Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Υπατία, Θαύμα του Φωτός ή Απόστολος του Σκότους ?





Πολλοί φτάνουν στην Αλεξάνδρεια θέλοντας να γνωρίσουν την επιστημοσύνη της νεαρής γυναίκας, που η φήμη της ξεπέρασε τα όρια της πόλης.
Άλλοι είναι ερευνητές, άλλοι στοχαστές. Οι περισσότεροι όμως θέλουν να μαθητεύσουν κοντά της. Υπάρχουν και κάποιοι που έρχονται ειδικά για να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις της για τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη φιλοσοφία και τη μηχανική. 
Το σπίτι της έχει γίνει κέντρο διανοουμένων και συγκεντρώνει σχολαστικιστές που συζητήσουν επιστημονικά και φιλοσοφικά ερωτήματα. 

''Υπάρχουν αυτοί που τη θεωρούν θαύμα του φωτός... αλλά και αυτοί που τη βλέπουν σαν απόστολο του σκότους''  μας λέει ο Elbert Hubbard 

''Κρατώντας το μανδύα του φιλοσόφου και περπατώντας μέσα στην πόλη, εξηγούσε δημόσια τα γραπτά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και άλλων φιλοσόφων σε όλους όσους ήθελαν να ακούσουν... 
Ή ακόμα για όσους ήθελαν να τη συμβουλευθούν στα θέματα διοίκησης της πόλης, ήταν πάντα πρόθυμη''.  βεβαιώνει ο μαθητής της Ησύχιος ο Εβραίος

Η θέση που βρίσκεται η νεαρή επιστήμων είναι πολύ επικίνδυνη, σε μια όλο και πιο χριστιανική πόλη. Ο τίτλος-μομφή της εποχής, παγανιστής-στρια,  που είχε επιβάλλει η νέα θρησκεία την ακολουθούσε τώρα αφού είχε ασπαστεί την ελληνική επιστημονική σκέψη και επηρέαζε την κοινωνία σαν πολιτικό πρόσωπο. 





   
4ος αιώνας, Αλεξάνδρεια 

Βρισκόμαστε το 370 μ.Χ. Τα μαθηματικά και η επιστήμη υπό διωγμόν. Η πνευματική ζωή της Αλεξάνδρειας υπό διωγμόν, σε κατάσταση  επικίνδυνης σύγχυσης. Ο χριστιανός ζηλωτής και όχι μόνο, βλέπει αιρέσεις και σατανισμό σε ότι θα λέγαμε εκείνη την εποχή έρευνα και επιστήμη. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετατρέπεται σιγά σιγά σε χριστιανική.

"Οι μαθηματικοί έπρεπε να κατασπαραχθούν από θηρία ή να καούν ζωντανοί" (McCabe)

Μερικοί από τους χριστιανούς Πατέρες αναβίωσαν τις θεωρίες της επίπεδης γης και του σύμπαντος ως στερέωμα. Στην Αλεξάνδρεια ο Θεόφιλος, Πατριάρχης Αλεξάνδρειας, υποκινούσε βίαιες συγκρούσεις μεταξύ παγανιστών, Εβραίων και Χριστιανών. Δεν ήταν μια και τόσο ευμενής εποχή για να είναι κανείς επιστήμονας, ή φιλόσοφος.

Αυτό το περιβάλλον διαλέγει η Υπατία να γεννηθεί, να ''μορφωθεί'', να βιώσει την δική της περιπέτεια. Διαλέγει τον Θέωνα για πατέρα, έναν αστρονόμο-μαθηματικό του Μουσείου και εκείνος μ
εγαλώνει την μικρή Υπατία με όνειρο να γίνει ένα 'τέλειο ανθρώπινο ον'. Τι κι αν είναι γυναίκα (ήταν η εποχή που οι γυναίκες θεωρούνταν κάτι παρακάτω από άνθρωποι!) 

Επιβλέπει από κοντά κάθε πλευρά της εκπαίδευσης της. Προσωπική μαθήτρια του μάγου Πλούταρχου και ανατρέφεται στις θεμελιώδεις αρχές της Πλατωνικής Σχολής. Ταξιδεύει στην Αθήνα και την Ιταλία. 

Στην Αθήνα οι νεοπλατωνικές σχολές έχουν τη φήμη ότι τονίζουν περισσότερο τη μαγεία και την απόκρυφη επιστήμη απ' ότι οι αντίστοιχες νεοπλατωνικές σχολές της Αλεξάνδρειας.
Βέβαια για τους Χριστιανούς, όλοι οι Πλατωνιστές ήταν επικίνδυνοι αιρετικοί.
Εκείνη όμως σπουδάζει στη νεοπλατωνική σχολή του Πλούταρχου του Νεότερου και της κόρης του Ασκληπιγένειας στην Αθήνα.

Όταν επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια γίνεται δασκάλα των μαθηματικών και της φιλοσοφίας. Το Μουσείο είχε χάσει την υπεροχή του και η Αλεξάνδρεια τώρα είχε ξεχωριστά σχολεία για παγανιστές, για Εβραίους και για Χριστιανούς. 

Η Υπατία πρωτοτυπεί διδάσκει σε ανθρώπους κάθε θρησκείας. Αναλαμβάνει μια Έδρα Φιλοσοφίας στην πόλη. Σύμφωνα με τον βυζαντινό εγκυκλοπαιδιστή Σουίδα, ''Ήταν επίσημα διορισμένη να ερμηνεύει το δόγμα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη κ.ά.". 

Τα περισσότερα από τα γραπτά της Υπατίας ξεκίνησαν σαν σημειώσεις για τους μαθητές της. Κανένα δεν έχει διασωθεί ολοκληρωμένο, αν και είναι πιθανό τμήματα του έργου της να έχουν ενσωματωθεί στις εκτενείς πραγματείες του Θέωνα. 
Μερικές πληροφορίες για τα επιτεύγματά της προέρχονται από δασωμένα γράμματα του μαθητή και φίλου της Συνέσιου του Κυρηναίου, που αργότερα έγινε ο πλούσιος και ισχυρός Επίσκοπος της Πτολεμαϊδας. Κάποτε ο Συνέσιος, Επίσκοπος και γνωστός για τη μόρφωσή του, της έγραψε ζητώντας τη βοήθειά της στην κατασκευή ενός αστρολάβου και ενός υδροσκοπίου, αναγνωρίζοντας τη μοναδική υπεροχή του νου της.



Αριθμητική του Διόφαντου

Το σημαντικότερο έργο της Υπατίας ήταν στην άλγεβρα. Έγραψε σχόλια στην Αριθμητική του Διόφαντου σε 13 βιβλία. Ο Διόφαντος έζησε και εργάσθηκε στην Αλεξάνδρεια τον τρίτο αιώνα και έχει ονομασθεί 'πατέρας της άλγεβρας'. Ανέπτυξε τις απροσδιόριστες (ή Διοφαντικές) εξισώσεις, δηλαδή εξισώσεις με πολλαπλές λύσεις. 

Ένα συνηθισμένο παράδειγμα προβλημάτων αυτού του τύπου είναι το πώς μπορούμε να μετατρέψουμε ένα κατοστάρικο σε νομίσματα χρησιμοποιώντας διαφορετικά νομίσματα, 50άρικα, 20άρικα κλπ.). Εργάσθηκε επίσης με δευτεροβάθμιες εξισώσεις. Τα σχόλια της Υπατίας περιελάμβαναν εναλλακτικές λύσεις και πολλά νέα προβλήματα που προέκυπταν σαν συνέπεια στα χειρόγραφα του Διόφαντου.

Κωνικές Τομές του Απολλώνιου της Πέργα

Η Υπατία έγραψε επίσης μια διατριβή Περί των Κωνικών του Απολλώνιου σε οκτώ βιβλία. Ο Απολλώνιος ο Πέργας ήταν ένας αλεξανδρινός γεωμέτρης του 3ου π.Χ. αιώνα, που προσπάθησε να εξηγήσει τις ασυνήθιστες τροχιές των πλανητών.

Το κείμενο της Υπατίας ήταν μια εκλαΐκευση της εργασίας του. Όπως οι έλληνες πρόγονοί της, η Υπατία γοητευόταν από τις κωνικές τομές (τα γεωμετρικά σχήματα που σχηματίζονται όταν ένα επίπεδο τέμνει ένα κώνο). 

Μετά το θάνατό της, οι κωνικές τομές αγνοήθηκαν μέχρι την αρχή του 17ου αιώνα όταν οι επιστήμονες συνειδητοποίησαν ότι πολλά φυσικά φαινόμενα, όπως οι τροχιές πλανητών, περιγραφόταν με τον καλύτερο τρόπο με τις καμπύλες που προκύπτουν από κωνικές τομές.

Αστρονομικός Κανόνας του Πτολεμαίου

Ο Θέων, ο πατέρας της Υπατίας, αναθεώρησε και εξέλιξε τα Στοιχεία της γεωμετρίας του Ευκλείδη και είναι η δική του έκδοση που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα. Πιθανότατα η Υπατία εργάσθηκε μαζί του σε αυτή την αναθεώρηση. Αργότερα έγραψε μαζί του τουλάχιστον μία διατριβή για τον Ευκλείδη. Η Υπατία επίσης έγραψε τουλάχιστον ένα βιβλίο από την εργασία του Θέωνα για τον Πτολεμαίο. 


Ο Πτολεμαίος είχε συστηματοποιήσει όλη τη σύγχρονη μαθηματική και αστρονομική γνώση σε ένα έργο 13 βιβλίων, το οποίο μετριόφρονα ονόμασε Μαθηματική Πραγματεία.  Άραβες Σχολαστικιστές το μετονόμασαν σε Almagest ('Μέγα Βιβλίο"). 

Το σύστημα του Πτολεμαίου παρέμεινε το κυρίαρχο αστρονομικό έργο μέχρι τον Κοπέρνικο τον 16ο αιώνα, που, μαζί με την ηλιοκεντρική θεωρία του Πυθαγόρα, αντιγράφει και ενσωματώνει στην δική του πραγματεία. Οι πίνακες της Υπατίας για τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων, ο Αστρονομικός Κανών, ίσως ήταν μέρος των σχολίων του Θέωνα στον Πτολεμαίο, ή ήταν ξεχωριστό έργο.

Εκτός από τη φιλοσοφία και τα μαθηματικά, η Υπατία είχε ενδιαφέρον για τη μηχανική και την πρακτική τεχνολογία. Τα γράμματα του Συνέσιου περιέχουν σχέδια για αρκετά επιστημονικά όργανα περιλαμβάνοντας έναν αστρολάβο. Θυμίζουμε ότι ο αστρολάβος χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση των θέσεων του άστρων, πλανητών και του ήλιου και για τον υπολογισμό της ώρας και του ανερχόμενου ζωδίου του ζωδιακού.

Η Υπατία ανέπτυξε ακόμα μια συσκευή για τη διύλιση του νερού, ένα όργανο για τη μέτρηση της στάθμης του νερού και ένα διαβαθμισμένο υδρόμετρο από μπρούτζο για τη μέτρηση της ειδικής βαρύτητας (πυκνότητας) ενός υγρού.

Με τα επιχειρήματα της, τη δημόσια αναγνώριση και τον σεβασμό που ενέπνεε, η Υπατία επισκίαζε κάθε αντίπαλο των Χριστιανικών δογμάτων της Βόρειας Αιγύπτου. Ήταν φημισμένη για το βάθος της γνώσης της και τη γοητεία της προσωπικότητάς της και αγαπημένη των πολιτών της Αλεξάνδρειας. Συχνές ήταν οι προσκλήσεις που είχε από  τους άρχοντες της πόλης  που την επέλεγαν ως σύμβουλο τους.



Μια αποκάλυψη που καίει

Αρκετοί συγγραφείς μνημονεύουν τις διδασκαλίες της Υπατίας σαν Χριστιανικές στο πνεύμα. Πραγματικά, η Υπατία αφαίρεσε το πέπλο μυστηρίου με το οποίο είχε καλυφθεί αυτή η νέα θρησκεία, συζητώντας με τέτοια ευκρίνεια για τις πιο πολύπλοκες αρχές της ώστε πολλοί νεοφώτιστοι στη Χριστιανική πίστη εγκατέλειψαν το Χριστιανισμό για να γίνουν μαθητές της.


Αναλύοντας τους φυσικούς νόμους που διέπουν τα φαινόμενα, στηριζόμενη σε επιχειρήματα και με εργαλείο τη λογική, η Υπατία αποδεικνύει την παγανιστική καταγωγή της Χριστιανικής πίστης. 

Αναλύοντας τα υποτιθέμενα θαύματα, αποκαλύπτει αυτά που οι Χριστιανοί πρόβαλαν σαν σημάδια "θείας προτίμησης". Τα γραπτά της βέβαια καταστράφηκαν στην πυρκαγιά της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας, βρίσκουμε όμως αρκετές πληροφορίες που να μπορούμε να σχηματίσουμε μια εικόνα του περιεχομένου τους σε αναφορές και σχόλια σύγχρονών της συγγραφέων.

Η Υπατία ήταν ο τελευταίος επιστήμονας του δυτικού κόσμου, ή ο τελευταίος παγανιστής επιστήμονας, όπως ''σοφά'' αποκαλείται, λες και ο προσδιορισμός του παγανισμού της αφαιρεί από τη μεγαλοσύνη της. Μετά πλήρες σκοτάδι στην ανθρώπινη σκέψη και στην έρευνα. 
Ο θάνατός της συνέπεσε με τα τελευταία χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Και αφού από τότε δεν υπήρξαν σημαντικές πρόοδοι στα μαθηματικά, την αστρονομία και τη φυσική σε όλο τη Δύση για άλλα 1000 χρόνια, η Υπατία έγινε σύμβολο του τέλους της αρχαίας επιστήμης... που έπρεπε να θαφτεί, για το καλό της θρησκείας ! Μετά την Υπατία ήρθε το χάος και ο βαρβαρισμός των Σκοτεινών Χρόνων.

Η Αλεξάνδρεια του 4ου αιώνα μ.Χ. ήταν ο χώρος μιας μικρής επιστημονικής αναγέννησης και αυτή φωτίστηκε από την πιο διάσημη ανάμεσα στις γυναίκες επιστήμονες και φιλοσόφους. Για δεκαπέντε αιώνες η Υπατία θεωρείται ότι ήταν η μόνη γυναίκα επιστήμονας στην ιστορία. Ακόμα και σήμερα συχνά είναι η μόνη γυναίκα που αναφέρεται στην ιστορία των μαθηματικών και της αστρονομίας. 

Πολλοί μαθητές έφθαναν στην Αλεξάνδρεια ειδικά για να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις της για τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη φιλοσοφία και τη μηχανική. Το σπίτι της έγινε κέντρο διανοουμένων και συγκέντρωνε σχολαστικιστές που συζητήσουν επιστημονικά και φιλοσοφικά ερωτήματα. 


"Η Υπατία ήταν ένα πρόσωπο που χώριζε την κοινωνία σε δύο μέρη:  αυτούς που την θεωρούσαν θαύμα του φωτός και αυτούς που την έβλεπαν σαν απόστολο του σκότους." (Elbert Hunnard)

Η Υπατία ανακατεύτηκε στα πολιτικά θέματα της Αλεξάνδρειας, το βεβαιώνει ο μαθητής της Ησύχιος ο Εβραίος που γράφει:

΄Κρατώντας το μανδύα του φιλοσόφου και περπατώντας μέσα στην πόλη, εξηγούσε δημόσια τα γραπτά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και άλλων φιλοσόφων σε όλους όσους ήθελαν να ακούσουν... Ή σε όσους ήθελαν να συμβουλευθούν αυτήν πρώτα για τα θέματα διοίκησης της πόλης.'

Η Υπατία βρέθηκε σε πολύ επικίνδυνη θέση σε μια όλο και πιο χριστιανική πόλη. Ο τίτλος-μομφή της εποχής, παγανιστής-στρια,  που είχε επιβάλλει η νέα θρησκεία την ακολουθούσε τώρα αφού είχε ασπαστεί την ελληνική επιστημονική σκέψη και επηρέαζε την κοινωνία σαν πολιτικό πρόσωπο. 
   
Το 412 ο Κύριλλος, ένας φανατικός χριστιανός, έγινε Πατριάρχης της Αλεξάνδρειας και μεγάλη εχθρότητα αναπτύχθηκε μεταξύ του Κυρίλλου και του Ορέστη, του Ρωμαίου Κυβερνήτη της Αιγύπτου, ενός παλιού μαθητή και καλού φίλου της Υπατίας. 
Αμέσως μόλις πήρε την εξουσία, ο Κύριλλος άρχισε να διώκει τους εβραίους, διώχνοντας χιλιάδες από αυτούς από την πόλη. 

Ο Ορέστης βλέπει τον κίνδυνο,  προσπαθεί να εμποδίσει τον Κύριλλο, να μην προβεί στην εκκαθάριση της πόλης από τους νεοπλατωνιστές. 
Δεν τα καταφέρνει...  προσπαθεί να κάνει την Υπατία να δει αυτό που έρχεται... 
Εκείνη δεν ακούει τίποτα... Την εκλιπαρεί να φύγει μακριά ή να αρνηθεί τις ιδέες της και να ασπασθεί τον χριστιανισμό για να γλυτώσει. Εκείνη αρνείται.

Ο Κύριλλος, ο οποίος αργότερα αναγορεύτηκε ο πατέρας τους δόγματος της Χριστιανικής Τριάδας και αγιοποιήθηκε για το ζήλο του, έβλεπε στην Υπατία μια συνεχή απειλή για τη διάδοση της Χριστιανικής πίστης. Ο Κύριλλος άμεσα ή έμμεσα τουλάχιστον, ήταν η αιτία του τραγικού θανάτου της Υπατίας. 

Παρά κάθε επόμενη προσπάθεια να τον απαλλάξουν από το στίγμα του δολοφόνου, το αδιαμφισβήτητο γεγονός παραμένει ότι δεν έκανε καμία προσπάθεια να αποτρέψει το αποτρόπαιο και βίαιο έγκλημα. Το μόνο ελαφρυντικό που μπορεί κανείς να προσφέρει σαν υπεράσπισή του είναι το ότι, τυφλωμένος από τη μανία του φανατισμού, ο Κύριλλος θεωρούσε την Υπατία ως μάγισσα εκπρόσωπο του Κακού.  




Ο φόνος της Υπατίας περιγράφεται στα γραπτά του χριστιανού ιστορικού του 5ου αιώνα Σωκράτη του Σχολαστικού:

"Όλοι οι άνθρωποι την σεβόταν και την θαύμαζαν για την απλή ταπεινοφροσύνη του μυαλού της.  Ωστόσο, πολλοί με πείσμα την ζήλευαν και επειδή συχνά συναντούσε και είχε μεγάλη οικειότητα με τον Ορέστη, ο λαός την κατηγόρησε ότι αυτή ήταν η αιτία που ο Επίσκοπος και ο Ορέστης δεν γινόταν φίλοι. Ορισμένοι πεισματάρηδες και απερίσκεπτοι κοκορόμυαλοι με υποκινητή και αρχηγό τους τον Πέτρο, έναν οπαδό αυτής της Εκκλησίας, παρακολουθούσαν αυτή τη γυναίκα να επιστρέφει σπίτι της γυρνώντας από κάπου. Την κατέβασαν με τη βία από την άμαξά της, την μετέφεραν στην Εκκλησία που ονομαζόταν Caesarium, την γύμνωσαν εντελώς, της έσκισαν το δέρμα και έκοψαν τις σάρκες του σώματός της με κοφτερά κοχύλια μέχρι που ξεψύχησε, διαμέλισαν το σώμα της, έφεραν τα μέλη της σε ένα μέρος που ονομαζόταν Κίναρον και τα έκαψαν."

Οι δολοφόνοι της Υπατίας ήταν Παραβολικοί, φανατικοί μοναχοί της Εκκλησίας του Αγ. Κυρίλλου της Ιερουσαλήμ, πιθανώς υποβοηθούμενοι από Νιτριανούς μοναχούς. 
Ακόμα κι αν δεν διέταξε ο ίδιος το φόνο (παραμένει ανοικτό το ερώτημα), δημιούργησε το πολιτικό κλίμα που θα επέτρεπε μια τέτοια θηριωδία. Αργότερα η εκκλησία για να τιμήσει τον Κύριλλο και την συμπεριφορά του τον ονομάζει άγιο.

Ο Ορέστης αναφέρει τη δολοφονία στη Ρώμη και ζητάει από τις αρχές να ξεκινήσουν έρευνες. Μάταια περιμένει, η έρευνα αναβλήθηκε πολλές φορές λόγω 'έλλειψης μαρτύρων', παραιτείται  και φεύγει από την Αλεξάνδρεια...  Ο Κύριλλος τελικά αρνείται τα πάντα, τα αποκαλεί συκοφαντικά μυθεύματα και  ισχυρίζεται ότι η Υπατία είναι ζωντανή και ζούσε στην Αθήνα.

Οι ελάχιστες ιστορικές αναφορές σε αυτή την παρθένο φιλόσοφο βεβαιώνουν την αρετή της, την ακεραιότητά της και την απόλυτη αφοσίωσή της στα ιδεώδη της Αλήθειας και του Δίκαιου. 





O Αμερικάνος συγγραφέας Elbert Hubbard δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι με το μέρος της.  Ακολουθώντας τον Ιωάννη το Νίκιο, ένα κόπτη Επίσκοπο, που έχει διαστρεβλώσει την ιστορία γιατί μόνο μέσα από τους εχθρούς του ο χριστιανισμός θα γίνει δυνατός, ο Hubbard μας πληροφορεί ότι η Υπατία υπνώτιζε τους μαθητές της με σατανικές μεθόδους.  Άλλοι συγγραφείς την ανέφεραν σαν αλχημίστρια.

Ο Charles Kingsley ένας γνωστός μυθιστοριογράφος του 19ου αιώνα, την βάζει να σκοτώνεται στην ηλικία των 25 αντί των 45. Σύμφωνα με την δική του πλοκή την παρουσιάζει  σαν φανατική νεοπλατωνική που ανακατεύεται σε πολιτικές διαμάχες. 

Η Υπατία δεν παντρεύτηκε ποτέ και για αιώνες οι ιστορικοί αναρωτιόταν για την αγνότητά της.  Η μεγαλύτερη γυναίκα μύστης του αρχαίου κόσμου, χάνεται μ' αυτόν το βάρβαρο τρόπο από μία θρησκεία που κήρυττε την αγάπη το 415  και μαζί της τελειώνει και η Νεοπλατωνική Σχολή της Αλεξάνδρειας. 
Η μνήμη της Υπατίας πιθανώς τιμάται από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στο πρόσωπο της Αγ. Αικατερίνης της Αλεξάνδρειας. 

Κατά άλλους αυτή είναι διαφορετικό πρόσωπο, μια άλλη χριστιανή Αλεξανδρινή διανοούμενη που δολοφονήθηκε ένα μήνα πριν την Υπατία.
Με την εξάπλωση του Χριστιανισμού, η έρευνα έδωσε τη θέση της στην εμφάνιση πολλών θρησκευτικών λατρειών και μεγάλο θρησκευτικό χάος και ενδιαφέρον για την αστρολογία και το μυστικισμό. 

Το 640 εισέβαλαν οι Άραβες στην Αλεξάνδρεια και ό,τι είχε απομείνει από το Μουσείο καταστράφηκε. Αλλά αν και η Ευρώπη είχε μπει στους σκοτεινούς χρόνους του Μεσαίωνα, η ελληνική επιστήμη επρόκειτο να επιβιώσει στο Βυζάντιο και να ανθίσει στον Αραβικό κόσμο.
__________________________

* Ο Έλμπερτ Γκρην Χάμπαρντ (Elbert Green Hubbard, 19 Ιουνίου 1856 – 7 Μαΐου 1915) ήταν Αμερικανός συγγραφέας, εκδότης, φιλόσοφος και καλλιτέχνης. Χαρακτηριζόμενος και ως «ένθεος αναρχικός», σήμερα είναι περισσότερο γνωστός ως ο ιδρυτής της καλλιτεχνικής κοινότητας Roycroft στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, μία πτυχή του Arts and Crafts Movement. 
Ανάμεσα στα πολλά γραπτά του ξεχωρίζουν το εννεάτομο έργο Little Journeys to the Homes of the Great (= «Μικρά ταξίδια στα σπιτικά των μεγάλων») και το ιστορικό διήγημα A Message to Garcia, ενώ είναι γνωστός και για τα αποφθέγματά του.

* Τσαρλς Κίνγκσλυ (Kingsley), Τσαρλς (1819 - 1875). ΄Αγγλος μυθιστοριογράφος και ανανεωτικός κληρικός. Γιος εφημέριου σε μια κωμόπολη, στην περιοχή του Ντέβονσαϊρ, ο Κίνγκσλυ πέρασε την παιδική του ηλικία στις ακτές της νότιας Αγγλίας από όπου και άντλησε το σκηνικό για πολλά επεισόδια στα ιστορικά του μυθιστορήματα. Διαβάζοντας και ερευνώντας τη ζωή ιστορικών προσώπων επενέβαινε στα πραγματικά γεγονότα δημιουργώντας φανταστική πλοκή. Αυτό ακριβώς κάνει και το 1853 με το Hypatia όπως και το 1856 με ένα βιβλίο για παιδιά βασισμένο πάνω στην Ελληνική Μυθολογία,  Greek mythology,



video: Η αντιστροφή των αξιών του μέχρι τότε κόσμου, οι 4 κανόνες του Χριστού που θανάτωσαν τον αρχαίο κόσμο,   απόσπασμα από ομιλία του καθηγητή Λιαντίνη 






  Scholeio.com  

Το πορτραίτο μιας οικογένειας που προκαλεί δέος, της δυναστείας Ρότσιλντ




- "Δώσε μου τον έλεγχο των χρημάτων ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος φτιάχνει τους νόμους."
- "Δεν με νοιάζει ποια είναι η μαριονέτα που τοποθετείται στο θρόνο της Αγγλίας να κυβερνήσει την αυτοκρατορία...  Ο άνθρωπος που ελέγχει την προσφορά χρήματος της Βρετανίας ελέγχει τη βρετανική αυτοκρατορία. Και εγώ, έχω τον έλεγχο της προσφοράς χρήματος."



Και οι δύο προκλητικές ατάκες αποδίδονται σε έναν Ρότσιλντ. Για πολλούς η διακεκριμένη οικογένεια γερμανοεβραίων τραπεζιτών Ρότσιλντ μαζί με τους Ροκφέλερ είναι αυτοί που κυβερνούν πραγματικά ΗΠΑ και Ευρώπη και το μέγεθός τους προκαλεί δέος. Σημαντική η επιρροή τους στην οικονομικοπολιτική ιστορία της Ευρώπης.

Είναι τραπεζίτες, μαικήνες, συλλέκτες, οινοποιοί... Εδώ και τρεις αιώνες, το όνομά τους είναι συνδεδεμένο με την ιστορία της Ευρώπης και συνώνυμο του πλούτου. Ο Σταντάλ το έγραψε πρώτος: «πλούσιος σαν Ρότσιλντ».
Το γενεαλογικό τους δένδρο χάνεται στα βάθη του 17ου αιώνα. Ο πρόγονος Mayer Amschel Rothschild κατοικεί με την οικογένειά του στην πόλη Francfort-sur-le-Main, στα σύνορα Γαλλίας-Γερμανίας, σε έναν άθλιο δρόμο. Είναι Εβραίος και δεν του δίνουν την άδεια να ασκήσει ένα ευγενές επάγγελμα, όπως να πουλάει υφάσματα ή να κάνει τον ξυλουργό και τον σιδηρουργό. Ετσι, όπως πολλοί άλλοι Εβραίοι, γίνεται δανειστής, ζει από το εμπόριο του χρήματος και γυρνάει όλη τη Γερμανία της εποχής, σε μια άμαξα, για να πάρει πίσω τα χρήματά του με τόκο.

Ο πρόγονος Μέγιερ μεγαλώνει τις υποθέσεις του γιατί στέλνει τα πέντε παιδιά του να κάνουν ένα «υποκατάστημα» σε άλλες ευρωπαΐκές πόλεις. Σύντομα η οικογένεια Ρότσιλντ εγκαθιδρύει ένα σύστημα ταχυδρομείου γρηγορότερου από τα ίδια τα κράτη. Τα πέντε αδέλφια ιδρύουν την πρώτη πολυεθνική στον κόσμο και γίνονται «Ευρωπαίοι» πριν καν εφευρεθεί ο όρος.

Αυτή είναι η πηγή της δύναμής τους. Οι Ρότσιλντ δεύτερης γενιάς, όπως ο μικρότερος Τζέημς που ο πατέρας του τον στέλνει στο Παρίσι για δουλειές, είναι ήδη πολύ πλούσιοι.
Όταν φτάνει στο Παρίσι το 1812 είναι 20 ετών. Σύντομα αρχίζει να συχνάζει δίπλα σε υπουργούς, διπλωμάτες, αριστοκράτες κ.α. τους οποίους βλέπει αφ' υψηλού. Γίνεται μέλος του μυστικού κλαμπ «Ο κύκλος της Ένωσης» που είναι το πιο σνομπ και ευγενές της εποχής. Δεν παντρεύεται καμία από τις αριστοκράτισσες της εποχής, οι Ρότσιλντ παντρεύονται μεταξύ τους για να μείνει μεταξύ τους η τεράστια περιουσία. Παντρεύτηκε την ξαδέλφη του Μπέτυ.

Όπως τα αδέλφια του που έχτισαν πύργους σε όλη την Ευρώπη χτίζει τον πύργο Ferrières στη Γαλλία, μια θρυλική κατοικία, με 120 υπηρέτες, δείπνα για 60 άτομα κάθε φορά, στάβλους για 60 άλογα και ασανσέρ για τα φαγητά από την κουζίνα, το πρώτο στην Ευρώπη. Πολύτιμα έργα τέχνης στόλιζαν τα χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα.

H βαρόνη Φιλιπίν Ρότσιλντ
Ο κάθε Ρότσιλντ αξίζει μια ξεχωριστή βιογραφία. Μια από τις ξεχωριστές Ρότσιλντ, η οποία υπήρξε οινοποιός και ηθοποιός, άφησε ιστορία με τα κρασιά Ρότσιλντ. Η Φιλιπίν ανέλαβε τα διάσημα αμπέλια στον πύργο Mouton-Rothschild από τον πατέρα της Φιλίπ, βαρόνο Φιλίπ Ρότσιλντ. Η μητέρα της πήγε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Ravensbrück και δεν γύρισε ποτέ. Ο πατέρας της βρισκόταν στο πλευρό του Σαρλ Ντεγκόλ στο Λονδίνο και η μικρή Φιλιπίν, 9 ετών, βαπτίστηκε καθολική για να σωθεί από τους Γερμανούς. Οι Ρότσιλντ γράφουν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία και στην Αμερική, μετά τον πόλεμο.
Γενάρχης της δυναστείας θεωρείται ο Μάγερ Άνσελμ Μπάουερ (1743-1812), ο οποίος έλαβε το επίθετο Ρότσιλντ (στα γερμανικά «κόκκινη ασπίδα») από το σήμα της επιχείρησης του πατέρα του, που διατηρούσε ενεχειροδανειστήριο στη Φραγκφούρτη, όπου και γεννήθηκε. Ο Μάγερ εκμεταλλεύτηκε τη θέση του ως οικονομικός σύμβουλος του εκλέκτορα της Έσης και έστησε την πρώτη του επενδυτική τράπεζα στη γενέτειρά του.

Πολύ γρήγορα επεκτάθηκε και ίδρυσε υποκαταστήματα στα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης, με επικεφαλής τους πέντε γιους του: Άμσελ Μάγιερ Ρότσιλντ (1773-1855) στη Φραγκφούρτη, Σάλομον Μάγιερ Ρότσιλντ (1774-1855) στη Βιέννη, Νάθαν Μάγιερ Ρότσιλντ (1777-1836) στο Λονδίνο, Κάλμαν Μάγιερ Ρότσιλντ (1788-1855) στη Νάπολη, Τζέιμς Μάγιερ Ρότσιλντ (1792-1868) στο Παρίσι. Βασικός κανόνας του πατρός Ρότσιλντ, την οποία μετέδωσε στα παιδιά του, ήταν ότι οι επιχειρήσεις δεν θα έπρεπε να ξεφύγουν από τα χέρια της οικογένειας, που θα τους επέτρεπε να κρατήσουν σε πέπλο μυστικότητας το μέγεθος του πλούτου τους και τα επιχειρηματικά τους επιτεύγματα.
Μεγάλη ώθηση στις επιχειρηματικές δραστηριότητες των Ρότσιλντ έδωσαν η Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι (1792-1815). Την περίοδο αυτή χρηματοδοτούσαν με δάνεια τα διάφορα εμπόλεμα μέρη και εμπορεύονταν σιτηρά, βαμβάκι, αποικιακά προϊόντα και όπλα. Είχαν αναπτύξει ένα εκτεταμένο δίκτυο αντιπροσώπων και συνεργατών, που περιλάμβανε ιδιωτικό ταχυδρομείο και υπηρεσία πληροφοριών. 

Λέγεται ότι το δικό τους κατασκοπευτικό δίκτυο πληροφόρησε το Λονδίνο για τη νίκη του Ουέλινγκτον στη Μάχη του Βατερλό, μία μέρα πριν από την άφιξη των στρατιωτικών αγγελιοφόρων. Οι Ρότσιλντ συμμετείχαν στο κονσόρτσιουμ που χορήγησε τα δύο δάνεια στην επαναστατημένη Ελλάδα το 1824, ενώ ήταν και από τους ιδρυτικούς μετόχους της Εθνικής Τράπεζας το 1841.

Αργότερα, προσαρμόστηκαν με επιτυχία στις νέες συνθήκες τις βιομηχανικής επανάστασης και πραγματοποίησαν σημαντικές επενδύσεις στους σιδηροδρόμους, σε ανθρακωρυχεία, στη σιδηρουργία και τη μεταλλουργία, ενώ κατέκτησαν σημαντική θέση στο εμπόριο πετρελαίου και μεταλλευμάτων. Στα τέλη του 19ου αιώνα, με την άνοδο των μεγάλων αμερικανικών επενδυτικών τραπεζών έχασαν την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία τους, αλλά παραμένουν μέχρι σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους παίκτες στην παγκόσμια τραπεζική αγορά. Οι Ρότσιλντ χρηματοδότησαν την εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και υπήρξαν θερμοί υποστηρικτές του κράτους του Ισραήλ. Άλλωστε, ένας Ρότσιλντ ήταν ο πρώτος παραλήπτης της Διακήρυξης Μπάλφουρ, με την οποία η Μεγάλη Βρετανία εξέφραζε τη θέλησή της για τη δημιουργία εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη.




Στο βίντεο μπορείτε να επιλέξετε ελληνικούς υπότιτλους.

Published on May 8, 2014

Who is the Richest person in the world? Do you really think your government controls everything? How Rothschild became the richest family in the world? In this documentary video you will the all about Rothschild Family and his biography.
The Rothschild, world kingpins, worth $500 trillion! They own Reuters, AP, and fix the price of gold...
At ToBeFree, I've focused mainly on the Rockefellers, key kingpins in the US, which apparently are secretly worth more than $10 trillion. But the Rothschilds are far more wealthier, and are by many considered the greatest controlling factor worldwide — the kingpins of the world!

In the late '90s, I attended an event in which Gaylon Ross was lecturing. He laid out the big picture for me that has continued to prove true. In addition to speaking about these two families, he laid out the elite's plan to create unions within the continents, and then merge all 5 continents into the one-world government which they control.

Since I heard Gaylon speak and had great discussions with him after that, I've watched time and time again the globalists attempts to unite the Americas. From what I've seen, Skull and Bonesman, President Bush should be considered a traitor for how he handled just this issue alone, doing the bidding of his handlers.

Here is just one tiny aspect of the Rothschild family. Under the surface, the Rothschilds long had a powerful influence in dictating American financial laws. The law records show that they were powers in the old Bank of the United States [abolished by Andrew Jackson].

Rothschild quotes:

"Give me control of a nation's money and I care not who makes the laws."

"I care not what puppet is placed on the throne of England to rule the Empire, ...The man that controls Britain's money supply controls the British Empire. And I control the money supply."


  Scholeio.com  

Εστιάζοντας, Μια επίσκεψη στο σπίτι του Ε.Χ.Γονατά



Λακωνικός και υπαινικτικός στα έργα του, καθώς «ξεκινούσε από βιωμένες καταστάσεις αλλά υπερέβαινε το ατομικό, για να συνδυάσει τον στοχασμό με το όνειρο, το καθημερινό με το ανοίκειο, το λογικό με το παράλογο, την πρόζα με την ποίηση». 
«δεν τον ενδιέφερε η δημοσιότητα, αλλά η επικοινωνία».  

Το ντοκυμαντέρ της Εύας Στεφανή, βραβεύθηκε.  Η Στεφανή με υπομονή, επιμένει σε μια καθημερινή εκτεταμένη συζήτηση με τον Επαμεινώνδα Χ. Γονατά.

Έναν ευαίσθητο ποιητή,  έναν σεμνό δημιουργό, έναν εμπνευσμένο μεταφραστή, έναν τρυφερό ζωόφιλο. Ο ποιητής Γονατάς, δεν τιμήθηκε από την ελληνική πολιτεία...  Δεν δημιούργησε αυλή, δεν είχε διασυνδέσεις με το κατεστημένο, δεν παριστάνει τον δάσκαλο, αλλά... υπηρετεί την ποίηση με συνέπεια, με πείσμα, με μια αστείρευτα ανανεούμενη γνώση και με μοναδική μαεστρία χειρισμού της γλώσσας. 

Ένας Έλληνας ποιητής και διηγηματογράφος της Μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος διακρίθηκε κυρίως ως «λογοτέχνης του παράδοξου». Ο ίδιος πάντως, δεν συμφωνούσε με αυτόν τον χαρακτηρισμό του. Ο Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς (Αθήνα, 1924 -- Αθήνα, 24 Μαρτίου 2006)
Δεν ταυτίστηκε ποτέ με κανένα πολιτικό στρατόπεδο αν και γόνος οικογένειας πολιτικών με καταγωγή από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Συμμαθητής με τον ποιητή Μίλτο Σαχτούρη στο σχολείο, με τον οποίο τον συνέδεσε βαθειά φιλία.





Φίλος και με τους: τον ποιητή Δημήτρη Π. Παπαδίτσα, τον διηγηματογράφο Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλο και τον πεζογράφο Νίκο Καχτίτση — τον τελευταίο τον γνώρισε μόνον διά αλληλογραφίας.

Σπούδασε Νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος σε μεγάλες εταιρείες. Η πρώτη του εμφάνιση στα Γράμματα έγινε το 1945 με το αφήγημα Ο ταξιδιώτης. Αργότερα συνεργάστηκε με τον Δημήτρη Π. Παπαδίτσα στην έκδοση του περιοδικού Πρώτη Ύλη (1959--1964). Το 1959 κυκλοφόρησε η συλλογή σύντομων αφηγημάτων Η κρύπτη, και ακολουθούν: Το βάραθρο (1963), Οι αγελάδες (1963), Ο φιλόξενος καρδινάλιος (1986) και Η προετοιμασία (1991). Η τελευταία του συλλογή αφηγημάτων με τίτλο Τρεις δεκάρες κυκλοφόρησε εντός του 2006, μόλις πριν πεθάνει.

Ο Γονατάς, βγήκε από την αφάνεια το 1976, όταν τον ξεχώρισε σε συνέντευξη ο «δάσκαλός» του Νίκος Εγγονόπουλος.  Αργότερα το βιβλίο του ''Ο φιλόξενος καρδινάλιος'' έμελλε να τον καθιερώσει ως συγγραφέα «καλτ». 


  Scholeio.com  

Αν δεν σε κερδίσω...



Ήθελε να σταματήσει τον ''χρόνο του'' και το έκανε, σταμάτησε το ρολόι του... 

γράφει ο Φρέντυ Γερμανός

   Γνωρίστηκαν τυχαία στην Καλλιθέα το 1895, όταν η Σοφία γύριζε στο σπίτι της. 
Ο Γιαννόπουλος έκανε έναν από τους ατελείωτους περιπάτους του στο ύπαιθρο, κόβοντας λουλούδια από τους κήπους και σπέρνοντάς τα, κατά τη συνήθειά του, δεξιά και αριστερά. 

- «Ερχόταν αντίθετα από εμένα», διηγείται η Σοφία Λασκαρίδου. «Λίγα βήματα μας χώριζαν...  Στάθηκε. 

Στάθηκα κι εγώ. Τα μάτια μας συναντήθηκαν. Έβγαλε το καπέλο του και τα χρυσά του μαλλιά έλαμψαν στο φως του ήλιου. Είδα τον ουρανό στα μάτια του», ψιθύρισε: 
- «Η ομορφιά σας με θάμπωσε»
- «Και εμένα η δική σας» του απάντησα. Έσκυψε βιαστικά το κεφάλι, χαιρέτησε και με προσπέρασε. 

   Πόσες ιστορίες δεν αρχίζουν άραγε με τον ίδιο τρόπο! Αλλά κάτι στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Σοφίας ήταν διαφορετικό από την πρώτη στιγμή, κάτι που εκείνο το απόγευμα έμεινε μετέωρο στον αέρα και τους ένωσε ως τον θάνατο. 

«Την Κυριακή, ύστερα από την συνάντηση εκείνη, έγινε το απροσδόκητο. 
Είδα να μπαίνει ξαφνικά στο σαλόνι του σπιτιού μας ο ωραίος άγνωστος. 
Η καρδιά μου σταμάτησε. Προχώρησε προς το μέρος μου και συστηθήκαμε: 
- Περικλής Γιαννόπουλος 
- Ώστε γνωρίζατε ποια ήμουν; 
- Πήρα το θάρρος να έλθω. Έπρεπε να έλθω

Εκείνη την ώρα ο πατέρας μου έπαιζε σκάκι με τον ζωγράφο Οθωναίο. 
Δεν ήταν δυνατό να διακόψω το παιχνίδι τους, ωστόσο, η μητέρα μου δέχθηκε τον Γιαννόπουλο με τη συνηθισμένη της καλοσύνη και μίλησαν αρκετά μαζί. 
Ο πατέρας μου κοίταξε τον ξανθό νέο που του παρουσίασα και χαμογέλασε: 
- Η κόρη μου είχε πάντα ωραίες φίλες και φίλους, είπε. Τα νιάτα και η ομορφιά είναι το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο, φτάνει να ξέρει κανείς να τα μεταχειρίζεται». 

   Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Τα είχαν όλα, δεν τους έλειπε τίποτε για να ενωθούν και να ευτυχήσουν. Ύστερα από μερικές ημέρες, ο Γιαννόπουλος χτύπησε πάλι την πόρτα του σπιτιού της Σοφίας στην Καλλιθέα. Τον δέχθηκε στον κήπο και μετά περπάτησαν μαζί ως την Ακρόπολη.

«Ήταν μια ονειρεμένη πορεία, έγραψε μετά στο ημερολόγιό της. Περάσαμε τον Ιλισό πηδώντας πάνω από τα λευκά του χαλίκια. Ανεβήκαμε πίσω από το μνημείο του Φιλοπάππου και βρεθήκαμε σε ένα κάμπο γεμάτο ασφοδελούς. Καθίσαμε στον λόφο να ξεκουραστούμε:

- Οι ασφοδελοί κλείνουν το μυστικό της λήθης, είπε ο Περικλής. 
«Ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες του ακτίνες. Τα σύννεφα έπαιζαν μακριά στη Σαλαμίνα. Κανείς δεν μιλούσε. Ύστερα έσκυψε και με φίλησε.» 

Η μέρα τελείωνε. Ο Περικλής είπε: 
- Η ηδονή του έρωτα, μόνο με την ηδονή του θανάτου αντισταθμίζεται. 
- Με την οδύνη του θανάτου θέλεις να πεις. Ο Γιαννόπουλος κούνησε το κεφάλι του. 
- Όχι, είπε. Ο θάνατος είναι η υπέρτατη ηδονή. Η γαλήνη. 

   Άραγε εκείνη την ώρα πέρασε εμπρός από τα μάτια του ξανθού συγγραφέα το όραμα του εαυτού του, καβάλα στο άλογο, να μπαίνει στην αγριεμένη θάλασσα του Σκαραμαγκά; Δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του Γιαννόπουλου, τα κύματα του Σκαραμαγκά ξέβρασαν το πτώμα του. Ο θάνατος δεν είχε νικήσει την ομορφιά του, μόνο που ήταν μια παγωμένη ομορφιά με κατάλευκα μαλλιά. Φορούσε λευκή φανέλα, κοστούμι και γάντια γκλασέ. 

Ένας ξανθός Αθηναίος με γαλανά μάτια και φλογερή ιδιοσυγκρασία μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά, καβάλα σ" ένα λευκό άλογο και... φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Πριν από ένα αιώνα περίπουΤο ρολόι που βρέθηκε στην τσέπη του, είχε σταματήσει στις 11 και 3 λεπτά. 

Ήταν ο Περικλής Γιαννόπουλος, μια από τις λαμπρότερες ελπίδες των ελληνικών γραμμάτων. «Αυτοκτόνησε γιατί δεν βρήκαν απήχηση στο κοινό οι ιδέες του», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής.  Η αληθινή όμως αιτία του θανάτου του Γιαννόπουλου βρισκόταν αλλού...  

   Ο αστυνομικός Ελευσίνος, διέταξε να μεταφερθεί το πτώμα στην εκκλησία. Εκεί έμεινε ως την άλλη μέρα το πρωί που έγινε η κηδεία. 

Αλλά στο διάστημα που μεσολάβησε: «...διεπιστώθη ότι το πτώμα είχον ήδη περιποιηθεί χείρες αβραί, οι οποίαι είχαν αποθέσει επί της κεφαλής του στέφανον ανθέων εξαιρετικών και είχαν χύσει επ' αυτού μύρα. Ο αστυνόμος εξήγησεν ότι με το πρωινόν τραίνον, κατήλθαν εξ Αθηνών δύο κυρίαι του εξωτερικού, οι οποίαι μετέβησαν εις την εκκλησίαν και απέθεσαν επί του πτώματος πλήθος ανθέων τα οποία έφεραν εξ Αθηνών και το εμύρωσαν. Ακολούθως, έφυγον χωρίς να καταστήσουν γνωστά τα ονόματά των» (Εφημερίδα «Πατρίς» 22/4/1910)

Ποιές ήταν αυτές οι δύο γυναίκες; 
Τι σχέση είχαν με τον Γιαννόπουλο και γιατί χάθηκαν μετά χωρίς να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους; 
Οι εφημερίδες έκαναν μια μικρή εξόρμηση για να εξιχνιάσουν το μυστήριο, αλλά δεν μπόρεσαν να βρούν τίποτα. 

Ο Γιαννόπουλος πίστευε βαθιά στο απόρρητο της ιδιωτικής του ζωής. 
Σπάνια μιλούσε για τον εαυτό του. 
Μερικοί Αθηναίοι, ήξεραν ότι ο ποιητής συνδεόταν με μια γυναίκα. 

Είχαν δει τις σφιχταγκαλιασμένες σκιές τους να ανεβαίνουν στην Ακρόπολη ή να κάνουν περίπατο ανάμεσα στα δέντρα της Ελευσίνας. 
Αλλά κανείς δεν είχε δει τίποτα περισσότερο, κανείς δεν ήξερε κάτι που να έριχνε φως στη ζωή και στο θάνατο του ποιητή.

Κανείς δεν ήξερε τη μοιραία σύντροφο του Περικλή. Η γυναίκα που έγινε πρότυπο για τη «Στέλλα Βιολάντη» ... Ο Ξενόπουλος είχε πει ότι όταν έγραφε τη «Στέλλα Βιολάντη» είχε στο νού του το μελαχρινό κεφάλι της.  Το μελαχρινό, αγέρωχο κεφάλι της Σοφίας Λασκαρίδου. 
Αν η αποκάλυψη αυτή ερχόταν στην ώρα της, θα προκαλούσε στην κοινωνία της εποχής την ίδια ίσως συγκίνηση που προκάλεσε ο θάνατος του Γιαννόπουλου. 

Η Σοφία Λασκαρίδου δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα. Είχε όλη την Αθήνα στα πόδια της. Ήταν όμορφη και πλούσια, δεχόταν τον βασιλέα Γεώργιο στο σπίτι της και δεν ερωτευόταν ποτέ. Ήταν φτιαγμένη από σκληρή πάστα, που δεν λύγιζε εύκολα. Ο πατέρας της είχε γεννηθεί στο Λονδίνο και η μητέρα της στο Παρίσι. Η ίδια μεγάλωσε με ελεύθερες και μοντέρνες ιδέες. 
Το πάθος της ήταν η ζωγραφική. Μπορούσε να κάθεται ώρες απέναντι από τη θάλασσα του Φαλήρου, σχεδιάζοντας βάρκες και κύματα. Μια μέρα ο πατέρας της, της έδωσε ένα περίστροφο: 
- «Δεν πρέπει να κυκλοφορείς άοπλη, αφού απομακρύνεσαι τόσο πολύ από το σπίτι». 

Η Σοφία πήρε το περίστροφο και το έκρυψε στην τσάντα της. Αυτό το ίδιο περίστροφο θα στερούσε ύστερα από μερικά χρόνια τη ζωή του Περικλή Γιαννόπουλου. 

Ο Γιαννόπουλος άλλωστε μίλαγε συχνά για τον θάνατο. Πίστευε στο οριστικό και στο απόλυτο και τίποτε δεν θα τον έκανε να παραβιάσει τις αρχές του. Λίγες ημέρες μετά της ζήτησε να την συντροφεύει όταν εκείνη ζωγράφιζε έξω από το σπίτι της. 

- «Έτσι δεν θα χρειάζεται και το περίστροφο», της είπε γελώντας. «Θα είμαι ο σωματοφύλακάς σου». 

Χάθηκαν από τον κόσμο για να δωθούν ο ένας στον άλλο. Η Σοφία ξαναγνώρισε την Αττική, βλέποντάς την μέσα από τα μάτια του Γιαννόπουλου. Περπατούσαν ώρες ατελείωτες κάτω από τα πεύκα της Ελευσίνας. 
Συχνά ανέβαιναν στην Ακρόπολη. Ο Περικλής είχε μια ιδιαίτερη στοργή για το εκκλησάκι του Αϊ Δημήτρη. Άλλοτε πάλι, την έβαζε να περπατά ανάμεσα στις κολώνες του Παρθενώνα. 

-Έτσι θέλω να σε σκέπτομαι, της έλεγε. Ποτέ δεν ήσουν τόσο αληθινή, όσο είσαι τη στιγμή αυτή. 
Ύστερα της έδειχνε την Αθήνα από εκεί πάνω. Προσπαθούσε να της μάθει να την βλέπει με τον δικό του τρόπο, που δεν έμοιαζε με τον τρόπο κανενός άλλου. 

- Σε οποιοδήποτε λόφο της Αθήνας και αν ανέβεις, βλέπεις ένα κόσμο ολόκληρο. Πουθενά αλλού το φως δεν έχει τόση δύναμη. Δες αυτά τα κυπαρίσσια έξω από τον Αϊ Δημήτρη. Το καθένα είναι και μία φυσιογνωμία. Ένας άνθρωπος. 


Κι όμως τα μάρμαρα μπορούν προκαλέσουν ζήλεια... 
Το καλοκαίρι χώρισαν. Η Σοφία έπρεπε να μείνει με τους δικούς της στη Βουλιαγμένη. Ίσως ήταν κι αυτό μια κίνηση της μοίρας για να τους δείξει πόσο είχε ανάγκη ο ένας από τη συντροφιά του άλλου. 


«Στο σούρουπο γίνονται όλα πιο σταχτιά, έγραφε η Σοφία στον αγαπημένο της. Το σπίτι μας είναι κοντά στη θάλασσα.  Ακούγεται μακριά ένας βαρκάρης που τραγουδάει το μοιρολόγι της καρδιάς του. Ένα ψάρι πήδηξε έξω από το νερό. Ύστερα πάλι ησυχία.  Κάθισα όλη τη νύχτα στο μπαλκόνι ώσπου τα κύματα σταμάτησαν την φλυαρία τους.  Πέρασε η νύχτα. Είναι η ώρα που έπαιρνα το τραμ από την Καλλιθέα για να σε συναντήσω στην Ακρόπολη.  Με το νου μου σε παρακολουθώ να πηγαίνεις εκεί μόνος.  Ζηλεύω τα αγαπημένα μάρμαρα που πατάς.  Πες τους ότι δεν θα αργήσω να γυρίσω.                                                                                                 Πάντα δική σου, Σοφία». 

Αλλά ο ανυπόμονος συγγραφέας δεν περίμενε την αγαπημένη του να γυρίσει. Μια μέρα, η Σοφία τον είδε να ξεπροβάλλει μπροστά της, βρώμικο και σκονισμένο. Είχε έρθει με τα πόδια από την Αθήνα για να την δει και να περάσει λίγες ώρες μαζί της. 

- Θα έρθω να σε ζητήσω από τον πατέρα σου, της είπε ο Γιαννόπουλος. 
Η Σοφία κούνησε το κεφάλι της. 
- Θα κάνεις μια τρέλα, του είπε. Αλλά εκείνος δεν την άκουσε. Πήγε μια μέρα και βρήκε τον πατέρα της, για να ακούσει από το στόμα του μια ευγενική, αλλά ψυχρή άρνηση. 
- Δεν μπορώ να αποχωριστώ ακόμη τη Σοφία, είπε στον Γιαννόπουλο. Άλλωστε η ίδια έχει αφιερώσει τη ζωή της στην τέχνη. 

Και η Ζωγραφική έγινε τελικά αντίπαλος. Ένας παράξενος αντίζηλος. Ο έρωτας μοιάζει με τα κινέζικα αμαξάκια, λέει ένα σοφό ρητό. Ο ένας από τους δύο κάθεται μέσα και ο άλλος το σέρνει. Στην ιστορία του Γιαννόπουλου και της Λασκαρίδου, ποιος αγαπούσε περισσότερο και ποιος λιγότερο; 

Για τον ξανθό συγγραφέα ο γάμος του με τη Σοφία ήταν μια φλογερή ανάγκη, που απαιτούσε την άμεση ικανοποίησή της. 
Η Σοφία δεν βιαζόταν. Πίστευε στον έρωτα που ζει χωρίς νομικά πλαίσια. Πίστευε στην ανάγκη της να μείνει ελεύθερη. Ίσως να φοβόταν κατά βάθος, ότι από τη στιγμή που θα αισθανόταν δεσμευμένη θα άρχιζε να αγαπά τον Γιαννόπουλο λιγότερο. 

- Πως μπορείς να βάζεις την ελευθερία πάνω από τον έρωτά μας; Της είπε μια μέρα ο Περικλής. Η Σοφία χαμογέλασε μελαγχολικά. Ήξερε ότι ήταν δύσκολο για τον αγαπημένο της με τον βίαιο και παράφορο χαρακτήρα του, να την καταλάβει. 
- Το μόνο που θέλω να σκέπτεσαι είναι ότι σ' αγαπώ όσο δεν θα αγαπήσω ποτέ τίποτα άλλο στη ζωή μου, του αποκρίθηκε. 

Δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα στη ζωή της. Ένοιωθε πως πως η αγάπη τους ήταν τέλεια, αλλά εύθραυστη. Αν άλλαζε κάτι, ίσως να έχανε κάτι από τη μαγεία της. Ήταν ευτυχισμένη μοιράζοντας τη ζωή της ανάμεσα στον Περικλή και στη ζωγραφική. Δεν της έλειπε τίποτε, δεν ήθελε τίποτε περισσότερο. Το μόνο που την στεναχωρούσε ήταν που δεν μπορούσε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο. Ο νόμος ακόμη δεν επέτρεπε τη φοίτηση γυναικών στη Σχολή Καλών Τεχνών. 
– Γιατί δεν πηγαίνεις στον βασιλέα; Της είπε μια μέρα η μητέρα της. Το ίδιο βράδυ η Σοφία το ζύγισε μέσα στο μυαλό της και το αποφάσισε. Πήγε στο παλάτι. Ο Γεώργιος άκουσε το αίτημά της χαμογελώντας. 
- Δεν φοβάσαι λοιπόν, να εργάζεσαι ανάμεσα σε τόσα αγόρια; της είπε. 
- Όχι μεγαλειότατε, του απάντησε με θάρρος η Λασκαρίδου. Είμαι έτοιμη να κάνω κάθε θυσία για χάρη της τέχνης. 

Ο νόμος καταργήθηκε το 1903 και η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η πρώτη Ελληνίδα που μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πήρε το δίπλωμά της το 1907 και μαζί εξασφάλισε μια υποτροφία για τρία χρόνια στο εξωτερικό. 
- Δεν θα σε σταματήσω, της είπε ο Περικλής. Ξέρω πόση σημασία έχει αυτό το ταξίδι για σένα. 
Η Σοφία τον κοίταξε παραξενεμένη. Της φαινόταν περίεργο να ακούει τον αγαπημένο της να μιλά τόσο ήρεμα. Κάτι που διάβασε στα μάτια του της έσφιξε την καρδιά. 
- Έλα μαζί μου, τον παρακάλεσε. Έξω απ" την Ελλάδα θα είναι όλα δικά μας. Θα είμαστε πιο ελεύθεροι. 
Αλλά ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε. Κάποτε η Σοφία είχε απορρίψει την πρότασή του να ζήσουν μαζί. Ίσως τώρα μια εσωτερική ανάγκη να τον πίεζε να ανταποδώσει την άρνηση, για να στηρίξει ξανά την πίστη στον εαυτό του. 
- Δεν μπορώ να φύγω από την Ελλάδα, της είπε. Θέλω να νοιώθω πάντα κοντά μου την Ακρόπολη. 

Ήταν ένα φθινοπωρινό απόγευμα, λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση της Σοφίας για το Μόναχο. Το αμάξι, τους είχε οδηγήσει αυτή τη φορά στον Σκαραμαγκά. Είχαν ξαπλώσει κάτω από τα πεύκα και κοίταζαν σιωπηλά τον σταχτί ουρανό. 
- Αν σε χάσω ποτέ, ψυθίρισε ο Γιαννόπουλος, θα αυτοκτονήσω στο μέρος αυτό. Θα φύγω μυστικά κι ωραία. Θα εξαφανιστώ. Θα πάω να συναντήσω τον Χάροντα που θα με περιμένει με τη βάρκα του στο πέλαγος. Και θα έχω έτοιμα τα πορθμεία μου. Γέλασε νευρικά. Όσο για μια δεκάρα, ελπίζω να μου βρίσκεται στην τσέπη μου. 

Μόναχο

«Αν δεν σε κερδίσω..»  Κάποιο προαίσθημα είχε σπρώξει τον Γιαννόπουλο μερικά χρόνια πριν, να χαράξει αυτές τις γραμμές για την πόλη που θα έπαιρνε την αγαπημένη του. 



«Εκεί στο Μόναχο ουρανός κλειστός. Η γη πένθος. Τα φώτα λύπη. Τα ζώα μελαγχολία. Ο αέρας πηκτή μαυρίλα. Όλος ο έξω κόσμος σπρώχνει τον άνθρωπο σε ένα καταφύγιο, ένα υπόγειο. Και εκεί ζει μια ζωή τεχνητή. Το πνεύμα και οι τέχνες είναι επιστήμες, μηχανήματα, εμπορεύματα.»
Και κάπου αλλού... 
«Ξεκινάτε λοιπόν και πηγαίνετε για να διδαχθείτε τις τέχνες του φωτός, στα κέντρα του σκότους. Σε αυτό τον ομφαλό ερέβους, το Μόναχο. Ενώ όλοι οι μεγάλοι βόρειοι που είπαν και έγραψαν κάτι, κατεβαίνουν στην Ιταλία για να δουν το φως.» 

Τι τραγική ειρωνεία για τον ξανθό συγγραφέα, αυτή η μισητή πόλη να του στερήσει ότι αγαπούσε περισσότερο στον κόσμο! 
Και εκείνη: 
«Εργαζόμουν πολύ, αλλά η νοσταλγία βάραινε την ψυχή μου. Ζούσα δύο ζωές, την ημέρα με την τέχνη και τη νύχτα με την ανάμνηση εκείνου. Ένας αόρατος ασύρματος ένωνε τις ψυχές μας. Οι δέκτες δεν λάθευαν ποτέ. Μετέδιδαν και την πιο μικρή δόνηση του είναι μας». 

Τα γράμματα του Γιαννόπουλου έφθαναν φλογερά και απελπισμένα. 
Της έγραφε πως την περίμενε, πως η Αθήνα ήταν άδεια χωρίς εκείνη και πως η Ακρόπολη αναζητούσε την ιέρειά της. 

«Αν δεν σε κερδίσω θα συντριβώ, της έλεγε. Αλλά θα σε κερδίσω»


Χειρόγραφη επιστολή του Περικλή Γιαννόπουλου 
   H ιστορία του Περικλή Γιαννόπουλου και της Σοφίας Λασκαρίδου κύλησε στο αυλάκι που είχε χαράξει η μοίρα. Ο Γιαννόπουλος συνέχισε να πιστεύει ότι θα κέρδιζε στο τέλος την αγαπημένη του. Αλλά από τον δεύτερο χρόνο του χωρισμού τους, άρχισε να τον κυριεύει η αποθάρρυνση. 
Και τα βιβλία του, που έκλειναν μέσα τους όλο το πάθος για το ελληνικό φως, δεν είχαν βρει την απήχηση που περίμενε. Ξαφνικά ένοιωσε μόνος και ξεκρέμαστος. Ήταν 41 χρονών και κατάλαβε ότι δεν μπορούσε πια να περιμένει τίποτα από τη ζωή. Η γιορτή είχε τελειώσει και απόμεινε πάλι μόνος με τον εαυτό του. 

- «Θέλεις να μάθεις ποιος είναι ο ιδανικός θάνατος; Είπε μια μέρα στον Καμπούρογλου που ήταν ο καλύτερός του φίλος. Να πάρεις ένα κατάλευκο άτι και να το καβαλικεύσεις χωρίς σέλα. Ύστερα να μπεις στο πέλαγος κρατώντας ένα περίστροφο και όταν δεις ότι το άτι δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τότε να γείρεις και να πυροβοληθείς στον κρόταφο. Για το άλογο μην ανησυχείς. Αφού σε ξεφορτωθεί, θα βγει έξω στη στεριά. Και ο αναβάτης του θα χαθεί στο βάθος της ωραίας μας θάλασσας». 

Έτσι, ψύχραιμα και μεθοδικά, προετοίμαζε τις ώρες της μοναξιάς του, το τέλος του. Αλλά ήθελε να το καλλωπίσει, να το κάνει όσο γινόταν ιδανικότερο. 

- «Ο θάνατος είναι η τελευταία μεθυστική στιγμή που μας οφείλει η ζωή», είπε κάποτε σε έναν άλλο φίλο του. 

Προετοιμαζόταν αλλά δεν το αποφάσιζε. Κάτι τον κρατούσε ακόμα στη ζωή. Ίσως η ελπίδα ότι δεν είχε ξοδέψει ακόμη όλες τις χαρές της, ότι κάτι έμενε ακόμη για να γευθεί. Δεν είχε συμβιβαστεί ακόμη με την ιδέα ότι είχε χάσει τη Σοφία για πάντα. 

Ένα πρωινό του Απριλίου (1910) συνάντησε τη μητέρα της τυχαία στο δρόμο. 

- Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω κυρία Λασκαρίδου, της είπε. Τι κάνει λοιπόν η μεγάλη μας καλλιτέχνις; 

Η μητέρα της δεν ήξερε ότι αλληλογραφούσαν. 

- Η Σοφία έχει προορισμό στη ζωή της την τέχνη, του απάντησε εκείνη με μια παράλογη ψυχρότητα. 
Δεν πρέπει να παντρευτεί. 
Οι καθηγητές της είναι ενθουσιασμένοι μαζί της. Έχει μπροστά της μεγάλο μέλλον. 

Ο Γιαννόπουλος την κοίταξε για λίγες στιγμές σιωπηλός. Ύστερα είπε: 

- Έχετε δίκιο. Η Σοφία πρέπει να αφοσιωθεί στην τέχνη. 

Να ήταν άραγε αυτό, το αποφασιστικό χτύπημα; 
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με βεβαιότητα. Ίσως να το αποφάσισε τη στιγμή εκείνη, ίσως λίγες ώρες, ίσως λίγες ημέρες μετά. 

   Την Τετάρτη 9 Απριλίου ο Γιαννόπουλος πήγε με ένα φιλικό του ζευγάρι στον κινηματογράφο. Εκείνο το βράδυ, ο συνήθως κλειστός και μελαγχολικός Γιαννόπουλος έδειξε μια παράλογη ευθυμία. Έπιασε μάλιστα και συζήτηση με κάποιον που καθόταν δίπλα του. Οι φίλοι του τον κοίταζαν γεμάτη απορία. Ύστερα μπήκαν σε ένα μικρό κέντρο για να πιούν μια μπύρα. 
Ο Γιαννόπουλος είχε ξαφνικά χάσει το κέφι του. Κάποια στιγμή τους είπε: 

- Έχω κάτι να σας διαβάσω. Είναι ένα πολύ αγαπητό μου κομμάτι. Έβγαλε από την τσέπη του μερικά τσαλακωμένα φύλλα χαρτιού. Ήταν το «Τριαντάφυλλο και το αηδόνι» του Όσκαρ Ουάιλντ, που το είχε μεταφράσει ο ίδιος. 
- Πολύ ωραίο είναι, είπε ο φίλος του. 

Αλλά ο Γιαννόπουλος κοίταζε αφηρημένα τον έρημο δρόμο, μέσα από το τζάμι του κέντρου. 
- Αύριο θα κάνω μια εκδρομή, είπε ξεκάρφωτα. 

Δεν τους είπε που θα πήγαινε και ούτε τον ρώτησαν, για να μην τον φέρουν σε δύσκολη θέση. 
Ήξεραν τον χαρακτήρα του. Σηκώθηκαν να φύγουν από το εστιατόριο. 
Ο Γιαννόπουλος ψώνισε μπύρα και φαγητό κρύο για την εκδρομή της επομένης. 

Ύστερα ξαφνικά ενώ αποχαιρετούσε τον φίλο του στο πεζοδρόμιο, έπεσε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε συγκινημένος. 
Το ίδιο εκείνο βράδυ όταν γύρισε στο σπίτι του, θα πρέπει να έγραψε αυτό το γράμμα, που πήρε ύστερα από λίγες μέρες η Σοφία στο Μόναχο: 
«Σοφία μου. Σου στέλνω ένα ύστατο χαίρε από την Αττική γη, που αφήνω για πάντα. Με άπειρα γλυκύτατα φιλιά. Χαίρε, Σοφία μου». 
Το λακωνικό αυτό γράμμα, την χτύπησε σαν ηλεκτρική εκκένωση. Του τηλεγράφησε αμέσως. 

         «Έρχομαι».

Μετά τηλεγράφησε στη μητέρα της να της στείλει χρήματα για το ταξίδι. Ξαφνικά το Μόναχο αρχίζει να μην τη χωρά. Για πρώτη φορά στη ζωή της καταλαβαίνει πόσο μεγάλο ρόλο παίζει στη ζωή της η παρουσία αυτού του ανθρώπου, που την δίδαξε πως να αγαπά. 
Αλλά ο Γιαννόπουλος δεν ζει πια. Καβάλα σε ένα άσπρο άλογο, μπήκε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά και φύτεψε μια σφαίρα στον κρόταφό του. Αυτό η Σοφία Λασκαρίδου το έμαθε τυχαία, από κάποιον επιβάτη στο τραίνο που την έφερνε στην Αθήνα. 


    «Με περιμένει» 

   Την μετέφεραν στο σπίτι της σχεδόν αναίσθητη. Το βράδυ και τα άλλα βράδια που ακολούθησαν, έκαιγε στον πυρετό. Παραληρούσε. Ύστερα, ένα πρωί σηκώθηκε νωρίς από το κρεβάτι και ντύθηκε. Η μητέρα της τρόμαξε που την είδε.

- Που πας; τη ρώτησε. Η Σοφία απάντησε: 
- Τον είδα απόψε στον ύπνο μου. Πως άσπρισαν τα μαλλιά του. Με θέλει. 

Κατέβηκε στον κήπο της και έκοψε τριαντάφυλλα, πανσέδες και άνθη λεμονιάς. Ύστερα πέρασε από το σπίτι της φίλης της Ελένης Νεφ, την πήρε και κατέβηκαν στον Σκαραμαγκά. 

Εκείνο το πρωί η θάλασσα είχε ξεβράσει το πτώμα του Περικλή Γιαννόπουλου. Τον είχαν ξαπλώσει στην εκκλησία του νεκροταφείου. Τα μαλλιά του είχαν ασπρίσει, όπως στο όνειρο. Κάτι σαν χαμόγελο έφεγγε στο χλωμό του πρόσωπο. 
«Είχε περάσει δεκατρείς ημέρες στη θάλασσα. Αλλά ήταν πάντα ωραίος. Πήρα το κεφάλι του στην αγκαλιά μου και το φίλησα. Τα δάκρυά μου έπεφταν στα κλειστά του μάτια, έβρεχαν το πρόσωπό του. Έκλαιγε κι εκείνος μαζί μου. Δεν μπορούσα να τον αποχωριστώ. Πόσο γαλήνια, Θεέ μου, ήταν η μορφή του». 
Τον στόλισε όλο με τα λουλούδια της και κάθισε δίπλα του και τον κοίταζε. Δεν είχε αλλάξει από τότε που τον γνώρισε. Νιάτα, ομορφιά, έρωτας. Πόσο χαμένα είχαν πάει όλα! Το άλλο πρωί έθαψαν τον Γιαννόπουλο στον περίβολο της εκκλησίας. Η Σοφία γύρισε στο σπίτι της σαν υπνωτισμένη. 
«Αισθανόμουν απάνω μου, την μαρμάρινη επαφή του κορμιού του. Νύχτα μέρα ένοιωθα στα χείλη μου τα παγωμένα αλμυρά του χείλη. Καταλάβαινα πως "ο,τι και να γινόταν από εκεί και μπρος δεν θα είχε πια σημασία». 
Και μια μέρα, όταν βεβαιώθηκε ότι η μητέρα της είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, πήρε ένα παλιό ξυράφι του πατέρα της και έκοψε την καρωτίδα της. Το αίμα τινάχτηκε ορμητικά. 
Μια γλυκιά κούραση την κυρίευε. «Θα πεθάνω», σκέφτηκε καθώς τα μάτια της έκλειναν. «Περίμενέ με»
Αλλά ο θάνατος δεν την ήθελε ακόμη. Την ώρα που την χώριζαν λίγα δευτερόλεπτα από το σκοτάδι, αισθάνθηκε ένα χέρι να την τραβά απελπισμένα πίσω στη ζωή. 
Είναι η μητέρα της. 

- Παιδί μου, της φωνάζει. Παιδί μου... 

Είχε φύγει από το σπίτι για να κατέβει στην Αθήνα, αλλά την ώρα που ανέβαινε στο τραμ, μια δύναμη την ανάγκασε να γυρίσει πίσω. Αργότερα η Σοφία, όταν μάθει πως ξαναγύρισε στη ζωή θα σκεφτεί μελαγχολικά: «Τίποτε δεν μπορεί να νικήσει τη μοίρα μας. Ούτε και ο θάνατος». 
Αλλά εκείνη την ώρα ψυθιρίζει βουτηγμένη στο αίμα:

- Άφησέ με μητέρα. Γιατί γύρισες; Με περιμένει. 

Το χέρι της μητέρας κρατά σφιχτά την κομμένη φλέβα και σταματά το αίμα. Ένας υπηρέτης τρέχει να φωνάξει γιατρό. Τα μάτια της Σοφίας κλείνουν. Το σκοτάδι που τόσο αποζήτησε την κυκλώνει πάλι. Για μερικές μέρες δεν ξέρει αν ζει ή αν πέθανε. Ύστερα, ένα πρωί που ανοίγει τα μάτια της, βλέπει τον απριλιάτικο ήλιο να γλυστρά από τα παντζούρια του δωματίου της. 

-Ζω, ψιθυρίζει. Ζω. 

Ύστερα από μισό αιώνα 

Άραγε να φανταζόταν εκείνη τη στιγμή ότι πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του αγαπημένου της θα συνέχιζε να ζει; Λίγοι άνθρωποι φθάνουν 85 χρονών. Η Σοφία Λασκαρίδου από κάποια σπάνια εύνοια της μοίρας, έφτασε και τα πέρασε. Το μυαλό της είναι γερό και ανήσυχο πάντα. Μόνο το κορμί της κύρτωσε. 
Άλλοτε όταν πήγαινε σε κάποιο χορό, το πρόβλημα ήταν, πως θα έβρισκε κάποιο καβαλιέρο που δεν θα ήταν χαμηλότερός της. Τώρα δεν είναι ψηλότερη από ένα παιδί του δημοτικού. Ζει πάντα στο πατρικό της σπίτι στην Καλλιθέα, κυκλωμένη από τους πίνακες που ζωγράφισε. Εκεί μας δέχτηκε πριν λίγες ημέρες, μαζί με τον κριτικό κ. Γιάννη Χατζίνη. 

Ήταν απόγευμα όταν άρχισε η Σοφία Λασκαρίδου την ιστορία της. Ύστερα το σούρουπο έπεσε, αλλά η γέρικη φωνή που ανεβοκατέβαινε σαν φλόγα κεριού, συνέχισε να ψάχνει μέσα στο χρόνο. Το δωμάτιο είχε σκοτεινιάσει. Νοιώθαμε θερμή την παρουσία του Περικλή Γιαννόπουλου ανάμεσά μας. 
Ίσως καθόταν σε κάποια πολυθρόνα και μας παρατηρούσε με τα μεγάλα γαλανά μάτια του, που τόσο τρυφερά ήξεραν να μιλούν στη γυναίκα που είχε αγαπήσει. Όταν βγήκαμε στον κήπο, η Σοφία Λασκαρίδου, κατέβηκε αργά τα σκαλιά και κάθισε σε ένα πάγκο, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο. 

- Εδώ συνήθιζε να κάθεται, ψιθύρισε. Τα χέρια της άγγιξαν τρυφερά το ξεβαμμένο ξύλο, όπως θα άγγιζαν το δέρμα ή τα μαλλιά ενός ανθρώπου. Μερικές φορές μου φαίνεται ότι κι αυτός ο πάγκος έπαψε να ζει πριν πενήντα χρόνια! Το χέρι ύστερα απλώθηκε και ψηλάφισε τον κορμό του δέντρου. 

- Και αυτό το πεύκο, έκανε σιγά. Πόσο ψήλωσε. Πήγαινα σχολείο όταν με φώναξε μια μέρα ο πατέρας μου, για να τον δω που θα το φύτευε. 

Μια γατούλα έτρεξε και σκαρφάλωσε στα γόνατά της.  Άρχισε να παίζει με τα μαραμένα δάχτυλά της. Της τα δάγκωνε, μετά τα άφηνε, ύστερα τα δάγκωνε πάλι. 
- Ίσως έτσι έπρεπε να γίνουν όλα, ψιθύρισε ύστερα αφήνοντας το κεφάλι της να γείρει πίσω. Η μοίρα καμιά φορά, είναι σοφότερη απ' ότι νομίζουμε. Τον θυμάμαι πάντα όμορφο. Δεν πρόλαβε να γεράσει. Άραγε να με θυμάται κι εκείνος όπως ήμουν τότε; 

Κανείς δεν μίλησε, αλλά μάντεψα δυο μεγάλα γαλανά μάτια να χαμογελούν τρυφερά μέσα στο σκοτάδι... 
________________
Φρέντυ Γερμανός, 1961 

* Όλες οι φωτογραφίες του αφιερώματος είναι Πίνακες της Σοφίας Λασκαρίδου




* Περικλῆς Γιαννόπουλος,  Ελληνολάτρης διανοητής, λογοτέχνης, μεταφραστὴς και δοκιμιογράφος, αἰσθητικὸς καὶ φυσιολάτρης, ρομαντικὸς ὁραματιστής, μαχητικός καὶ διαπρήσιος κήρυκας τῆς ἀναγεννήσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέσῳ τῆς ἀναζητήσεως καὶ ἀναδείξεως τῆς γνήσιας ἑλληνικότητος, ὅπως αὐτὴ πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἑλληνική Φύση καὶ ἐκφράζεται διαχρονικῶς στὴν λαϊκὴ παράδοση καὶ Ἱστορία. 
Δριμὺς κατήγορος τῆς ξενομανίας καὶ τοῦ συμπλέγματος μειονεξίας ἔναντι τῆς Δύσεως, τῆς δουλοπρέπειας καὶ τῆς διαφθορᾶς, ὅπου αὐτὲς ἐκδηλώνονται, ἀπὸ τὶς τέχνες ἔως τὴν πολιτική. Πατέρας καὶ κορυφαία μορφὴ τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ στὸν 20ὸ αἰώνα, στὶς τέχνες, τὴν αισθητική, τὴν φιλοσοφία, τὴν πολιτική.
Γεννήθηκε στὴν Πάτρα τὸ 1871 καὶ ἐτέλεσε τὴν ἡρωική του ἔξοδο ἀπὸ τὴν ζωὴ στὴν θάλασσα τοῦ Σκαραμαγκᾶ τὴν Μεγάλη Πέμπτη, 8 Ἀπριλίου 1910. 
Χαρακτηρίστηκε πατέρας τοῦ πνευματικοῦ κινήματος τοῦ ἑλληνοκεντρισμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνικισμοῦ, «προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ», «ὁ ἐξοχώτερος τῶν νέων Ἑλλήνων», «ὁ μεγαλύτερος, ὁ εὐγλωττότερος καὶ ὁ φωτεινότερος ἀπόστολος τοῦ κατὰ φύσιν ἑλληνικοῦ ζῆν», «ἅγιος τῆς ἑλληνικῆς νεολαίας», «ἀηδόνι τῆς ἑλληνικῆς γῆς», «μάγος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας», ἢ ἀκόμη, ἁπλὰ καὶ πάνω ἀπ᾿ ὅλα, «ὁ Ἕλλην». Καὶ ἀκόμη, αἰσθητικὸς τῆς ἑλληνικότητος, σουρεαλιστὴς πρὶν τὸν σουρεαλισμό, οἰκολόγος πρὶν τὸ οἰκολογικὸ κίνημα, ἀρχαιολάτρης ἀλλὰ καὶ Ὀρθόδοξος καὶ Βυζαντινὸς μαζί, «ξανθός ἱππότης», μποέμ, χίππης καὶ δανδὴς μαζί, ρομαντικός, ἰδιόρρυθμος, δριμὺς κατήγορος τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς του.

Παρακολούθησε μαθήματα ἰατρικῆς γιὰ ἕνα χρόνο στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἄλλα δύο χρόνια στὸ Παρίσι. Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, ὅμως, ἐγκατέλειψε τὶς σπουδές του καὶ πῆγε γιὰ ὀκτὼ μῆνες στὸν ἀδελφό του στὸ Λονδίνο, ὅπου μελέτησε ἀγγλικὴ καὶ γαλλικὴ λογοτεχνία. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν Ἀθήνα, γράφτηκε στὴ Νομικὴ Σχολή. 

Ἄρχισε ἀπὸ τὸ 1894 νὰ δημοσιεύῃ μεταφράσεις ποιημάτων τῶν Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Οὐάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθὼς καὶ δικά του «πεζὰ ποιήματα». Ἀπὸ τὸ 1899 ἀρθρογραφεῖ στὶς ἐφημερίδες Ἀκρόπολις, Τὸ Ἄστυ, Ἑστία κ.ἄ. καὶ στὰ περιοδικὰ Κριτική, Παναθήναια, Ὁ Νουμᾶς κ.ἄ., χρησιμοποιῶντας ψευδώνυμα ὅπως Λωτός, Ἀπολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος. 
Μὲ ἐντελῶς προσωπικὸ ὕφος καὶ γλῶσσα, καὶ ἀσυγκράτητο πάθος, διατυπώνει τὶς ἑλληνοκεντρικές του ἰδέες καὶ καταγγέλλει τὰ αἴτια τῆς ἑλληνικῆς κακοδαιμονίας -προπαντὸς τὴν ξενομανία, τὸν «φραγκοραγιαδισμό» ὅπως τὸν ὀνόμασε ὁ ἴδιος. 

Τὸ 1906 ἐκδίδει τὸ βιβλίο «Νέον Πνεῦμα», καὶ τὸ 1907 τὴν «Ἔκκλησι πρὸς τὸ Πανελλήνιον Κοινόν» -τὰ ἰδεολογικά του μανιφέστα. Οἱ «περικλογιαννοπούλειες» ἰδέες, σὲ σύγκρουσι μὲ κάθε κατεστημένο, προκαλοῦν ἀντιδράσεις στὴν Ἀθήνα τῆς ἐποχῆς. Ἀπὸ ἄλλους θεωρεῖται ἁπλῶς ρομαντικὸς καὶ ὡραῖος τρελός, ἀπὸ ἄλλους ὑβριστής, ἄλλοι ὅμως ἀναγνωρίζουν τὴν πρωτοτυπία του καὶ ἐμπνέονται ἀπὸ αὐτόν. 

Ἐνέπνευσε καὶ ἐπηρέασε, ἄμεσα καὶ ἔμμεσα, συχνὰ ἀποφασιστικά, διανοητές, ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες, πολιτικούς. Ποιητὲς καὶ καλλιτέχνες τὸν ὕμνησαν (Κωστῆς Παλαμᾶς («ὁ Ἀντίνοος ἔφηβος, ὁ πιὸ λαμπρὸς ποὺ ζοῦσε»), Ἄγγελος Σικελιανός («Κι ἔφερε ἡ φήμη ... μοναχὸ κριτὴ τὸν Ἥλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ᾿ εὐλάβεια μνήμης, ὦ Ἀπολλώνιε ζῆσε, Νέος μαζὶ κι Ἀρχαῖος»), Μυρτιώτισσα («Εὐγενικέ μας φίλε...»)) καὶ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ αὐτόν (Γιῶργος Σεφέρης, Ὀδυσσέας Ἐλύτης καὶ ὁλόκληρη ἡ Γενιὰ τοῦ ᾿30, Δημήτρης Πικιώνης, Ἄρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής, Κ. καὶ Γ. Κατσίμπαλης, Ἀγγελικὴ Χατζημιχάλη κ.ἄ.)

Ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος, ὁ Ἄριστος Καμπάνης, ὁ Παῦλος Νιρβάνας, ὁ Σπύρος Μελᾶς δημοσιεύουν ἐγκωμιαστικὲς κριτικές. Ὁ Ἴων Δραγούμης γίνεται ἀδελφικός του φίλος, καὶ μάχεται μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γιαννόπουλου νὰ κάμῃ τὸ ὅραμα τοῦ φίλου του πολιτικὴ πράξι Ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς θὰ ἀκολουθήσῃ δική του, πρωτότυπη ἑλληνοκεντρική πορεία, θὰ ὑμνήσῃ ὅμως καὶ αὐτὸς τὸν Γιαννόπουλο καὶ βεβαίως δὲν θὰ μείνῃ ἀνεπηρέαστος ἀπὸ αὐτόν. 
Κάθε φράσις του γεννᾷ ὁλόκληρο βιβλίο,                                                                                                                  Κωστῆς Παλαμᾶς.
«Δὲν ξέρω ἂν λέει σωστὰ πράματα ἢ στραβὰ τὸ βιβλίο του, μὰ ὅταν τὸ διάβαζα ἦταν σὰν ἄνεμος νὰ φυσομανοῦσε μέσα μου τρομαχτικὰ καὶ νὰ συντάραζε τὸν ἑλληνισμό μου ὅλον καὶ νὰ μὲ λευθέρονε, κι ἀφοῦ τὸ διάβασα μοῦ φάνηκε σὰν τὸν βορριᾶ τὸν παγωμένο ποὺ μανιασμένος σαρόνει τοὺς βρώμιους ἀπὸ μικρόβια ἀέρηδες καὶ ἀπὸ κάθε βρώμα καὶ σκουπίδι καθαρίζει τὸν κόσμο. [...] σ᾿ αὐτοῦ τὸ ρυθμὸ τὴ ζωή μου τονίζω.»                                Ἴων Δραγούμης



Ἑκατὸ χρόνια μετά, ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος μᾶς δείχνει τὸ μέλλον.
_____________________________________________________________

Φειδίας Ν. Μπουρλᾶς,  Ἀθῆναι, 20-3-2010


(Πρωτοδημοσιεύθηκε στὸ Ἀντίβαρο, 20-3-2010. Ἐπιτρέπεται ἡ ἀντιγραφή, χωρὶς ἄδεια, μὲ προϋπόθεσι τὴν ἀναφορὰ τοῦ συγγραφέως, τὴν παραπομπὴ στὴν παρούσα ἱστοσελίδα καὶ τὴν διατήρησι τῆς πολυτονικῆς γραφῆς. Περὶ τοῦ παρόντος ἱστοχώρου γενικῶς, ἰσχύουν τὰ ἀναγραφόμενα στὶς Σημειώσεις.)
____________________________

Περικλῆς Γιαννόπουλος, ὁ προφήτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ:  η ζωή του, ό,τι ἔγραψε ὁ μέγας ἑλληνολάτρης καὶ τὰ σημαντικότερα ποὺ ἐγράφησαν γι᾿ αὐτόν πατήστε εδώ



  Scholeio.com