Μπετόβεν, Η δύσκολη ζωή μιας Μεγάλη μορφής


         
Ludwig van Beethoven

Από τις κεντρικότερες μορφές της κλασικής μουσικής και ανάμεσα στους ευρύτερα αποδεκτούς συνθέτες όλων 
των μουσικών περιόδων και τους 
πλέον γνωστούς όλων των εποχών. 

Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν,  Ludwig van Beethoven, (προφορά στα γερμανικά: Λούντβιχ φαν Μπέχοφεν), βαπτίστηκε στη Βόννη στις 17 Δεκεμβρίου 1770. 
Ο Γερμανός συνθέτης και πιανίστας Μπετόβεν αν και ανήκει περισσότερο στην κλασική περίοδο, συνδέθηκε με το κίνημα του ρομαντισμού που ακολούθησε και τα τελευταία του έργα διακρίνονται από έντονα ρομαντικά στοιχεία. Οι συμφωνίες και τα κοντσέρτα για πιάνο που συνέθεσε αποτελούν τα πιο δημοφιλή έργα του. Από πολλούς αναγνωρίζεται ως μια από τις μουσικές ιδιοφυΐες, παράδειγμα και μέτρο σύγκρισης για όλους τους μεταγενέστερους συνθέτες.


Η ζωή του μοιάζει βγαλμένη από ταινία. 
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, ο πατέρας του ήταν βίαιος, τον έδερνε. 

Ήταν όμως και ο ίδιος άνθρωπος που τον ώθησε στην ενασχόλησή του με την μουσική από πάρα πολύ νεαρή ηλικία, όταν κατάλαβε πως ο γιος του έχει ταλέντο.
Από μουσική  οικογένεια, αν και κανένας από τους προγόνους του δεν διακρίθηκε στη σύνθεση. 
Ο παππούς του ήταν φλαμανδικής καταγωγής και διευθυντής χορωδίας στην Αυλή του Πρίγκηπα Εκλέκτορα της Κολωνίας στη Βόννη. Ο πατέρας του, Johann van Beethoven, εργάστηκε ως επαγγελματίας τενόρος στην ίδια χορωδία ενώ παρέδιδε και μαθήματα πιάνου και τραγουδιού. Αποτέλεσε και τον πρώτο δάσκαλο μουσικής του Λούντβιχ, ωστόσο η σχέση τους ήταν μάλλον κακή, καθώς ο πατέρας του τον καταπίεζε διαρκώς και προσπαθούσε να τον εκμεταλλευτεί παρουσιάζοντας τον ως παιδί θαύμα, όπως ήταν ο Μότσαρτ. Αργότερα, ο Κρίστιαν Νέεφε (Christian Neefe) ανέλαβε το έργο της μουσικής του εκπαίδευσης.

Ο πιτσιρικάς Γιόχαν Μπετόβεν ήταν ένας σκληρός και βίαιος νταής. Οι γείτονές δεν ξέχασαν ποτέ την εικόνα του μικρού Λούντβιχ να κλαίει πάνω από το πιάνο.... κι όταν δεν έπαιζε πιάνο, μελετούσε Ιστορία της Μουσικής ή μάθαινε βιολί. Λίγες ήταν οι μέρες που ο Λούντβιχ δεν κατέληγε κλειδωμένος στο υπόγειο ή δαρμένος με βούρδουλα. 
Οι μέθοδοι του πατέρα του Γιόχαν ήταν κτηνώδεις αλλά αποτελεσματικές: από την ηλικία των 10 ετών, ο Λούντβιχ κατείχε εγκυκλοπαιδική γνώση της μουσικής θεωρίας και εξαίρετες ικανότητες στον πιάνο. Επειδή όμως δεν είχε πολύ χρόνο για το σχολείο, ήταν φριχτός στην ορθογραφία και κακός στην αριθμητική. Στην ηλικία των 11 ετών, εγκαταλείπει οριστικά το σχολείο, αλλά όλη αυτή η συνεχής εκπαίδευση και εξάσκηση αποδίδει και συνθέτει το πρώτο του έργο. 

Κερδίζει  την προσοχή αριστοκρατών της περιοχής και το 1787 κάποιοι προστάτες των τεχνών τον στέλνουν στη Βιέννη και μαθητεύει κοντά στον Μότσαρτ.
Ο ντροπαλός 17χρονος γνώρισε τον δάσκαλο, αλλά πριν αρχίσουν τα μαθήματα, φτάνει στη Βιέννη το νέο.  
Η μητέρα του Μπετόβεν είναι βαριά άρρωστη. Ο νεαρός μουσικός φτάνει σπίτι του αρκετά νωρίς για να προλάβει να δει τη μητέρα του να πεθαίνει. 
Όμως δεν επιστρέφει στη Βιέννη: οι δύο νεότεροι αδελφοί του χρειάζονταν φροντίδα κι ο πατέρας τους ήταν εντελώς άχρηστος γι’ αυτό. Μέσα σε λίγα χρόνια, ο Γιόχαν Μπετόβεν είχε καταλήξει τόσο αναξιόπιστος στη δουλειά του, που οδηγήθηκε σε πρόωρη σύνταξη και λάμβανε το μισό ποσό, ενώ το άλλο μισό πήγαινε στον Λούντβιχ για να φροντίζει τα αδέλφια του. 
Το 1792 καταφέρνει ο Μπετόβεν να γυρίσει στη Βιέννη, όπου, με τη βοήθεια ενός πλούσιου σπόνσορα, κάνει μαθήματα με τον Γιόζεφ Χάιντν. 

Απογοήτευση, η έπαρση του νεαρού Λούντβιχ τον οδηγεί να θεωρήσει ότι ο Χάιντν δεν τον εκπαίδευε με τη δέουσα πυγμή, ενώ αντίστοιχα και ο Χάιντν ενοχλείται από την έπαρση του 22χρονου.  
Όχι ότι ο Μπετόβεν χρειαζόταν πολλή εκπαίδευση. Το 1795 έκανε το ντεμπούτο του με το Δεύτερο κονσέρτο για πιάνο, ενώ το 1800 παίχτηκε η Πρώτη Συμφωνία. Η Βιέννη είχε πια ένα νέο 30χρονο αστέρι.... 

Εκατοντάδες συμφωνίες, όπερες και μουσικές δημιουργίες ακολούθησαν, αρχίζει να χάνει την ακοή του. Ακούει όλο και λιγότερη μουσική, απέφευγε τις πολλές συνομιλίες. 
Η ασθένειά του, τον κατέβαλε ψυχολογικά. Και δεν ήταν το μοναδικό του πρόβλημα. Η ψυχική του υγεία ήταν ήδη κλονισμένη.
Τότε ήταν που οι φίλοι του Μπετόβεν παρατήρησαν ότι απέφευγε τις κοινωνικές συγκεντρώσεις. 
Ο Χάιντν σχολίασε ότι δεν τον επισκεπτόταν καθόλου κι ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του Μπετόβεν παραξενεύτηκε που βρήκε το πιάνο ξεκούρδιστο. Ο Μπετόβεν ήξερε πολύ καλά τι συνέβαινε: είχε χάσει σταδιακά την ακοή του και δεν άκουγε τίποτε απολύτως. 

Δεν είναι πια μυστικό. Ο Beethoven έπασχε από διπολική διαταραχή. Καθώς μεγάλωνε, η ασ
θένεια άρχισε να τον επηρεάζει όλο και πιο πολύ. Η διπολική διαταραχή, που έχει ονομαστεί και «καλλιτεχνική κατάρα» στιγμάτισε την ζωή και την καριέρα του. Είχε πολλές φορές σκεφτεί την αυτοκτονία, ένα κοινό σύμπτωμα της διπολικής διαταραχής, ενώ τις ημέρες που βίωνε την μανία, ένιωθε απέραντη ευτυχία. 
Και ήταν αυτή ακριβώς η μανία που του επέτρεπε να εργαστεί σκληρότερα και να παράγει περισσότερα έργα, επειδή τον γέμιζε αισιοδοξία, αυτοπεποίθηση και δημιουργικότητα. 
Τις ημέρες της βαθιάς θλίψης, αντίθετα, από τις οποία χαρακτηρίζεται η διπολική διαταραχή, κλεινόταν στον εαυτό του, τριγυρνούσε ατημέλητος και δεν ασχολούνταν με τη μουσική.

Επίσης είχε κι άλλα προβλήματα υγείας, όπως κοιλιακές κράμπες, περιοδική διάρροια και συχνούς πονοκέφαλους. Ήταν τόσο δυστυχισμένος που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει. Το μόνο που τον εμπόδισε ήταν η ένθερμη πίστη στην τέχνη του. 
Το φθινόπωρο του 1802, ενώ έμενε στην κωμόπολη Χάλιγκενσταντ, περιέγραψε τι τον κράτησε ζωντανό: “Μου φαινόταν αδύνατο να αφήσω τον κόσμο μέχρι να προσφέρω όλα όσα ένιωθα ότι βρίσκονταν μέσα μου”, έγραψε στη Διαθήκη του Χάιλιγκενσταντ, όπως είναι γνωστό το κείμενο, που γράφτηκε ως επιστολή στους αδελφούς του αλλά παρέμεινε κλεισμένο στο γραφείο του για το υπόλοιπο της ζωής του.... 

Συνέθετε καλύτερα ενώ περπατούσε κι έτσι έγινε γνωστός στην πόλη ως κάποιος που έπαιρνε τους δρόμους, κουνώντας τα χέρια και βρυχώμενος μουσικά σπαράγματα, αδιάφορος για τις ορδές περίεργων παιδιών που τον ακολουθούσαν. 

Ποτέ δεν έμεινε πολύ καιρό στο ίδιο μέρος. Στη Βιέννη μετακόμισε τουλάχιστον σε σαράντα διαμερίσματα και κάποτε συντηρούσε ταυτόχρονα τέσσερα σπίτια. 
Ήταν και ακατάστατος: ένας επισκέπτης στο διαμέρισμα του το 1809 τον βρήκε να ζει στο “πιο βρόμικο, πιο ακατάστατο μέρος που μπορεί να φανταστεί κανείς”. 
Πάνω στις καρέκλες βρίσκονταν πιάτα με αποφάγια και πεταμένα ρούχα. Το πιάνο και το γραφείο δίπλα του ήταν γεμάτα με μισοτελειωμένες παρτιτούρες. Και κάτω από το πιάνο βρισκόταν ένα γεμάτο δοχείο νυχτός. Ούτε εμφανισιακά ήταν ελκυστικός. Τα ρούχα του ήταν τόσο σχισμένα και βρόμικα που οι φίλοι του, αηδιασμένοι, πότε πότε του αγόραζαν καινούρια. Μελαχρινός στα νιάτα του, τώρα είχε γίνει κάτωχρος απ’ την αρρώστια. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο σπυριά και τα γκρίζα μαλλιά του όρθια....
Ακόμα επιδείκνυε αδιαφορία για την κοινωνική κατάταξη και για κάθε μορφή εξουσίας. Υπάρχουν μαρτυρίες πως είχε σταματήσει παραστάσεις όταν δεν είχε την πλήρη προσοχή του κοινού, ενώ αρνούνταν να εμφανιστεί σε κάποιο κονσέρτο αν θεωρούσε πως δεν τον είχαν ενημερώσει εγκαίρως. 
Χαρακτηριστικό των επιπτώσεων της διπολικής διαταραχής στην ψυχική του υγεία είναι πως κατά το 1813 πέρασε μια τέτοια περίοδο κατάθλιψης που σταμάτησε κάθε επιμέλεια για την εμφάνισή του και άρχισε να κάνει επεισόδια οπουδήποτε πήγαινε να δειπνήσει. Σταμάτησε μάλιστα να συνθέτει σχεδόν εντελώς.

Τον Ιούνιο του 1813 φθάνουν οι ειδήσεις για την ήττα των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στην Ισπανία και αυτό λειτουργεί σαν μια πηγή επηρεασμού της ψυχικής του ισορροπίας. 
Βρίσκει ξανά το κίνητρο να γράψει και περνάει ξανά στη φάση της μανίας, δουλεύοντας εντατικά και γράφοντας την συμφωνία που έμεινε γνωστή ως «Νίκη του Ουέλινγκτον». 

Την παρουσίασε για πρώτη φορά στις 8 Δεκεμβρίου, μαζί με την Εβδόμη Συμφωνία του, σε μια φιλανθρωπική συναυλία για τα θύματα του πολέμου. Το έργο έγινε αμέσως ευρέως γνωστός και αγαπητό, καθώς ήταν διασκεδαστικό και εύκολο να κατανοηθεί. 
Το ίδιο καλοκαίρι συνέθεσε και μια σονάτα πιάνο για πρώτη φορά μέσα σε πέντε χρόνια. Το έργο αυτό ήταν σε σαφώς πιο ρομαντικό ύφος από τα προηγούμενα σονάτες του.

Είχε την κακή συνήθεια να ερωτεύεται μη διαθέσιμες γυναίκες, συνήθως ανώτερης τάξης και κατά κανόνα παντρεμένες. 

Ο μεγαλύτερος έρωτάς του έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, αφού τον γνωρίζουμε χάρη σ’ ένα γράμμα που δεν ταχυδρομήθηκε, απευθυνόμενο στην “Αθάνατη αγαπημένη”. 

Η ταυτότητά της αμφισβητείται, αλλά σήμερα οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι ήταν η Αντονί Μπρεντάνο, σύζυγος ενός τραπεζίτη από τη Φρανκφούρτη. 
Ντελικάτη και κομψή, η Αντολί λάτρευε τον Μπετόβεν. “Περπατά σαν θεός εν μέσω θνητούς,” έγραφε. Αλλά παρέμενε πιστή στον άντρα της. Η όποια οδύνη του Μπετόβεν μετριαζόταν ίσως από τη σκέψη ότι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας είναι κάτι πιο ρομαντικό από μία σύζυγο που τον υποχρέωνε να βάζει τα άπλυτα στο καλάθι. 
Όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Κασπάρ, έπαθε φυματίωση, ο συνθέτης αποφάσισε να πάρει την κηδεμονία του γιου του, Καρλ, ο οποίος έφτασε στην ενηλικίωση με συναισθηματικά τραύματα. Ο Μπετόβεν δεν τον άφηνε στιγμή και, όταν ο Καρλ ανακοίνωσε ότι θα γινόταν στρατιωτικός, ο κηδεμόνας του ξέσπασε σε τέτοιες άγριες κρίσεις που ο σπιτονοικοκύρης του αναγκάστηκε να τους διώξει. Ο συνθέτης τον ήθελε μουσικό. Το 1826, ο Καρλ δεν άντεξε κι αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι. Κι όμως γλίτωσε. Η μία σφαίρα αστόχησε και η άλλη μπήκε στο κρανίο χωρίς να πειράξει τον εγκέφαλο. Ο Καρλ βγήκε από το νοσοκομείο αποφασισμένος να τραβήξει το δρόμο του και μπήκε αμέσως στο στρατό. Οι φίλοι του Μπετόβεν τον έβλεπαν να καταρρέει. 
Υπήρξε μια ανακωχή, όταν ο αδελφός του Μπετόβεν, Γιόχαν, τους κάλεσε να μείνουν στο εξοχικό του μέχρι να αρχίσει η υπηρεσία του Καρλ. Όταν μπήκε το φθινόπωρο, ο Γιόχαν ζήτησε από τον αδελφό και τον ανιψιό του να φύγουν από το σπίτι. Οι δύο άνδρες ταξίδεψαν σε ανοιχτή άμαξα και κοιμήθηκαν σ’ ένα πανδοχείο χωρίς θέρμανση, παρ’ όλο το δριμύ κρύο. 

Όταν πια ο Μπετόβεν έφτασε στη Βιέννη, ψηνόταν απ’ τον πυρετό και είχε πνευμονία. Ποτέ δεν ανάρρωσε, απλώς συνέχισε να μαραίνεται για σχεδόν τρεις μήνες. Το τι συνέβη κατόπιν είναι ασαφές. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο συνθέτης βρισκόταν σε κώμα για 48 ώρες όταν, στις 26 Μαρτίου 1827, εν μέσω άγριας καταιγίδας, ξαφνικά άνοιξε τα μάτια, ενώ μια αστραπή φώτιζε το δωμάτιο. Ύψωσε το δεξί χέρι, έκανε γροθιά και έπεσε νεκρός. Πάνω από δέκα χιλιάδες άνθρωποι συνόδευσαν το φέρετρό του. Ο Μπετόβεν έγινε είδωλο για την επόμενη γενιά ρομαντικών συνθετών, που επικροτούσαν, όχι μόνο την έντονη κι εκφραστική μουσική του, αλλά και την άρνηση του να συμμορφωθεί με τις τάσεις της εποχής. Σήμερα τα θέματα και τα μοτίβα του αναγνωρίζονται αμέσως.... 

Μια άλλη εκδοχή μας αναφέρει την ηπατική του ανεπάρκεια σαν αιτία, κρατώντας όμως την ίδια ημερομηνία και έτος θανάτου. Προσπαθούσε για χρόνια να αυτοθεραπεύσει τα πολλά προβλήματα υγείας του με αλκοόλ. Ο Beethoven όταν βρισκόταν στη φάση της μανίας ήταν γνωστό στον κύκλο των φίλων του ότι μπορούσε να συνθέσει πολλά έργα ταυτόχρονα.

Οι ευφυείς και ψυχεδελικές συνθέσεις του Ludwig van Beethoven, η ένταση και το συναίσθημα τους μένουν ανέγγιχτες από το χρόνο όσα χρόνια μαι αν περάσουν η μουσική 
του δεν παύει να είναι μια μοναδική εμπειρία.
____________________ 

* για να ολοκληρωθεί η ανάρτηση του Scholeio.com συμβουλευτήκαμε τα βιβλία:
- Ρομάν Ρολάν, Οι Αγάπες του Μπετόβεν, μτφ:. Σπύρου Σκιαδαρέση
- Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Μουσουργών από τις εκδόσεις αιώρα


Scholeio.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: