαζει πολυ στη βαση της με την πλωτινικη διαλεκτικη, εφοσον και εκει ο Νους εμπεριεχει τα ζευγη των αντιθετων που θετουν σε κινηση τις ψυχες, μεσα στον κοσμο των μορφοποιημενων υλικων οντων
[3] Το παραδοξο του "Αχιλλεα και της χελωνας" ανηκει σε μια σειρα νοητικων κατασκευων, που στοχευουν στο να αποδειξουν τη λογικη αδυναμια της κινησης. 
Εστω οτι μια χελωνα ξεκιναει πιο πριν απο τον Αχιλλεα και κινειται για χρονο Τ1, διανυοντας αποσταση Α1.
Μετα απο τον χρονο Τ1 ξεκιναει την κουρσα του και ο Αχιλλεας, κινουμενος στην ιδια ευθεια με τη χελωνα.
Οταν ο Αχιλλεας θα φτασει στο σημειο που βρισκοτανε η χελωνα, μετα την παρελευση του χρονου Τ1, προφανως η χελωνα θα εχει μετακινηθει κατα μια αποσταση Α2, .
Οταν ο Αχιλλεας φτασει παλι στο σημειο οπου βρισκοτανε πριν η χελωνα, αυτη παλι θα εχει μετακινηθει για μια αλλη αποσταση Α3 και παει λεγοντας.
Καθε φορα που ο Αχιλλεας θα φτανει εκει που βρισκονταν πριν η χελωνα, αυτη θα εχιε μετακινηθει εστω και για καποια ελαχιστη αποσταση, με συνεπεια να μην τη φτασει ποτε!

Ο συλλογισμος αποδεικνυε κατα τους Ελεατες οτι η κινηση ηταν λογικα αδυνατη αρα ο κοσμος μας ειναι ενας κοσμος απατηλων φαινομενων.
Το λογικο προβλημα βρισκεται στο οτι οι Ελληνες δεν μπορουσαν να κατανοησουν τη φυση του Μηδενος και το πως φτανει να μηδενιζεται μια ακολουθια, εστω απειροστων διαστηματων.
Η απαντηση δοθηκε μολις στον αιωνα του Νευτωνα, χαρις στον απειροστικο λογισμο των Νευτωνα και Λαϊμπνιτς, οπου εκει εισαγεται η εννοια του οριου και φυσικα του μηδενισμου μιας ακολουθιας ολοενα και μικροτερων διαστηματων

_________________________
www.istorikathemata.com
www.misraimmemphis.org
http://www.ellinikoarxeio.com


Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: