Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΡΧΑΙΟΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το παράπονο της Αρχαίας Πελλάνας


    Στην κοίτη του ποταμού Ευρώτα, κοντά στους πρόποδες του Ταΰγετου και είκοσι τέσσερα χιλιόμετρα βόρεια της Σπάρτης κοιμάται ήσυχη η αρχαία Πελλάνα.... κι αν προσθέσετε ακόμα διακόσια χιλιόμετρα φτάνετε στην Αθήνα. Ο Δήμος της Πελλάνας που ανήκει στο Νομό Λακωνίας έχει λίγους κατοίκους και πολύ παράπονο.
Η σύγχρονη Πελλάνα, που μέχρι το 1912 "άκουγε" στο όνομα Γεωργιτσιάνικα Καλύβια και μέχρι το 1932 σκέτο Καλύβια, βρίσκεται κοντά στη αρχαία Πελλάνα, με λείψανα
πρωτοελλαδικών, Μυκηναϊκών και ελληνιστικών χρόνων.
Ο Όμηρος στην "Ιλιάδα" του επιβεβαιώνει την ύπαρξή της και περιγράφει πως την εποχή εκείνη υπήρχαν 10 Πόλεις:
«…οι δε είχον κοίλην Λακεδαίμονα κητώεσσαν, Φαρίν τε Σπάρτην τε πολυτρήρωνά τε Μέσσην, Βρυσειάς τα ενέμοντο και Βρυσειάς τ᾽ ἐνέμοντο καὶ Αὐγειὰς ἐρατεινάς, οἵ τ᾽ αρ᾽ Ἀμύκλας εἶχον Ἕλος τ᾽ ἔφαλον πτολίεθρον, οἵ τε Λάαν εἶχον ἠδ᾽ Οἴτυλον ἀμφενέμοντο …» 
(Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία Β΄, στίχοι 581 – 585). 
 
Στις μέρες μας συναντάμε όλες τις πόλεις αυτής της αναφοράς είτε ως μικρά χωριά είτε απλά ως τοπωνύμια. Όλες εκτός από μία... Η μοναδική Πόλη που δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμη και αποτελούσε πονοκέφαλο όχι μόνο στους ιστορικούς και περιηγητές, αλλά και στους ίδιους τους αρχαιολόγους ήταν η Λακεδαίμων. Ο Όμηρος δίνει στην Λακεδαίμονα δύο επίθετα «κοίλην» και «κητώεσσαν». Το κοίλην είναι εύκολο να εξηγηθεί, πρόκειται για μια περιοχή που μοιάζει με γούβα. Το κητώεσσαν όμως σημαίνει γεμάτη με κήτη δηλαδή θαλάσσια θηλαστικά (δελφίνια, φώκιες κ.ά.), οι γεωτρήσεις τα τελευταία χρόνια απέδειξαν ότι το υπόστρωμα στην Λακεδαίμονα είναι πλούσια σε λιγνίτη. Πλην του λιγνιτικού στρώματος υπήρχαν και τα απολιθώματα των κητών. Αρκετούς  αιώνες αργότερα τον 4ο ή 3ο αι. π.Χ., όταν η Σπάρτη διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο τοίχισε την ακρόπολη της Πελλάνας με εκείνο το στιβαρό τείχος που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας στα "Λακωνικά" του, μαζί το ιερό του Ασκληπιού και την Πελλανίδα πηγή.
 
   Τον Μάρτιο του 2002, ο Έλληνας αρχαιολόγος ο Θεόδωρος Σπυρόπουλος που βρίσκεται στη Πελλάνα από το 1979 πραγματοποιώντας ανασκαφές, ανακοινώνει την ανακάλυψη Μυκηναϊκού Ανακτόρου, το οποίο ο ίδιος θεωρεί ότι είναι του βασιλιά της αρχαίας Σπάρτης Μενελάου και της μοιραίας "ωραίας Ελένης".
Το ανάκτορο έχει διαστάσεις 32 Χ 14 μέτρα. Το περιβάλλουν κυκλώπεια τείχη και ευρύς δρόμος οδηγεί στην είσοδό του. Κατά τη διάρκεια της αρχαιότητας, οι κοντινοί τάφοι λεηλατήθηκαν όλοι. Ωστόσο, το ανάκτορο ήταν αλώβητο, και η αρχαιολογική σκαπάνη απέδωσε κοσμήματα, τοιχογραφίες, κεραμική, και μια πληθώρα πινακίδων Γραμμικής Β', κάτι που οδηγεί στην πιθανολόγηση ύπαρξης κεντρικών αρχείων εκεί. 
Παρενθετικά, ν' αναφέρουμε ότι δημιουργήθηκε μια μεγάλη ερμηνευτική σύγκρουση μεταξύ του Έλληνα αρχαιολόγου και των μελών της Βρετανικής Σχολής Αθηνών. 
Ο μεν καθηγητής Σπυρόπουλος, μετά από πολυετή μελέτη ευρημάτων αλλά και πολλών διηγήσεων αρχαίων συγγραφέων, είναι πεπεισμένος ότι η Πελλάνα ήταν η Μυκηναϊκή πρωτεύουσα της Λακωνίας... τα μέλη της Βρετανικής Σχολής Αθηνών πιστεύουν ότι η Αρχαιολογική γεωγραφική θέση "Μενελάειον" Σπάρτης ήταν η πρωτεύουσα. Το Μενελάειον βρίσκεται στην Θεραπνή, κοντά στη Σπάρτη. Γενικά, η αντίθετη άποψη θεωρεί ότι η θέση της Πελλάνας είναι κατά πολύ απομακρυσμένη, σε σχέση με τους σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους του Μενελάειου και του Βαφειού. Ο οικισμός αυτός της Πελλάνας έχει χαρακτηριατεί ως νεολιθικός και πρωτοελλαδικός οικισμός.

Στην ίδια περιοχή βρίσκεται σειρά μεγάλων μυκηναϊκών θαλαμοειδών τάφων. Αυτό τον οδήγησε στο να πιστεύει, ότι στις ανασκαφές του ανακάλυψε την χαμένη ομηρική πρωτεύουσα της αρχαίας Λακωνίας.  Την Μυκηναϊκή Σπάρτη. 
Σύμφωνα με τον κ. Σπυρόπουλο η Μυκηναϊκή Σπάρτη ήταν στη θέση της Πελλάνας και όχι στη θέση της σημερινής Σπάρτης. Εκεί που φιλοξενήθηκαν ο Τηλέμαχος και ο γιος του Νέστορος ο Πεισίστρατος, όταν πήγαν στη Σπάρτη για να μάθουν τι απέγινε ο Οδυσσέας. 
 
Ο κ. Σπυρόπουλος επικαλούμενος τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια των Ηνωμένων Πολιτειών Τζέρεμυ Ράττερ (Jeremy Rutter), μας πληροφορεί ότι για να χαρακτηρισθεί μία περιοχή ως κέντρο Μυκηναϊκού Πολιτισμού πρέπει να συντρέχουν απαραιτήτως
1. Ακρόπολη επί υψώματος προστατεμένη με κυκλώπειο τείχος, 
2. Βασιλικό νεκροταφείο με βασιλικούς τάφους παρόμοιους με τους θολωτούς τάφους των Μυκηνών και της Πύλου αλλά και άλλους κιβωτιόσχημους τάφους, 
3. Υπόγειο υδραγωγείο που να εφοδιάζει την ακρόπολη με νερό σε περίπτωση πολιορκίας και 4. Μέγαρο όπως αυτό που περιγράφεται από τον Όμηρο και άλλες εγκαταστάσεις για να λειτουργεί το όλο συγκρότημα ως διοικητικό κέντρο. 
 
Ο καθηγητής αναλύει: 
"Εδώ... Τώρα... έχουμε και τα τέσσερα αυτά στοιχεία στον αρχαιολογικό χώρο της Πελλάνας, δεδομένου δε ότι πουθενά αλλού στη Λακωνία δεν υπάρχουν παρόμοιοι τάφοι, δεν μπορεί να ήταν αλλού η πρωτεύουσα του μυκηναϊκού βασιλείου της Λακωνίας. 
Εκτός από τα στοιχεία αυτά, υπάρχουν εκεί και επί πλέον άλλα από τα οποία αποδεικνύεται ότι, χίλια χρόνια πριν από την εγκατάσταση των Αχαιών Μυκηναίων, είχε αναπτυχθεί εκεί ο πολιτισμός των Μινύων οι εγκαταστάσεις του οποίου προσήλκυσαν την εγκατάσταση των Αχαιών.
Προς το τέλος της εποχής των Παγετώνων και αφού ξεκίνησε η σταδιακή τήξη των πάγων κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου, ο Ελληνικός χώρος άρχισε να αναδύεται σιγά σιγά από τη θάλασσα της Μεσογείου και να σχηματίζονται τμήματα ξηράς. Από το φαινόμενο αυτό δημιουργήθηκαν τεράστιες λιμνοθάλασσες. Μία από αυτές παρέμεινε έως το 1750 π. Χ. και ήταν η Λίμνη της Λακεδαίμονος «Η ΙΕΡΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ», η οποία έφθανε από την Πελλάνα έως το Γύθειο, ενώ ο Ποταμός Ευρώτας (ευ + ρότα = καλή πλοήγηση) ήταν πλωτός μέχρι τη θάλασσα".

   Όλες αυτές οι κυκλώπειες και μυστηριώδεις κατασκευές μας βάζουν σε σκέψεις, η κατασκευή λαξευτού τάφου προϋποθέτει μεγάλες τεχνικές γνώσεις, κατασκευαστική εμπειρία και μακροχρόνια εργασία και οικοδομικά μέσα υψηλά. Παρότι η σύγχρονη τεχνολογία έχει φθάσει σε απίστευτα ύψη κι όμως εξακολουθούν να προβληματίζουν τους ειδικούς για το αν οι πολιτισμοί εκείνοι κατοικήθηκαν από εξωγήινους ή γίγαντες, με αποτέλεσμα να υποπίπτουν συνεχώς σε λανθασμένα και ανυπόστατα συμπεράσματα.
    Καλύτερα να ερευνούμε και να ετυμολογούμε τα πανάρχαια τοπωνύμια που μας προσφέρει μέσα από τα σπλάχνα της η Ελληνική Γη και όχι να κολλάμε σε εγκαταλειμμένες, εδώ και εκατοντάδων ετών, θεωρίες όπως είναι της απαρχαιωμένης Αγγλικής Αρχαιολογικής Σχολής, οι οποίοι Άγγλοι Αρχαιολόγοι ισχυρίζονται, με το έτσι θέλω, ότι το Ανάκτορο του Μενελάου και της Ελένης βρίσκεται στην σημερινή Σπάρτη δίχως να υπάρχουν χειροπιαστά στοιχεία για
να καταδείξουν την ορθότητα των επιχειρημάτων τους, κατά συνέπεια όλες αυτές οι θεωρίες χαρακτηρίστηκαν αβάσιμες και έχουν απορριφθεί από την επιστημονική κοινότητα.

    Για την Ιστορία είπαμε πολλά μέχρι τώρα μα λίγα για τον κ. Θεόδωρο Σπυρόπουλο που ίσως νάχουμε ακουστά
μόνο το όνομά του. Ας δούμε τι ακριβώς έχει πετύχει στην μακρόχρονη και πλούσια καριέρα του ως Αρχαιολόγος και πόσα ακόμα, αν τον αφήσουμε, μπορεί να μας διδάξει. Είναι Δρ. Αρχαιολογίας με πολλές διακρίσεις στο ενεργητικό του, οι περγαμηνές του ίσως να ξεπερνάνε ακόμα και το ανασκαφικό του έργο. Είναι:
  - Ανασκαφέας Αρχαιολόγος
  - Επίκουρος Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
  - Μέλος της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρίας
  - Μέλος του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου
  - Επίτιμο Μέλος στην Εταιρία Γραμμάτων και Τεχνών Πειραιά
  - Επίτιμος Δημότης Πελλάνας (πρώην Δήμος Πελλάνας) και
  - Συγγραφέας βιβλίων και μελετών που έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα Ελληνικά και ξένα περιοδικά όπως είναι: Το Αρχαιολογικό Δελτίου, Το Τρίτο Μάτι, ΑΕΡΩΠΟΣ, Δαυλός, Sparta in Laconia, CORPUS κ.ά.

     - Υπήρξε μαθητής του Μεγάλου Αρχαιολόγου Σπύρου Μαρινάτου, όπου μαζί του το 1967 έκαναν την μεγαλύτερη, μέχρι τότε, αρχαιολογική ανακάλυψη στην Ελλάδα στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης. Εκεί ήρθε στο φως μια ολόκληρη προϊστορική πόλη της Υστεροκυκλαδικής Α΄ περιόδου (1600 – 1400 π. Χ.), θαμμένη κάτω από τα ηφαιστειακά υλικά. Χάρη σ’ αυτό το ελαφρύ υλικό (τέφρα) τα σπουδαία αυτά οικοδομήματα διατηρήθηκαν επί αιώνες ακέραια και σε άριστη κατάσταση, όπου η δόμηση ήταν πυκνή και διέθετε πολυώροφα κτίρια με πλούσιες τοιχογραφίες, οργανωμένες αποθήκες, βιοτεχνικούς χώρους, άριστη πολεοδομική οργάνωση με δρόμους, πλατείες και είχε ένα πλήρως αναπτυγμένο αποχετευτικό σύστημα, το οποίο περνούσε κάτω από το λιθόστρωτο και συνδεόταν απευθείας με τα σπίτια, όπως συμβαίνει και στις σύγχρονες πόλεις.
     - Από το έτος 1968 έως και το έτος 1984 η Αρχαιολογική Εταιρία της Αθήνας διενεργεί συστηματική ανασκαφή στην Τανάγρα υπό την διεύθυνση του Δρ. Σπυρόπουλου σε δύο θέσεις, 500 και 800 μ. Ανατολικά του σημερινού χωριού της Τανάγρας, Νοτίως του Στρατιωτικού Αεροδρομίου, σε δύο Νεκροταφεία των μυκηναϊκών χρόνων. Κατά την ανασκαφή ήλθαν στο φως γραπτές λάρνακες και τα άλλα αρχαία της Τανάγρας των μυκηναϊκών χρόνων περίπου 1350 – 1180 π. Χ.
     - Αργότερα ως Έφορος αρχαιοτήτων στην πόλη της Θήβας ανακαλύπτει κατά την χρονική περίοδο 1971 και 1973 στο χώρο του Αμφείου την μεγαλύτερη βαθμιδωτή πυραμίδα της τρίτης χιλιετίας π. Χ, η οποία έχει όλες τις προϋποθέσεις να αναδειχθεί σ’ ένα από τα μεγαλύτερα μνημεία του Ευρωπαϊκού χώρου. Καθώς επίσης και τους τάφους των μυθικών αδερφών Ζήθου και Αμφίωνα, όπου σύμφωνα με τα Ομηρικά Έπη ήταν υιοί του Δία και της Αντιόπης και ήταν εκείνοι που πρώτοι έκτισαν την έδρα και τα τείχη της «εφτάπυλης» Θήβας (Οδύσσεια λ 260 – 289). Θα περίμενε κανείς να επαινεθεί από το Υπουργείο Πολιτισμού ο καθηγητής για τις σπουδαίες αυτές ανακαλύψεις, παραταύτα εκδιώχθηκε βιαίως από τις ανασκαφές και «μετατέθηκε» άρον άρον στη Σπάρτη, όπου και παρέμεινε μέχρι την συνταξιοδότησή του το 2002.
    - Η έπαυλη του Ηρώδη Αττικού στην Εύα/Λουκού Κυνουρίας είναι το σημαντικότερο μνημείο των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων στον ελληνικό χώρο, όπως καταδεικνύουν η μεγάλη της έκταση και κυρίως ο εξαιρετικός πλούτος των αρχιτεκτονικών λειψάνων και των πολυσχιδών γλυπτών και ψηφιδωτών ευρημάτων της. Το μνημείο ήρθε στο φως έπειτα από είκοσι ένα χρόνια συστηματικής ανασκαφής από τους καθηγητές Δρ. Θεόδωρο Σπυρόπουλο (1980 - 2001) και τον γιό του Δρ. Γεώργιο Σπυρόπουλο (1990 - 2001).

    - Το Πάσχα του 2002 η αρχαιολογική σκαπάνη του καθηγητής αγγίζει τον Ανακτορικό Θολωτό Λαξευτό Βασιλικό Τάφο του Μενέλαου και της Ελένης. Επρόκειτο για ένα μεγαλοπρεπέστατο μνημείο, ο οποίος όμως... μπαζώθηκε εν μία νυκτί, με πρόφαση την
εμφάνιση ρωγμών και τον φόβο ατυχήματος με απόφαση του Κ.Α.Σ. που ενημέρωνε ότι οι
εργασίες θα ξεκινούσαν έπειτα από δύο μήνες. Ωστόσο 19 χρόνια μετά δεν έχουν ξεκινήσει ! Εικασίες άρχισαν να κυκλοφορούν αντί για απαντήσεις γιατί απαντήσεις δεν υπήρχουν... δεν
δόθηκαν ποτέ.

     "Αυτό" δεν ήταν μία ακόμα αρχαιολογική ανακάλυψη γιατί αν ανατρεπόταν η Ελληνική Ιστορία από τις ανακαλύψεις του κ. Σπυρόπουλου, τότε ολόκληρη η διδακτική ύλη της Ιστορίας θα διαγραφόταν από όλα τα σχολικά βιβλία, αυτομάτως το γεγονός αυτό θα προκαλούσε τριγμούς τόσο στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων όσο και στους κύκλους της Αρχαιολογίας.
    Θα τάραζε τα λιμνάζοντα νερά μιας μερίδας «βολεμένων» της συντηρητικής κοινωνίας της πόλης μας γνωστοί κι ως «τζάκια της Σπάρτης», οι οποίοι με το έμμονο οικονομικό συμφέρον ως πρόσχημα δεν θα δίσταζαν να σαμποτάρουν αρχαιολογικούς χώρους, έργα υποδομής, την κατασκευή υπερσύγχρονων αυτοκινητόδρομων ή ακόμα και να παρεμποδίσουν τη δημιουργία
μουσείου στην Σπάρτη πλήττοντας έτσι ανεπανόρθωτα τον τουρισμό και την ανάπτυξη της Λακωνίας, για να ικανοποιήσουν το αρρωστημένο τους προσωπικό όφελος.... και μαζί με τον συντεχνιακό πόλεμο μεταξύ αρχαιολόγων, το έντονο παρασκήνιο και μία περίεργη σιγή ιχθύος από την πλευρά του Υπουργείου Πολιτισμού δημιουργούν αυτό ακριβώς το εκρηκτικό μείγμα που καταγγέλλεται για την υπόθεση της μεγάλης αρχαιολογικής ανακάλυψης στην Αρχαία Πελλάνα Σπάρτης, δηλαδή τον ανακτορικό τάφο που αφέθηκε στην τύχη του, κάτω από 200 τόνους μπαζών. 

 

Δεκαοκτώ χρόνια μετά, τον Ιούλιο του 2020 ο καθηγητής Σπυρόπουλος Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων Σπάρτης απαντά, παρεμβαίνοντας γραπτώς, στον βουλευτή Θ. Δαβάκη που απευθυνόμενος στην Υπουργό Πολιτισμού της είχε ζητήσει το "Σχέδιο Δράσης" του Υπουργείου για τον ανεσκαμμένο επί σειρά ετών αρχαιολογικό χώρο της Ομηρικής Λακεδαίμονος στην περιοχή της Πελλάνας, που παραμένει κλειστός ερειπιώνας, έκθετος σε φυσικές καταστροφές και επιθέσεις τυμβωρυχίας:


    «Αξιότιμε κ. Δαβάκη,
                                           Χαιρετίζω την πρωτοβουλία σας να ζητήσετε από την Υπουργό 
Πολιτισμού το σχέδιο δράσης του Υπουργείου για τον ανεσκαμμένο επί σειρά ετών αρχαιολογικό χώρο της Ομηρικής Λακεδαίμονος στην περιοχή της Πελλάνας, που παραμένει κλειστός ερειπιώνας, έκθετος σε φυσικές καταστροφές και επιθέσεις τυμβωρυχίας.
    Ενθυμούμαι ότι στα πρώτα στάδια των πολυετών ερευνών και συστηματικών ανασκαφών μου στην Πελλάνα (1979- 2002), είχα την συνηγορία σας προς την τότε Γενική Γραμματέα και νυν Υπουργό Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη, σε σύσκεψη στην Σπάρτη, να ενισχύσει τις έρευνές μου και πιστεύω ότι η εξέλιξη των ανασκαφών και των ανακαλύψεων εδικαίωσαν τις επιδιώξεις μας.

    Με την συνταξιοδότησή μου το έτος 2002 οι ανασκαφές διεκόπησαν παρότι η ανασκαφή εκηρύχθη συστηματική απο το Υπ. Πολιτισμού, συγκροτήθηκε η προβλεπόμενη από τον Αρχαιολογικό Νόμο επιστημονική επιτροπή και εγώ ορίσθηκα Διευθυντής της Συστηματικής Ανασκαφής της Πελλάνας. Πέρασαν έτσι 20 άγονα χρόνια στα οποία θα είχε ολοκληρωθεί η έρευνά μας, η πλήρης αποκάλυψη ενός σπουδαίου Βασιλικού Μυκηναϊκού Τάφου, που κατεχώσθη βαναύσως, η συντήρηση και ανάδειξη του χώρου, η επισκεψιμότητά του και η διεθνής προβολή του, αίτημα το οποίο παραμένει ενεργό για εμένα και τους συνεργάτες μου.

     Η Διεθνής βιβλιογραφία, όπως αποτυπώνεται στο Review της Αmerican Journal of Archaeology, του διαπρεπούς Καθηγητού Jeremy Rutter, ορίζει τα κριτήρια προκειμένου να χαρακτηρισθεί ένας χώρος ως Ανακτορικό Κέντρο της Μυκηναϊκής περιόδου, όπως οι Μυκήνες, η Τίρυνς, η Πύλος, η Θήβα, ο Ορχομενός της Βοιωτίας. Τα κριτήρια αυτά είναι:
1. Η ύπαρξη (η αποκάλυψη) Ακρόπολης με Κυκλώπειο τείχος.
2. Το Μέγαρο, το κέντρο διαμονής και διοίκησης του Άνακτος.
3. Η υπόγεια πηγή που περικλείεται σε επέκταση (Extension) του Κυκλώπειου τείχους για προμήθεια νερού σε περίπτωση πολιορκίας.
4. Το ωργανωμένο Βασιλικό Νεκροταφείο Θολωτών (κυρίως) τάφων κατά προτίμησιν Δυτικά του Ανακτόρου.
    Ανασκαφές και έρευνες δύο εκατονταετηρίδων στην Λακωνία δεν είχαν εντοπίσει αρχαιολογικό χώρο που να πληροί τα κριτήρια αυτά, ώστε να χαρακτηρισθεί Ανακτορικό κέντρο, έτσι που η Αγγλική Αρχαιολογικη Σχολή κατέληξε στο απαισιόδοξο συμπέρασμα ότι η Λακωνία "frustrates all expectations"! 

    Εν τούτοις η Πελλάνα, δηλ. η ΛΑΚΕΔΑΙΜΩΝ, εδικαίωσε τις προσδοκίες μας και εκάλυψε α π ό λ υ τ α και τις τέσσερις προϋποθέσεις της επιστημονικής δεοντολογίας, διότι και Ακρόπολη έχει τειχισμένη με κυκλώπειο τείχος, το οποίο αφού κατεδαφίσθη στα ιστορικά χρόνια κατά την εισβολή του Αρκάδα Λυκομήδη στην Πελλάνα το έτος 370/69 π.Χ., μετετράπη σε δρόμο κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους., ενώ βραδύτερα η περιοχή ήκμασε ως Βυζαντινό ή Φραγκικό κέντρο (πιθανώτατα η Μεσαιωνική Λακεδαιμονία, όπου βρήκαμε και σημαντικό νομισματικό θησαυρό του Αυτοκράτορα Φωκά (602-610) κοπής Κωνσταντινουπόλεως, που διαψεύδει τις εικοτολογίες Fallmereier, ενώ εκείθεν ίσως ιδρύθη το 582 μ.Χ., η Μονεμβασία αλλά και η παρακείμενη Δαιμονιά.
    Το Κυκλώπειο τείχος επεκτάθηκε από την Ακρόπολη στον λόφο Παλαιόκαστρο και περιέκλεισε την υπόγειο Πηγή, την οποία ο Παυσανίας τον 2ο αι.μ.Χ. ονομάζει "Πελλανίδα" και την καταγράφει ως το ένα από τα αξιοθέατα της Πελλάνας της εποχής του, με δεύτερο το Ασκληπιείο, ασφαλώς πλησίον της Πηγής, πιθανώτατα κάτω απο την σημερινή πλατεία της Άσπρης Βρύσης της Πελλάνας.
    Το Μυκηναϊκό Μέγαρο ευρέθη στην Νότια πλαγιά της Ακρόπολης (Παλαιόκαστρο Πελλάνας) και παρά τις φθορές του είναι "μέγα υψιρεφές δώμα" διαστάσεων 14Χ35 μ. με τριμερή διαίρεση και φέρει στο μέσον του τον Πρωτογεωμετρικό Ναό, καθιερωμένο στην Ελένη και τους Διοσκούρους, που επιμαρτυρεί την ιερότητά του και την πιστοποίηση της ταυτότητός του, αφού όμοιοι ναοί ευρέθησαν πάνω από όλα τα μυκηναϊκά Μέγαρα, στις

Μυκήνες (Ναός Αθηνάς), στην Τίρυνθα (Ναός Ήρας), στην Θήβα (Ναός Περικιονίου Διονύσου), στον Ορχομενό (Ναός των Χαρίτων).
     Το Μέγαρο βέβαια δεν είναι μόνο του, αλλά είναι στην προμετωπίδα ενός συγκροτήματος κτιρίων (φυλακείων, αποθηκών, εργαστηρίων, αρχείων) που καλύπτουν έκταση 5000 τ.μ. στην Νότια πλαγιά της Ακρόπολης, ενώ ο αστικός χώρος βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο (Unterburg) περιτειχισμένος επίσης με το κυκλώπειο τείχος.
    Έτσι το Ανακτορικό συγκρότημα στην Λακεδαίμονα είναι ένα απο τα μεγαλύτερα της Μυκηναϊκής Ελλάδος, άριστα ωργανωμένο και προσανατολισμένο στην πλούσια άνω κοιλάδα του Ευρώτα, με έξοχη θέα στον μεγαλοπρεπή Ταΰγετο και ανοιχτό στις ζείδωρες αύρες του Ζέφυρου, που πνέει από τον Λακωνικό κόλπο και κάνει τον Ταΰγετο να φιλοξενεί δένδρα της Αλπικής ζώνης των Υπερβορείων μαζί με καρποφόρες ελιές από τις οποίες ο Ηρακλής αφαίρεσε ένα "γροθάρι" και το φύτεψε στον Κρόνιο λόφο της Ολυμπίας, καθιερώνοντας τους Ολυμπιακούς αγώνες, που τελούσαν πάντοτε υπο την κηδεμονία της Σπάρτης, στους ιστορικούς χρόνους.
    Το τέταρτο κριτήριο είναι το Βασιλικό Μυκηναϊκό Νεκροταφείο στην "Πελεκητή Πελλάνας" που έδωσε τους μεγαλύτερους, σε όλο τον Μυκηναϊκό κόσμο, θολωτούς λαξευτούς τάφους, έξοχα έργα τεχνολογίας και αισθητικής, με σημαντικά ευρήματα (χρυσά κοσμήματα, τα πρώτα και μόνα που βρέθηκαν στην Μινυακή και Μυκηναϊκή Λακωνία, ψήφους ηλέκτρου, αγγεία ανακτορικού ρυθμού και πλείστα αφιερώματα στους Ήρωες-Νεκρούς κατά τους αρχαϊκούς, κλασσικούς και ρωμαϊκούς χρόνους) και κυρίως αποδεικτικά της διαχρονίας της Ανακτορικής ζωής και δράσης σε όλη την Μυκηναϊκή περίοδο (1600-1200 π.Χ.).
    Εάν είναι θεμιτό και επιστημονικά αποδεκτό να ταυτίζουμε τα Ανακτορικά κέντρα της Μυκηναϊκής Ελλάδος με τους ήρωες του Έπους, τις Μυκήνες με τον Αγαμέμνονα, την Πύλο με τον Νέστορα (βλ.το Αμερικανικό σύγγραμμα του C.Blegen κά. "The Palace of Nestor in
Western Messenia") το Ανάκτορο των Θηβών με τον Κάδμο και τον Οιδίποδα κ.ο.κ. εξ ίσου
θεμιτό είναι να συνδέσουμε το Ανάκτορο στην Λακεδαίμονα με τους ήρωες του Λακωνικού παρελθόντος, τον Τυνδάρεω, τους Διοσκούρους, την Ελένη και τον Μενέλαο.
    Αυτή ήταν η πεποίθηση των Λακεδαιμονίων μέχρι την εποχή του Παυσανία, ο οποίος γράφει:

"Τυνδάρεων φασί οικήσαι ενταύθα" (δηλ. στην Πελλάνα). Συναφώς και το Σχόλιον σε τραγωδία του Ευριπίδου για τον Τυνδάρεων ότι "οικεί εν τοις εσχάτοις της Λακεδαιμονίας".


    Επιγραφικά ευρήματα των ανασκαφών του υπογραφομένου και των συνεργατών του αναφέρονται στην Ε (Ελένη), τους Διοσκούρους, τον Ηρακλή και τους Ηρακλείδες οι οποίοι επιστρέψαντες απο την Δύση, την "Μεγάλη Ελλάδα - Magna Grecia", ως "Λαοί της Θαλάσσης" (Τυρρηνοί, Σαρδηνοί, Σικελοί) ανέτρεψαν το μυκηναϊκό κράτος (1200-1180 π.Χ.) και επανίδρυσαν την αγαπημένη τους πρωτεύουσα, την Ομηρική Λακεδαίμονα (στην περιοχή
της Πελλάνας) στην Νέα Λακεδαίμονα, την ιστορική Σπάρτη, μία νέα πόλη, αρχετυπικά Δωρική.
    Αλλά η περιοχή της Άνω Κοιλάδας του Ευρώτα, όπου απεκαλύφθη η χαμένη Μητρόπολις Λακεδαίμων (βλ.Getty Images) φιλοξενεί τεκμήρια και ευρήματα του χιλιόχρουνου πολιτισμού (2750-1750 π.Χ.) των Μινυών, που είχαν μετατρέψει την λιμνοθάλασσα (Lagoon-Λαγκάδα) του Ταϋγέτου σε ευδαίμονα πολυνησία με επίκεντρο την θρυλική Ατλαντίδα, οπως μετωνόμασε ο Πλάτων την Λακεδαίμονα "την υφ' ηλίω ούσαν ποτέ νήσον ιεράν", διότι η Λακεδαίμων παράγεται απο το ρήμα λαγχάνω (=διανέμων με κλήρωση) και την λέξη Δαίμων (=Θεός), εν προκειμένω ο Ποσειδών ο πατρώος Θεός του Μινυακού Γένους, δηλ. των Ηρακλειδών, προγόνων των Δωριέων και ιδρυτών της Λακεδαίμονος-Ατλαντίδος και της Νέας Λακεδαίμονος-Σπάρτης.
    Η Μινυακή και εν συνεχεία η Μυκηναϊκή Λακεδαίμων υπήρξε Ανακτορικό κέντρο της Λακωνίας, έδρα των Βασιλέων και των Παραδόσεών της για την περίοδο 2750-1200/1180
π.Χ., όταν οι Ηρακλείδες μετέφεραν την πρωτεύουσά τους στην Σπάρτη.

     Έκτοτε η Λακεδαίμων έπαυσε να κατοικείται και μετετράπη σε Ιερό Χώρο όπως υπήρξε αείποτε ως Θεράπνη, όπου ιδρύθησαν Ιερά και Ναοί (όχι οικισμοί των ελληνιστικών χρόνων, όπως εκλαμβάνεται λανθασμένα) και Ηρώα προς τιμήν των Νεκρών, που εφονεύθησαν στην μάχη του 369 π.Χ. (Αινήσιππος εν πολέμωι, Φλειάσιοι εν πολέμω) και ετιμήθησαν με Ηρώα, περιρραντήρια και αγγεία των κλασσικών και ελληνιστικών χρόνων.
     Εκεί ετελούντο στους ιστορικούς χρόνους οι εορτές Ελένια και Ελενηφόρεια, όπου αι παρθένοι μετέβαιναν με άμαξες απο λυγαριά (κάναθρα). Ήταν φυσικό και ιστορικά επαναλαμβανόμενο η Σπάρτη να αναδεχθεί τις λατρείες και τις γενεαλογίες της Μητρός Λακεδαίμονος και να τις εντάξει στο πολιτικό και πολιτιστικό της γίγνεσθαι και στις διεκδικήσεις της ως Μητρόπολις του Δωρισμού, αλλά και Αχαϊκών προσωπικοτήτων, όπως ο
Μενέλαος και ο Ορέστης.
    Άλλωστε η Σπάρτη επολεοδομήθη στα πρότυπα της Μινυακής και της Μυκηναϊκής Μητρόπολης της Λακεδαίμονος αφού κατασκεύασε Γυμνάσιο στον Πλατανιστά σε σχήμα νησίδος που περιβαλλόταν από Εύριπο, μετέφερε τις Ηράκλειες Στήλες από το Όρος Θόρνακαστον εν πεδίω Θόρνακα προ της γέφυρας του Ευρώτα και ακολούθως την μία στο Ιερό του Υακίνθου στις Αμύκλες όπου την είδε και ο Ηρόδοτος και ο Παυσανίας επιχρυσωμένη σε ύψος 16 μ.περίπου, μετέτρεψε το Ιερό του Μενελάου και της Ελένης στην Νέα Θεράπνη σε σχήμα πυραμίδος όπως ο λόφος που ιδρύθη αρχικά η Λακεδαίμων και έδωσε στο σχήμα του τάφου των Αγιαδών Βασιλέων κυκλική θολωτή μορφή, όπως οι Διπλοί Βασιλικοί Μινυακοί Θολωτοί Τάφοι της Λακεδαίμονος και έθεσε τη διπλή Βασιλεία της Σπάρτης υπό την κηδεμονία των Διοσκούρων.
     Η κώμη της Πελλάνας, την οποία ο Παυσανίας εχαρακτήρισε στην εποχή του "πόλιν το αρχαίον" είναι διάφορος της Λακεδαίμονος και στα ιστορικά χρόνια κατέλαβε τον χώρο Νοτιοδυτικά της Πελλανίδος πηγής και του παρακείμενου σ' αυτήν Ασκληπιείου.
Από το έτος 2013 κυκλοφορεί το τρίτομο σύγγραμμά μου "ΛΑΚΕΔΑΙΜΩΝ", Η υφ' ηλίω ούσα ποτε νήσος Ιερά, 1500 περ.σελίδων και εικόνων στις εκδόσεις "Ινστιτούτο του βιβλίου Καρδαμίτσα, το οποίο θα χαρώ να σας στείλω στην Διεύθυνση που θα μου υποδεικνύατε. Η Λακεδαίμων, η Πελλάνα, η Σπάρτη, η Λακωνία που υπηρέτησα επί 22 έτη, αξίζει ό,τι δικαιούται, τον πρωτεύοντα ρόλο της στην δημιουργία, την Διασπορά και την ακτινοβολία του Μινυακού - Δωρικού Πολιτισμού του Έθνους μας, Πολιτισμού Πρωτογενούς και Παιδαγωγού της Ελληνικής Οικουμενικότητας.»

 


    Το γεγονός είναι ότι η ανακάλυψη του καθηγητή Σπυρόπουλου, η φλέβα χρυσού που χτύπησε ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΑ. Πρώτη φορά στα χρονικά της Αρχαιολογίας συναντάμε ασύλητο (σφραγισμένο) βαθμιδωτό λαξευτό Βασιλικό Τάφο τέτοιας υψίστης σπουδαιότητας, δηλαδή από την αρχή του διαδρόμου μέχρι την είσοδο της Πύλης κλείνει προς τα μέσα σχηματίζοντας στα τοιχώματα βαθμιδωτή πυραμίδα, εμπεριέχει στο εσωτερικό του κι άλλους δυο καλά φυλαγμένους τάφους (τρείς τάφους μέσα σε ένα μεγάλο). Και ένας Θεός ξέρει τι αμύθητους θησαυρούς και γνώσεις θα κρύβουν μέσα τους, προσθέτοντας επιπλέον άλλα 1.000 χρόνια Ιστορίας στην αρχαία Σπάρτη. Αυτό δεν συνέβη με τον Μανόλη Ανδρόνικο με την ανακάλυψή του για τον τάφο του Φιλίππου;

 

 

Οι κάτοικοι της Πελλάνας λένε δεν θα εγκαταλείψουν έτσι εύκολα τα όπλα, είναι αποφασισμένοι να δώσουν αγώνα μέχρι το τέλος και όπως έχει ειπωθεί επανειλημμένως κατά το παρελθόν: «...παίρνοντας την γενναία απόφαση παραδίδουμε τις περιουσίες και τα χωράφια μας στα χέρια του κ. Σπυρόπουλου για το καλό της Ιστορίας και του τόπου μας και αν δεν αλλάξει το πολιτικό σκηνικό θα πάρουμε το νόμο στα χέρια μας και σύντομα θα μας βρείτε μπροστά σας».

* Τον Ιούνιο του 2014 το Ινστιτούτο Βιβλίου Α. Καρδαμίτσα εξέδωσε ένα τρίτομο έργο του Θεόδωρου Σπυρόπουλου, Επίτιμου Έφορου Αρχαιοτήτων Σπάρτης, παρουσιάζει τη σημαντικότατη ανασκαφική του έρευνα στην Πελλάνα Λακωνίας, που βρίσκεται 25 χλμ. βόρεια της Σπάρτης. Η ανασκαφική έρευνα ξεκίνησε το 1980 και διήρκησε 25 περίπου χρόνια. Κατά την διάρκεια αυτής βρέθηκαν πολλά συγκροτήματα κτηρίων που χρονολογούνται από τα Πρωτοελλαδικά χρόνια έως και τους Μεσαιωνικούς χρόνους, καθώς και επιβλητικοί θολωτοί τάφοι των μυκηναϊκών χρόνων. Οι θολωτοί τάφοι λόγω του εντυπωσιακού τους μεγέθους και των κτερισμάτων έχουν ερμηνευθεί από τον ανασκαφέα ως βασιλικοί. Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας η Πελλάνα είναι η Ομηρική πόλη Λακεδαίμων, εξ ου και ο τίτλος του τρίτομου έργου του, ενώ διάφορα κτήρια έχουν ταυτισθεί ως τα βασιλικά ανάκτορα του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης.
Ο πρώτος τόμος δημοσιεύει ως επί το πλείστον τα αποτελέσματα των ανασκαφών στην Πελλάνα. Ο δεύτερος τόμος εστιάζει κατά βάση στην παρουσία των Μινύων στη Μεσόγειο. Και ο τρίτος τόμος περιλαμβάνει 29 έγχρωμους πίνακες και 1131 ασπρόμαυρες εικόνες.


* Οι ΦΡΥΚΤΩΡΙΕΣ παρουσιάζουν την ομιλία "ΑΡΧΑΙΑ ΠΕΛΛΑΝΑ ~ ΟΜΗΡΙΚΗ ΛΑΚΕΔΑΙΜΩΝ ~ ΧΑΜΕΝΗ ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ". Ομιλητής: Δρ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ Γ. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Αρχαιολόγος, Διευθυντής της Συστηματικής Ανασκαφής στην αρχαία Πελλάνα, Επίκουρος Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ομιλία πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020 στο βιβλιοπωλείο «Αἰγηΐς» στον Πειραιά.

 


Το ανάκτορο βασιλιά Μενελάου, η ωραία Ελένη της Σπάρτης, τάφοι και τείχη είναι τα στοιχεία που κατέγραψαν οι Φρυκτωρίες στην ομιλία του κ. Σπυρόπουλου.
Ο Θολωτός τάφος 2.500 π.Χ, το κυκλώπειο τείχος, η κεντρική πύλη, Ο «Τάφος της Ελένης» καθώς και ευρήματα από την καθημερινή ζωή της πόλης. ________________________________________

* Για να ολοκληρωθεί η ανάρτηση μελετήθηκαν με ψυχραιμία δημοσιεύσεις και άρθρα από το 2002 έως τον Φεβρουάριο του 2012 που γράφονται αυτές οι γραμμές:

http://history-of-macedonia.com/2012/01/09/o-xamenos-tafos-ths-arxaias-pellanas/

https://pellana-fanclub.blogspot.com/p/blog-page.html

https://tokastori.wordpress.com/2007/09/09/arxaia-pellana/

http://www.report24.gr

https://www.notospress.gr

 https://about-near-exact.webnode.gr

 

  Scholeio.com  

Φιλισταίοι, ''Ουχί λοιπόν Σημίται, αλλά Αιγαίοι και δη Κρήτες...''



''Ουχί λοιπόν Σημίται, αλλά Αιγαίοι και δη Κρήτες, τουλάχιστον μοίρά τις αυτών, οι λεγόμενοι Χερεθθί, ήσαν την καταγωγήν οι Φιλισταίοι...''  Π. Ι. Μπρατσιώτης, καθηγητής βιβλικής ιστορίας 

Nότιο Ισραήλ, Τελ ελ- Σάφι

Ανατροπή, μικρή ή μεγάλη είναι στην εκτίμηση του αναγνώστη. 

Οι Φιλισταίοι ήταν Έλληνες...  

Μιλούσαν ελληνικά, έγραφαν ελληνικά (το 1.200 π.Χ. !), σε συλλαβική γραφή, ίδια με την συλλαβική γραφή Α και Β της Κρήτης και της Πύλου, έκτισαν όμορφες πόλεις στην Παλαιστίνη, με ωραίους δρόμους, όμορφα οικοδομήματα και ναούς, καλλιεργούσαν σιτηρά, λαχανικά, αμπέλια και ζούσαν μία πολιτισμένη ελληνική ζωή, πριν... τα χάσουν, πριν τους τα αρπάξουν με δόλο οι εισβολείς από την Αίγυπτο. 

«Καὶ ἐξῆλθεν ἀνὴρ δυνατὸς ἐκ τῆς παρατάξεως τῶν ἀλλοφύλων Γολιὰθ ὄνομα αὐτῶν ἐκ Γέθ, ὕψος αὐτοῦ τεσσάρων πήχεων καὶ σπιθαμῆς· καὶ περικεφαλαία ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ θώρακα ἁλυσιδωτὸν αὐτὸς ἐνδεδυκώς, καὶ ὁ σταθμὸς τοῦ θώρακος αὐτοῦ πέντε χιλιάδες σίκλων χαλκοῦ καὶ σιδήρου· καὶ κνημῖδες χαλκαῖ ἐπὶ τῶν σκελῶν αὐτοῦ, καὶ ἀσπὶς χαλκῆ ἀνὰ μέσον τῶν ὤμων αὐτοῦ· καὶ ὁ κοντὸς τοῦ δόρατος αὐτοῦ ὡσεὶ μέσακλον ὑφαινόντων, καὶ ἡ λόγχη αὐτοῦ ἑξακοσίων σίκλων σιδήρου· καὶ ὁ αἴρων τὰ ὅπλα αὐτοῦ προεπορεύετο αὐτοῦ». - Διαβάζοντας τον στίχο 17,4 – 17,7, από το βιβλίο των εβραίων «Βασιλειών Α’» που περιγράφει την αρματωσιά του Γολιάθ (ελλ. Καλεάδης), νομίζει κανείς ότι διαβάζει ΙΛΙΑΔΑ.


Αυτοί ήταν οι Φιλισταίοι που ζούσαν ειρηνικά στην χώρα τους, στην γη των Φιλιστιείμ = παλαιστιείμ = Παλαιστίνη. 
Αλλά ίσως το να υπερασπισθεί την γη του, τα χωράφια του και το βιός του, από τον εισβολέα «περιούσιο λαό του Θεού» να ήταν ένα μοιραίο λάθος που το πλήρωσε ακριβά. 

Στα ερείπια μιας αρχαίας μητρόπολης στο νότιο Ισραήλ, εθελοντές και αρχαιολόγοι που εργάζονται στις ανασκαφές στο Τελ ελ- Σάφι, στο νότιο Ισραήλ, συνθέτουν την ιστορία ενός λαού που θυμόμαστε κυρίως ως τους «κακούς» της εβραϊκής Βίβλου.

Γολιάθ-Καλεάδης 3.000 χρόνια πριν

Η πόλη της Γαθ, όπου οι ετήσιες ανασκαφές ξεκίνησαν αυτή την εβδομάδα, βοηθά τους μελετητές να δώσουν ένα πιο διαφοροποιημένο πορτρέτο των Φιλισταίων, οι οποίοι εμφανίζονται στην βιβλική ιστορία ως οι ΑΙΩΝΙΟΙ εχθροί των Ισραηλιτών.
Η Γαθ ήταν στα σύνορα μεταξύ των Φιλισταίων -π
ερίπου τρεις χιλιάδες χρόνια πριν-, οι οποίοι κατέλαβαν τη Μεσογειακή παράκτια πεδιάδα και των Ισραηλιτών, που έλεγχαν τους λόφους της ενδοχώρας . 
Ο Γολιάθ, ίσως ο πιο διάσημος κάτοικος της πόλης, είναι ο γίγαντας πολεμιστής που έπεσε απρόσμενα από το νεαρό βοσκό Δαβίδ και σφεντόνα του, σύμφωνα βέβαια με το βιβλίο του Σαμουήλ.  (Σημείωση: ΓΟΛΙΑΘ, εβραϊκός τύπος του Ελληνικού ονόματος ΚΑΛΕΑΔΗΣ).

Οι θεοί των Φιλισταίων έχουν Ελληνικά ονόματα

Η Γαθ, η περιοχή που εγκαταστάθηκαν οι Φιλισταίοι, κατοικείτο από τους προϊστορικούς χρόνους. Ανασκαφές όπως αυτή έχουν δείξει ότι αν και υιοθέτησαν απόψεις της τοπικής κουλτούρας, δεν ξέχασαν τις ρίζες τους. Ακόμα και πέντε αιώνες μετά την άφιξή τους στη Γαθ λάτρευαν ακόμα θεούς με Ελληνικά ονόματα ! 

Οι Φιλισταίοι «είναι οι απόλυτο άλλοι» στη βιβλική ιστορία, είπε ο Aren Maeir του Πανεπιστημίου Bar-Ilan, ο υπεύθυνος αρχαιολόγος για την ανασκαφή.

Η τελευταία ανασκαφική περίοδος του καλοκαιριού ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα, με εκατό αρχαιολόγους από τον Καναδά, τη Νότια Κορέα, τις Ηνωμένες Πολιτείες και αλλού, (εκτός από Έλληνες) προσθέτοντας νέα ευρήματα στον πλούτο των ευρημάτων που βρέθηκαν στον χώρο από το έργο του Maier που ξεκίνησε το 1996.

Σε μια τετράγωνη τρύπα, αρκετές κανάτες των Φιλισταίων, σχεδόν 3.000 ετών, ήταν ήδη ορατές όπως έβγαιναν από το έδαφος. Ένα ζωγραφισμένο θραύσμα που μόλις ανακάλυψαν είχε σαν πλαίσιο κόκκινο της σκουριάς και μια μαύρη σπείρα: μια κοινή διακόσμηση στην αρχαία ελληνική τέχνη (ΜΑΙΑΝΔΡΟΣ – ΓΑΜΜΑΔΙΟΝ) και μια υπόδειξη για να προέλευση των Φιλισταίων από το Αιγαίο.

Οι Φιλισταίοι έφθασαν δια θαλάσσης από τον χώρο της σύγχρονης Ελλάδας γύρω στο 1200 π.Χ. Πήγαν να εγκατασταθούν στα μεγάλα λιμάνια: 

Ashkelon, (αρχαία ελληνική πόλη = ΑΣΚΑΛΩΝ ή ΑΣΚΕΛΩΝ = χωρίς σκέλη) 

Ashdod, (αρχαία ελληνική πόλη = ΑΖΩΤΟΣ = χωρίς ζωή) τώρα πόλεις στο Ισραήλ, 

Γάζα, τώρα μέρος του παλαιστινιακού εδάφους, γνωστής ως η Λωρίδα της Γάζας (και η ΑΚΚΑΡΩΝ 

ΓΑΘ (=ΓΥΘ, ΓΥΘΕΙΟΝ;) (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΝΤΑΠΟΛΗ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ = ΓΗΣ ΧΑΝΑΑΝ κατά τους εβραίους, ΧΝΑ κατά τους αρχαίους έλληνες συγγραφείς).

Ο εβραίος Νεεμίας (το 500 π.Χ. περίπου) επέκρινε αυστηρά τους Ιουδαίους που είχαν πάρει Αζώτιες συζύγους, και μάλιστα οι γιοι τους οποίους είχαν αποκτήσει «μιλούσαν την αζωτική γλώσσα, και κανείς τους δεν ήξερε να μιλάει ιουδαϊκά».
(Νεεμίας 13:23, 24)

Οι αρχαιολόγοι αναφέρουν ευρήματα που δείχνουν ότι η διατροφή των Φιλισταίων βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε φακές, μπιζέλια, χορταρικά, βασική διατροφή του Αιγαίου. Αρχαία οστά που ήταν πεταμένα στο χώρο δείχνουν ότι έτρωγαν τους χοίρους και τα σκυλιά, σε αντίθεση με τα γείτονες Ισραηλίτες, οι οποίοι θεωρούν τα ζώα αυτά ακάθαρτα – περιορισμοί που εξακολουθούν να υπάρχουν στο εβραϊκό διατροφικό νόμο.


Οι ανασκαφές στη Γαθ έχουν αποκαλύψει επίσης ίχνη μιας καταστροφής της πόλης κατά τον 9ο αιώνα π.Χ., όπως και μια τάφρο και ένα ανάχωμα που χτίστηκε γύρω από την πόλη από πολιορκητικό στρατό – ακόμα ορατά ως μια σκοτεινή γραμμή που διασχίζει το γύρω λόφους.
Η ισοπέδωση της Γαθ εκείνη την εποχή φαίνεται να είναι το έργο του Aραμαίου βασιλιά Hazael στο 830 π.Χ., ένα περιστατικό που αναφέρεται στο βιβλίο των Βασιλέων.

Η σημασία της Γαθ έγκειται στο ότι η «ΥΠΕΡΟΧΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΥΛΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ»  ρίχνει φως στο πώς οι Φιλισταίοι ζούσαν εκεί τον 10 ο και 9ο αιώνα π.Χ. , είπε ο Seymour Gitin, διευθυντής του WF Ινστιτούτου Αρχαιολογικών Ερευνών Ολμπράιτ στην Ιερουσαλήμ και ειδικός σε θέματα Φιλισταίων. (σημείωση: Την υπέροχη ανασύνθεση την κάνουν εβραίοι αρχαιολόγοι, πουθενά έλληνες.)

Σ' αυτή την ''υπέροχη ανασύνθεση του υλικού'' περιλαμβάνεται και η εποχή της βασιλείας της Ιερουσαλήμ από τον Δαβίδ και τον Σολομώντα, αν υπήρχε ένα τέτοιο βασίλειο πράγματι... όπως περιγράφεται στη Βίβλο.
(Σημείωση: ΟΛΟΙ οι εβραίοι αρχαιολόγοι αμφιβάλλουν αν υπήρξε βασίλειο της Ιερουσαλήμ με Δαυίδ και Σολομώντα – δεν υπάρχουν πουθενά ευρήματα ΥΛΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ για κάτι τέτοιο, σε αντίθεση με τις Ελληνικές – φιλισταϊκές πόλεις της Παλαιστίνης).

Άλλες τοποθεσίες των Φιλισταίων παρείχαν σημαντικές πληροφορίες στους αρχαιολόγους σχετικά με προηγούμενες και μεταγενέστερες χρονικές περιόδους, αλλά όχι πολλές γι’αυτή την περίοδο-κλειδί.

Σταυροφόροι χτίζουν φρούριο πάνω στα ερείπια της Γαθ

Η «Γαθ καλύπτει ένα πολύ σημαντικό κενό στην κατανόηση της ιστορίας των Φιλισταίων,» λέει ο Gitin.
Το 604 π.Χ, ο Ναβουχοδονόσορ της Βαβυλώνας εισβάλλει και καταστρέφει εντελώς τις πόλεις των Φιλισταίων. Δεν υπάρχει κανένα απομεινάρι από αυτές έκτοτε.

Israel. Tel Tzafit National Park.
Ruins of a Crusader Castle Blanch Garde 
Σταυροφόροι που φθάνουν από την Ευρώπη το 1099 χτίζουν ένα φρούριο πάνω στα ερείπια της Γαθ, και αργότερα η περιοχή φιλοξένησε ένα αραβικό χωριό, το Tel el-Σάφι, το οποίο εκκενώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου γύρω από τη δημιουργία του Ισραήλ το 1948. Η Γαθ σήμερα είναι εθνικό εβραϊκό (!) πάρκο.

Μια ισραηλινή πόλη που ιδρύθηκε το 1955 αρκετά μίλια προς το νότο, η Kiryat Gat, πήρε το όνομά Γαθ βασιζόμενη σε μια εσφαλμένη ταυτοποίηση διαφορετικών ερειπίων από την πραγματική πόλη των Φιλισταίων .
Η μνήμη των Φιλισταίων – μια μονόπλευρη (= πάντα κατά τους εβραίους αρχαιολόγους) εκδοχή της – διασώθηκε στην εβραϊκή Βίβλο.
Είναι γνωστή η ιστορία του Σαμψών, ο οποίος παντρεύτηκε μια Φιλισταία, συγκρούστηκε μαζί τους κατ' επανάληψη μέχρι που σύρθηκε μετά από προδοσία τυφλός και δέσμιος στο ναό τους στη Γάζα. Εκεί, όπως λέει η ιστορία, έσπασε τα δεσμά του και γκρέμισε τους δύο πυλώνες στήριξης, φέρνοντας το ναό κάτω και σκοτώνοντας μέσα σε αυτό όλους, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου.
Ένα ενδιαφέρον εύρημα στην Γαθ είναι τα ερείπια ενός μεγάλου οικοδομήματος, πιθανόν κάποιου ναού, με δύο πυλώνες. Ο Maeir πρότεινε ότι αυτό μπορεί να ήταν ένα γνωστό σχεδιαστικό στοιχείο στην αρχιτεκτονική του ναού των Φιλισταίων όταν γράφτηκε στην ιστορία του Σαμψών.

Gath Inscription “Goliath Ostracon” (970 BCE)
Ανασκαφείς στη Γαθ έχουν επίσης βρει θραύσματα με ονόματα παρόμοια με αυτό του Γολιάθ – ένα Ινδο-ευρωπαϊκό όνομα, όχι σημιτικό, από τα είδη που θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί από τις τοπικούς Χαναναίους ή Ισραηλίτες. Αυτά τα ευρήματα δείχνουν οι Φιλισταίοι πράγματι χρησιμοποιούσαν παρόμοια ονόματα , μια λεπτομέρεια από την οποία επίσης μπορεί να εξαχθεί μια ακριβής εικόνα της κοινωνίας τους.
Όπως είπε ο Maier, τα ευρήματα στην περιοχή υποστηρίζουν την ιδέα ότι η ιστορία του Γολιάθ αντικατοπτρίζει πιστά κάτι από την γεωπολιτική πραγματικότητα της περιόδου, δηλ. τη συχνά βίαιη αλληλεπίδραση των ισχυρών Φιλισταίων της Γαθ με τους βασιλείς της Ιερουσαλήμ στην παραμεθόρια ζώνη μεταξύ τους.
«Αυτό δεν σημαίνει ότι θα βρούμε μια μέρα ένα κρανίο με τρύπα στο κεφάλι του από την πέτρα που ο Δαυίδ εκσφενδόνισε, αλλά το γεγονός αυτό αντανακλά ένα πολιτιστικό περιβάλλον που ήταν πραγματικό εκείνη την εποχή.»


ΟΙ ΦΙΛΙΣΤΑΙΟΙ ΚΑΙ Ο ΑΙΓΑΙΟΚΡΗΤΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ*



ΥΠΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Ι. ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ 

ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ 
Αρχόμενος των καθηγητικών μου εν τω ανωτάτω εθνικώ ημών πανδιδακτηρίω παραδόσεων, εκφράζω και εντεύθεν, κατ’ έθος τε ακαδημεικόν και κατά καθήκον, την βαθείαν μου ευγνωμοσύνην πρώτιστα μεν πάντων προς τον πατέρα των φώτων και παντός αγαθού δοτήρα, έπειτα δε προς τους εκθρέψαντάς με γονείς και διδασκάλους, προς την περίσεμνον των θεολόγων Σχολήν, την τιμήσασάν με ομοθύμως διά της ψήφου αυτής και προς την σεβ. Κυβέρνησιν, την εγκρίνασαν και κυρώσασαν την εκλογήν μου.
Επ’ ίσης αισθάνομαι την υποχρέωσιν, όπως και κατά την επίσημον ταύτην στιγμήν μακαρίσω την μνήμην του προώρως το πανεπιστήμιον απορφανίσαντος σοφού και λίαν προσφιλούς μοι διδασκάλου Εμμανουήλ Ζολώτα, όστις ού μόνον πρώτος εδίδαξε το μάθημα της Βιβλικής Ιστορίας εν τη ημετέρα Σχολή, αλλά και εις εμέ αυτόν, μετά τον σεβ. Μοι καθηγητήν κ. Ν. Παπαγιαννόπουλον, εγένετο ο έτερος των δύο πρώτον άμα και πολυτίμων εις τον λαβύρινθον της βιβλικής επιστήμης χειραγωγών.
Εκ των σπουδαιοτάτων επιτευγμάτων της καθ’ όλου επιστήμης κατά την τελευταίαν ενενηκονταετίαν τυγχάνουσιν αναμφιλέκτως και αι εν τη παμμερεί εξερευνήσει της παλαιάς Εγγύς Ανατολής επιτελεσθείσαι αξιοθαύμαστοι πρόοδοι, αι οφειλόμεναι προς τοις άλλοις και εις το άφθονον φως, όπερ επί της ιστορίας της αρχαιότητος ακαταπαύστως επιχύνεται από των εν ταις χώραις εκείνη αρχαιολογικών ανασκαφών.
Των δε προόδων τούτων, ως ήτο εύλογον, δεν παρέμεινεν άγευστος ουδέ η περί την Βίβλον επιστήμη. Και δη υπό το φως, όπερ διά της αρχαιολογικής σκαπάνης προέκυψεν, ου μόνον πλείστα όσα σημεία ιστορικά της Βίβλου, της τε παλαιάς και της καινής, διευκρινούνται και κάλλιον κατανοούνται, αλλά και ουκ ολίγα υπ’ εκείνης εκτιθέμενα ή οπωσδήποτε μαρτυρούμενα ιστορικά γεγονότα περιφανή ευρίσκουσιν επιβεβαίωσιν.
Ως εύγλωττον επί του προκειμένου παράδειγμα δύναται να χρησιμεύση κάλλιστα η ιστορία των Φιλισταίων, του εκ της μικράς μαθητικής ηλικίας γνωρίμου και ασυμπαθούς ίσως ημίν, αλλ’ εκλεκτού και πολλαχώς σήμερον περισπουδάστου τούτου λαού, περί ου, ως και περί της δι’ αυτού διαδόσεως και καλλιεργίας του αιγαιοκρητικού πολιτισμού εν Παλαιστίνη, έσται ημίν σήμερον ο λόγος.
Περί των Φιλισταίων και του πολιτισμού αυτών πληροφορούσιν ημάς σήμερον, προς τη Π. Διαθήκη, κυρίως μεν τα αιγυπτιακά μνημεία1 και τα εν Παλαιστίνη και Κρήτη αρχαιολογικά ευρήματα, κατά δεύτερον δε λόγον τα ασσυριακά μνημεία, μάλιστα δε τα από των Ασαρχαδδών και Ασσουρβανιπάλ, ο Ιουδαίος ιστοριογράφος Ιώσηπος και ο ημέτερος Ηρόδοτος μετ’ άλλων τινών μεταγενεστέρων συγγραφέων (Στράβωνος, Διοδώρου του Σικελιώτου, Πτολεμαίου, Λουκιανού κ.ά.). 

Α’) ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΦΙΛΙΣΤΑΙΩΝ 

Εν τη εβραϊκή Π.Δ. οι Φιλισταίοι λέγονται Pelischtim και σπανιώτερον Pelistijim, όπερ οι Ο’ που μεν μεταγράφουσι Φυλιστιείμ2 (ή Φιλιστιείμ), που δε αποδίδουσι διά του αλλόφυλοι, δι’ ού υποδηλούται η μεταξύ του λαού τούτου και του Ισραήλ ιστορική αντίθεσις, άπαξ δε χαρακτηριστικώς διά του Έλληνες3.
Ο δε Ιώσηπος λέγει αυτούς Φυλιστίνους και Παλαιστίνους4. Άλλη δε ουχί ασυνήθης εν τη Π.Δ. ονομασία αυτών είναι το απερίτμητοι5 (arelim), ήτις ιδιότης των Φιλισταίων επανειλημμένως αναδεικνύεται ενταύθα.
Η δε χώρα αυτών, ήτις εν τη Π.Δ. εμφανίζεται κατέχουσα την προς την Μεσόγειον νότιον παραλίαν της Παλαιστίνης από Ιόππης προς βορράν μέχρι Γάζης και Ραφίας προς νότον, ελέγετο υπό των Εβραίων είτε Erets Pelischtim1 τ.ε. γη (των) Φιλισταίων (γη αλλοφύλων κατά τους Ο’) είτε Pelescheth, όπερ ο Ιώσηπος αποδίδει διά του ηροδοτείου Παλαιστίνη3.
Άξιον δε προσοχής και σημειώσεως είναι ότι το εξηλληνισμένον όνομα τούτο, δι’ ού ωνομάσθη το πρώτον η χώρα των Φιλισταίων, μετεδόθη ήδη υπό του Ηροδότου4, έπειτα δε και υπό των μεταγενεστέρων Ελλήνων και Ρωμαίων συγγραφέων (Πτολεμαίου, Πλινίου, Κασσίου, Δίωνος κ.λπ.) εις όλην την γην Χαναάν, ήτις και άχρι του νυν φέρει συνήθως το όνομα Παλαιστίνη. Επί δε των ασσυριακών μνημείων η Φιλισταία λέγεται Palastu και Pilistu και Pilista.
Περί του λαού τούτου γινώσκει η Π. Διαθήκη, ότι δεν είναι ούτε σημιτικής καταγωγής ούτε αυτόχθων εν Παλαιστίνη, αλλ’ έπηλυς λαός προελθών εκ του Caphtor5 και καταγόμενος από των Χασλουχείμ ή Χασμωνιείμ (Ο’)6, ή, κατ’ άλλην πιθανωτέραν ανάγνωσιν του σχετικού χωρίου εν τω καταλόγω των λαών της Γενέσεως, από τον Χαφθοριείμ ή Γαφθοριείμ. Η δε βραχυλογία και αοριστία των μαρτυριών τούτων εγένετο αφορμή ποικίλων εκδοχών περί τε της σημασίας των μνημονευθεισών ονομασιών και περί της καταγωγής των Φιλισταίων, και ταύτα μάλιστα προ της νεωτέρας αρχαιολογικής εξερευνήσεως της Εγγύς Ανατολής.
Ούτως, ήδη παλαιότατοι ερμηνευταί της Π.Δ., εν οις και οι Ο’ και η Vulgata, εξέλαβον ως Caphtor την μικρασιατικήν Καππαδοκίαν7. Εκ δε των ιστοριοδιφών, παλαιοτέρων τε και νεωτέρων, τινές μεν, ως ο Heeren και νεωστί ο Schwally, εξέλαβον τους Φιλισταίους ως σημιτικής καταγωγής• άλλοι δε, ως ο περίφημος εβραιολόγος Gesenius, τελευταίως δε μόλις και ο καθολικός Schopfer8, σχετίσαντες το θέμα το όνομα Φιλισταίος προς το αιθιοπικόν falasa = μεταναστεύειν και παραχθέντες εκ της υπό των Ο’ συνήθους αποδόσεως της λέξεως διά του αλλόφυλος, εξέλαβον αυτό γενικώς εν τη εννοία του μετανάστης, ως κατ’ αυτούς θ’ απεκάλεσαν τους εις την χώραν αυτών επήλυδας τούτους οι Χαναναίοι ή οι Εβραίοι.
Άλλοι δε, ως παλαιότερον ο Hitzig, νεωστί δ’ ο Husing1 και ο έγκριτος Γερμανός αρχαιολόγος βαρώνος v. Lichtenberg2, ταυτίζουσι το Φιλισταίος προς το Πελασγός, ών λέξεων οι πλείστοι των φθόγγων συμφωνούσιν.
Άλλοι πάλιν εξέλαβον ως Caphtor την νήσον Κύπρον (Michaelis, Schultess κ.λπ.)• άλλοι τόπον τινά παρά το Δέλτα του Νείλου (Ebers, Halevy κ.λπ.) και άλλοι την Κιλικίαν, εν οις και ο W. Max Muller παλαιότερον, εγκαταλιπών βραδύτερον την γνώμην ταύτην.
Άλλοι τέλος, εν οις εκ των παλαιοτέρων ήδη ο Calmet, ο Rosenmuller και ο Hitzig3, προ της επισταμένης εξερευνήσεως των αιγυπτιακών μνημείων και προ της επιχειρήσεως των εν Κρήτη και Παλαιστίνη ανασκαφών και δη επί τη βάσει μόνον ολίγων ενδείξεων των φιλολογικών μνημείων και οιονεί διά της επιστημονικής αυτών διαισθήσεως, ήκασαν ότι το Caphtor ήτο η Κρήτη, άρα δι’ ότι και οι εξ αυτού προερχόμενοι Φιλισταίοι ήσαν κρητικής καταγωγής.
Είναι δε αι λόγω ενδείξεις αι εξής:

α’) Παρά τω Ιερεμία (μζ’ 4, κατά δε τους Ο’ κδ’ 4) το Caphtor χαρακτηρίζεται ως νήσος•
β’) εν τοις βίβλοις των Βασιλειών γίνεται πολλάκις λόγος περί στρατιωτικής τινος δυνάμεως, υπό τας διαταγάς του Βαναία (Benaja) διατελούσης και αποτελούσης την σωματοφυλακήν του βασιλέως Δαυίδ, ονόματι Hakkerethi και Happelethi, (οι Χερεθθί και Φελεθί κατά τους Ο’), περί ων επ’ ίσης πολλαί εξηνέχθησαν εικασίαι και οίτινες κατά την επικρατούσαν σήμερον εκδοχήν ουδέν άλλο είναι ειμή Κρήτες και Φιλισταίοι, της δευτέρας λέξεως προσαρμοσθείσης προς την πρώτην κατά την παρήχησιν, άρα δε και ενταύθα δεν πρόκειται ή περί δύο συγγενικών φυλών ή, όπερ πιθανώτερον περί ταυτισμού αυτών•
γ’) όπερ και το σπουδαιότατον, η εν τη Α’ Βασιλειών, κεφαλαίω λ’ και στίχω 4 χώρα των Χερεθθί λέγεται αμέσως εν τω στίχω 16 γη των Φιλισταίων•
δ’) παρ’ Ιεζεκιήλ (κε’ 15,16) και Σοφονία (β’ 5) Φιλισταίοι και Χερεθθεί είναι σχεδόν συνώνυμα•
ε’) οι Ο’ μεταφράζουσιν ενιαχού το Χερεθθεί διά του Κρήτες3. Χαρακτηριστικόν δ’ επ’ ίσης είναι, ότι εν Ησαΐου θ’ 12 οι μεταφράσται ούτοι ονομάζουσι τους Φιλισταίους Έλληνας.
Εκ πάντων δε τούτων συνήχθη, ότι εν τη συνειδήσει των τε συγγραφέων της Π.Δ. και των Ο’ μεταφραστών, οι Φιλισταίοι ή τουλάχιστον μοιρά τις αυτών, οι Χερεθθί, ήσαν κρητικής προελεύσεως.
Και ιδού έρχονται αι νεώτεραι αρχαιολογικαί και ιστορικαί έρευναι να επιχύσωσιν ικανόν φως επί του ζητήματος τούτου και να δικαιώσωσι πλήρως την τελευταίαν ταύτην εκδοχήν, ήν ασπάζονται σήμερον πάντες σχεδόν οι ερευνηταί της παλαιάς Ανατολής.
Εν πρώτοις, ως προς το Caphtor, όπερ εν τη Π.Δ. εμφανίζεται ως η πατρίς των Φιλισταίων. Νεώτεραι έρευναι επί των αιγυπτιακών μνημείων, ων τα μεν είναι φιλολογικής ούτως ειπείν φύσεως (επιγραφαί διαφόρων Φαραώ, ύμνοι κ.τ.τ.), τα δε καλλιτεχνικής (τοιχογραφίαι τάφων, ναών, γλυπτικά έργα κ.τ.τ.) απεκάλυψαν τα εξής: α’) Εν επιγραφαίς της ΙΗ’ αιγυπτιακής δυναστείας ευρέθη το όνομα τόπου τινός ονόματι Kftiu, Kfto, Kfte, όπερ διά το ομοιόηχον εύλογον ήτο να συγκριθή προς το βιβλικόν Caphtor. Έν τινι ύμνω προς τον Άμμωνα ακούομεν, εξυμνούμενα τα μεγάλα κατορθώματα του Φαραώ Τουτμώσεως Ι’ (περί το 1500 π.Χ.), προς τοις άλλοις πατάξαντος την Δύσιν και εμπνεύσαντος ούτω τρόμον εν τοις τόποις των Keftiu και Asi.
Και εν τη χρονογραφική δ’ επιγραφή των τοίχων του εν Karnak ναού γίνεται λόγος περί πλοίων του Cefto, όπερ αυτόθι φαίνεται ως τόπος παράλιος, καθώς και το Caphtor παρ’ Ιερεμία. Προς τούτοις β’) όπερ και το σπουδαιότερον, ευρέθησαν εν τάφοις Αιγυπτίων αξιωματούχων, μάλιστα δε του Reh-mere, του βεζύρου Τουτμώσεως Γ’, καλώς διατηρούμεναι τοιχογραφίαι μετά σχετικών επιγραφών, παριστάσαι απεσταλμένου του Cefto και άλλων τόπων, κομίζοντας δώρα τω Φαραώ, εν οις καλλιτεχνικά αγγεία εκ μετάλλων πολυτίμων, προερχόμενα κατά πάσαν πιθανότητα, ή μάλλον κατά βεβαιότητα, εκ τόπων της ακτίνος του μινωικού πολιτισμού, ού το κέντρον ήτο, ως γνωστόν, η Κρήτη.


Τούτο δ’ αποδεικνύεται εκ της συγκρίσεως των αιγυπτιακών τούτων καλλιτεχνημάτων προς τε άλλα και δη προς τα καλλιτεχνικά ευρήματα του Αιγαίου πολιτισμού, μάλιστα δε τα εν Κρήτη ευρεθέντα.

Κατά την σύγκρισιν δε ταύτην ου μόνον παρατηρείται, ότι τα χαρακτηριστικά των προσώπων των Keftiu υπομιμνήσκουσι την γνωστήν ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ κατατομήν (profil), αλλά και διαπιστούται καταπλήσσουσα ομοιότης κατά τε το αγένειον του προσώπου, κατά τε την κόμην, την τε ενδυμασίαν των προσώπων (μακρόν διάζωμα των ισχίων τεχνικόν επί γυμνού σώματος) και κατά τα υπ’ αυτών βασταζόμενα αγγεία.

Ταύτα δ’ εν συνδυασμώ και προς τας μνημονευθείσας ενδείξεις της Π.Δ. είναι, νομίζομεν, ικανά όπως στηρίξωσι την εκδοχήν την ταυτίζουσαν το Kefto προς το Caphtor και προς την Κρήτην1.
Και η μεν μεταξύ των φωνηέντων e και a διαφορά απεδείχθη ασήμαντος, ευρεθείσης έν τινι ιατρικώ παπύρω του Λονδίνου της λέξεως Ka-f-tiu αντί Kefto. Ουχί δε μάλλον σπουδαία είναι η από του Kefto απουσία του εν τω Caphtor υπάρχοντος τελικού r, όπερ κατά τον δόκιμον αιγυπτιολόγον Spiegelberg υπάρχον εν τω πρωτογόνω τύπω εξηλείφθη έπειτα, των Αιγυπτίων φιλούντων να μετατρέπωσι το τελικόν r εις y. Άλλως δε εν πολύ μεταγενεστέρω αιγυπτιακώ μνημείω απαντά το όνομα Kptar.
Αλλά συγκριτική μελέτη των αιγυπτιακών μνημείων και των εν Κρήτη και Παλαιστίνη αρχαιολογικών καλλιτεχνικών ευρημάτων διαφωτίζει ημάς πληρέστερον περί τε της εκ του Αιγαίου και δη και της κρητικής καταγωγής των Φιλισταίων, περί τε του τρόπου και του χρόνου της εν Παλαιστίνη εγκαταστάσεως αυτών.
Εκ των αιγυπτιακών δηλ. μνημείων και εξ άλλων ιστορικών τεκμηρίων πληροφορούμεθα, ότι το από της ΙΔ’ – ΙΒ’ εκατονταετηρίδος διάστημα υπήρξε περίοδος σφοδράς εν τη ανατολική Μεσογείω ανησυχίας, προκαλουμένης εκ ζωηροτάτης κινήσεως μικρών φυλών, ων αι πλείσται φέρουσιν ονόματα υπομιμνήσκοντα ημάς ονομασίας τόπων και λαών της Μ. Ασίας1.
Αι δε φυλαί αύται, αίτινες πολλά πράγματα παρέσχον τω αιγυπτιακώ κράτει αποκαλούνται επί των αιγυπτιακών μνημείων ουχί πλέον Keftiu αλλά «λαοί της θαλάσσης» και «βόρειοι», ως εκ της προελεύσεως αυτών. Ήδη επί του φαραώ Ραμεσή Β’ (1242-1226) συγκαταλέγονται εν τοις πολεμίοις αυτού, ως «σύμμαχοι των Χετταίων», εν τη μάχη της παρά τον Ορόνταν Qades μισθοφόροι εκ μερών της Μεσογείου, ονομαζόμενοι Lukki ή Lukka (Λύκιοι), Dardeny (Δάρδανοι), Musa (πιθανώς Μυσοί) και Yewanna (Ίωνες). Αι φυλαί δε αύται ομού μετά των Akaiwascha (οίτινες είναι πιθανώτατα οι ΑχαιFοί) παρέχουσιν ολίγον βραδύτερον πράγματα εις τον φαραώ Mernephtah (1225-1215).
Και ιδού μετ’ ολίγον, κατά το 8ον έτος της βασιλείας Ραμεσή Γ’ (περί το 1198-1167), συγχρόνου περίπου τω Ιησού τω Ναυή, σημειούται η φοβερωτάτη επιδρομή πολυαρίθμων τοιούτων φυλών, μεταξύ των οποίων διακρίνονται οι Dano ή Danona (πιθανώτατα Δαναοί), οι Vaschascha και μάλιστα οι Zakkara ή Zakkari ή Zakkala ή Takkara (πιθανώτατοι οι τευκροί της ελλην. παραδόσεως), και οι Purasata ή Purasti ή κατ’ άλλην ανάγνωσιν Pulasata ή Pulasti, των Αιγυπτίων αντί του ξένου αυτοίς φθόγγου l μεταχειριζόμενων το r.
Η τελευταία δ’ αύτη φυλή, ήτις, ως μνημονευομένη πάντοτε πρώτη, φαίνεται ότι ήτο και η πρωταγωνιστούσα εν τη περί ής ο λόγος κινήσει κατά την, διά της ερεύνης του W. Max Muller, ορθήν αποδειχθείσαν παρατήρησιν του πολλού αιγυπτιολόγου Champollion (+1832), ουδέν άλλο είναι, ειμή οι ημέτεροι Φιλισταίοι.
Αι μνημονευθείσαι δε φυλαί, μικρασιατικής και δη και πιθανώς Καρίας κατά το πλείστον καταγωγής3, πιεζόμεναι ίσως εν Μ. Ασία, ένθα μετά των Zakkari είχον και οι Pulasata εκ Κρήτης ου προ πολλού καταφύγει, εισώρμησαν νυν εις την χώραν των Χετταίων και εκείθεν προελαύνοντες εισέβαλον εις την Συρίαν και εξεχύθησαν προς την Παλαιστίνην, διά της παραλίας της οποίας έφθασαν μέχρι των ορίων της Αιγύπτου προς αναζήτησιν κρείσσονος τύχης, συμφώνως προς το περιπλανητικόν πνεύμα της αρίας φυλής.
Τω όντι δε περί αναζητήσεως κρείσσονος τύχης προύκειτο, ως τεκμαιρόμεθα εκ του γεγονότος, ότι οι επιδρομείς συνωδεύοντο υπό γυναικών και τέκνων και υπό των υπαρχόντων αυτών, μεταφερομένων επί διτρόχων οχημάτων υπό βοών συρομένων, και ουχί περί επιχειρήσεων πειρατικών, καθώς ήκασάν τινες παραχθέντες υπό της φρασιολογίας των αιγυπτιακών επιγραφών1.
Κατά τον αυτόν δε που χρόνον, όστις συμπίπτει περίπου προς τον χρόνον του τρωικού πολέμου, κατά την παραδεδομένην χρονολογίαν (1194-1184), και παραλλήλως προς την χερσαίαν ταύτην εκστρατείαν, κραταιός στόλος των «βορείων» τούτων, ως λέγονται εν ταις αιγυπτιακαίς επιγραφαίς, υπερβάς την Κύπρον, κατηυθύνετο προς την πλουσίαν της Αιγύπτου λείαν και εισελθών εις τα στόμια του Νείλου, ελυμαίνετο την περιοχήν του Δέλτα. Το αιγυπτιακόν κράτος από της επιδρομής των Ύξως δεν είχε διατρέξει φοβερώτερον κίνδυνον. Αλλά Ραμεσής ο Γ’ έσωσεν αυτό΄, αντεπεξελθών και αποκρούσας τους επιδρομείς κατά γην τε και θάλασσαν διά κραταιών επιχειρήσεων, ας απηθανάτισεν έπειτα το μεν δι’ επιγραφικών περιγραφών των γεγονότων επί των τοίχων του εις ανάμνησιν της νίκης εκείνης ιδρυθέντος υπ’ αυτού εν Medinet Habu ναού, το δε διά καλλιτεχνικής ενταύθα τε και αλλαχού αναπαραστάσεως της τε εισβολής των επιδρομέων και της κατ’ αυτών ναυμαχίας, του παλαιοτάτου τοιούτου είδους γεγονότος εν τη παγκοσμίω ιστορία, ού σώζεται ζωγραφική μαρτυρία. Ακριβώς δ’ ειπείν, η καλλιτεχνική αύτη αναπαράστασις των γεγονότων εκείνων έρχεται εις ενίσχυσιν σοβαράν της περί αιγαίας και δη και κρητικής καταγωγής των Φιλισταίων εκδοχής.
Διότι αι εν τοις αιγυπτιακοίς τούτοις καλλιτεχνήμασιν εικόνες των Φιλισταίων εμφανίζουσιν έντονον και πολλαπλήν ομοιότητα κατά τε το πρόσωπον, την τε ενδυμασίαν και την κόμην, προς τε τας μνημονευθείσας εικόνας των Keftiu και προς τα εν τοις κρητικοίς ευρήμασι του Arthur Evans και μάλιστα εν τω περιφήμω κατά το έτος 1907 ανευρεθέντι και ακατανόητον εισέτι ιερογλυφικήν γραφήν φέροντι δίσκω της Φαιστού.
Το άνευ γενείου πρόσωπον, το περίζωμα των ισχύων, το επίμηκες των ιδιοτρόπων πλοίων μεθ’ υψηλών πηδαλίων και πρό παντός το πανομοιότυπον πτερωτόν εν είδει περικεφαλαίας κάλυμμα της κεφαλής είναι τα κοινά γνωρίσματα των επί του δίσκου τούτου και επί των τοίχων του Medinet Habu εικονιζομένων1. Σύγκρισις δε των αιγυπτιακής ούτως ειπείν εκδόσεως εικόνων των Φιλισταίων προς εικόνας μυκηναϊκών καλλιτεχνημάτων αποδεικνύει, ότι και το είδος του υπό των Pulasata φορουμένου θώρακος και η μικρά στρογγύλη ασπίς αυτών είναι των συγχρόνων τη επιδρομή εκείνη μεταγενεστέρων Αιγαίων συνήθεια.
Ουχί λοιπόν Σημίται, αλλά Αιγαίοι και δη Κρήτες, τουλάχιστον μοίρά τις αυτών, οι λεγόμενοι Χερεθθί, ήσαν την καταγωγήν οι Φιλισταίοι, πιθανώς δε και οι Zakkari, οίτινες πιεζόμενοι, κατά την πιθανήν του v. Lichtenberg εικασίαν, υπό της δωρικής εις την πατρίδα αυτών εισβολής, κατέφυγον εις την οπωσδήποτε οικείαν αυτοίς νοτιοδυτικήν Μ. Ασίαν, ένθα πάλιν μη ευρόντες ησυχίαν, συμμαχήσαντες δε και μετ’ άλλων φυλών συγγενικών, καρικής ίσως καταγωγής, επεχείρησαν τας μνημονευθείσας επιδρομάς.
Των επιδρομών δε τούτων αποτέλεσμα προς τοις άλλοις ήτο και η έκτοτε, και δη είτε μικρόν μετά είτε μικρόν προ των μετά Ραμεσή του Γ’ συμπλοκών, παρά την ακτήν της Παλαιστίνης μόνιμος εγκατάστασις των τε Zakkari και των Pulasata, ήν δεν επέτυχε ν’ αποσοβήση ο των μερών εκείνων κυρίαρχος τότε μνημονευθείς Φαραώ και πολύ ολιγώτερον οι ανίσχυροι διάδοχοι αυτού.
Και τους μεν Zakkari ευρίσκομεν ήδη περί 1100 π.Χ. εγκατεστημένους και ικανώς εν τω πολιτισμώ προηγμένους εν τη πόλει Dor (ελληνιστί Δώρα) προς νότον του Καρμήλου, υπό ηγεμόνα τινα Bidir ονόματι, ως πληροφοροφούμεθα από του παπύρου Golenisc eff4, τους δε Φιλισταίους νοτιώτερον εν τη παρά την Μεσόγειον ευφόρω πεδιάδι Schefela, ένθα άλλοτε κατά την Π. Διαθ. Κατώκουν οι Ευαίοι5. Ούτω δε, άπαξ έτι η Παλαιστίνη αποβαίνει ό,τι πολλάκις υπήρξεν εν τη ιστορία τ.έ. τόπος συναντήσεως Δύσεως και Ανατολής.
Και υπήρξε μεν η προκειμένη εν Παλαιστίνη εγκατάστασις των Φιλισταίων εκείνη, αφ’ ης άρχεται ο πολιτικός και ο ιστορικός καθ’ όλου εκείνων, ως λαού πλέον, βίος, ούτως όμως δεν αποκλείεται το παράπαν και παλαιότερα εν τη χώρα ταύτη εγκατάστασις μικράς μοίρας των Φιλισταίων ή άλλης στενώς συγγενικής αυτοίς πολεμοχαρούς φυλής, ήν προϋποθέτουσι και τινες πληροφορίαι της Π. Διαθήκης, καθιστώσι δε πιθανήν το μεν η διά των εν Παλαιστίνη νεωτάτων ανασκαφών διαπιστουμένη πρωϊμωτάτη (ήδη από των αρχών της β’ χιλιετηρίδος) πυκνή προς την χώραν ταύτην επικοινωνία αντιπροσώπων του αιγαίου πολιτισμού, το δε το γεγονός, ότι εκ τοσούτων άλλων επιδραμουσών τότε αιγαϊκής προελεύσεως φυλών μόνον ο των Φιλισταίων λαός μετά των συγγενών αυτοίς Zakkari προτιμά την Παλαιστίνην και ολόκληρος εγκαθίσταται εν αυτή, ελκόμενος πιθανώς υπό των συγγενικών προς την παλαιοτέραν εκείνην μοίραν δεσμών.
Οπωσδήποτε δεν πρόκειται περί μεγάλου ποσοτικώς λαού, αλλά περί λαού σπουδαίου ποιοτικώς, γενναίου, εμπειροπολέμου και δη και φορέως πολιτισμού υψηλού, ον εφ’ ικανόν χρόνον ου μόνον διετήρησεν, αλλά και φιλοτίμως προήγαγε, καίπερ πρωίμως την γλώσσαν εν μέρει δε και την θρησκείαν εκχαναανισθείς και επί πλείστον εν πολεμικαίς περιπετείαις εμπεπλεγμένος.
Και ο λαός ούτος, ΛΑΟΣ ΤΟΙΟΥΤΩΝ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ, καίπερ ολιγαριθμότερος των Ισραηλιτών, θέσας στερεόν τον πόδα επί της κληρονομίας εκείνων έμελλε να παρεμβάλη την κραταιοτάτην αντίδρασιν εις την εν τη γη της επαγγελίας εγκατάστασιν αυτών και να διαδραματίση σπουδαιότατον εν τη ιστορία αυτών μέρος.-  Π.Ζ
_________________________________________
Δημοσιεύθηκε στηνΑρχαιολογίαΕπιστημονικές έρευνες


  Scholeio.com  

Αρχαίοι Πολιτισμοί, καταγραφές και ερωτηματικά ζητούν απαντήσεις




Είναι απομεινάρια από μια αρχαιότητα που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. 


Μας υπενθυμίζουν το μυστηριώδες παρελθόν μας που προσπαθούμε να κατανοήσουμε.

Καταπληκτικά μνημεία, απομεινάρια λαών που έχουν ξεχαστεί  μας καλούν να λύσουμε γρίφους... 

Μας  οδηγούν σε ερωτήσεις όπως.. ποιός τα έχτισε, γιατί και πώς.







  Scholeio.com  

Μύθοι των Υπερβορείων βεβαιώνουν, Έλληνες οι πατέρες των Σκωτσέζων




«...  Η μυκηναϊκή και η κρητική (μινωική) κουλτούρα για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν προελληνική ή την ονόμαζαν δήθεν "μεσογειακή" κουλτούρα αγνώστου λαού ή λαών. Σήμερα, ουδόλως τίθεται θέμα επιστημονικής αμφισβήτησης ότι αυτή ήταν η αρχαία ελληνική κουλτούρα»  ___  Βλαντιμίρ Σαγιάν, στην τελευταία του έρευνα για την ερμηνεία των ταυροκέφαλων σκυθικών ιερών παραστάσεων 


Πατέρες των Σκωτσέζων... οι Έλληνες

Είναι πολλά τα έπη και πολλές οι παραδόσεις που αναφέρονται στην καταγωγή των
Σκωτσέζων από τους Έλληνες. 

Μια από τις παλαιότερες καταγραφές και ίσως η πιο ενδιαφέρουσα είναι στην Άκτα Σανκτόρουμ, δηλαδή τον βίο των Αγίων της Ιρλανδίας, όπως καταγράφηκε από τον Κόλγκαν τον 11ο αι. στα λατινικά, στο κεφάλαιο που αφορά στη ζωή του Αγίου Καντρού και στο οποίο συνοψίζονται όλες οι παραδόσεις για την καταγωγή των Σκωτσέζων από τους Έλληνες. Αυτό το κείμενο ίσως αποτελεί και την πρωιμότερη εκδοχή των ιρλανδέζικων μιλησιανών μύθων που αναφέρονται σε σχέση και την καταγωγή των Ιρλανδών από Έλληνες.

Στον Βίο του Αγίου Καντρού γράφεται επί λέξη ότι οι Σκωτσέζοι ήταν ένας λαός από τις
περιοχές της Λυδίας της Μικράς Ασίας, στον ποταμό Πακτωλό και από το Χωρισκόν, της
περιοχής Χωρία, οι οποίοι κατά τη γλώσσα και| τη θρησκεία ήταν ελληνικής εθνικότητας
(«lingua et cultu nationeque Graeci»).
Η σκέψη μας αμέσως μπορεί να πηγαίνει ότι στη Λυδία και στον Πακτωλό δεν υπήρχαν
Έλληνες. Μελετώντας όμως πιο προσεκτικά τους σκωτσέζικους μύθους θα διαπιστώσουμε
ότι με τον όρο «Ελλάδα» οι Σκωτσέζοι αναφέρονται στην μινω-μυκηναϊκή επικράτεια. Και
ως «Έλληνες» χαρακτηρίζουν τους Μινωίτες της Κρήτης και της αυτοκρατορίας της, αλλά
και όλους τους Αχαιούς οι οποίοι συμμετείχαν στην μυκηναϊκή ομοσπονδία.

Αυτές οι απόψεις, ότι δηλαδή οι Μινωίτες και οι Μυκηναίοι αλλά και οι κατοπινοί
κλασικοί Έλληνες αποτελούσαν μια ενιαία λαότητα η οποία δεν ήταν χωρισμένη σε
προ-ινδοευρωπαίους και Ινδοευρωπαίους, στην κελτική μυθολογία δεν υφίστανται.
Και παραδόξως οι σύγχρονες επιστημονικές απόψεις έρχονται να καταδείξουν ότι οι
Κρήτες με τη θαλάσσια αυτοκρατορία τους, που εκτεινόταν μέχρι την ιβηρική
χερσόνησο, τον ουκρανικό Νότο, τη μικρασιατική ενδοχώρα και την παλαιστινιακή.


Η Σκωτία είναι συνδεδεμένη με τα κάστρα της, όπως περίπου η Ελλάδα με τους ιερούς τόπους της. Μπορεί να συναντήσει κανείς δεκάδες και εκατοντάδες κάστρα σε διάφορους βαθμούς εγκατάλειψης.

Για τα περισσότερα από αυτά, υπάρχουν θρύλοι με φαντάσματα, τέρατα, μυστηριώδη φαινόμενα και τρομακτικά γεγονότα. 

Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί, πέρα από την εκπληκτική ομορφιά των τοπίων, τη μαγεία που περικλείουν οι τόποι αυτοί που συνεχίζουν ακόμη και στη σύγχρονη, ορθολογιστική εποχή μας να ασκούν έντονη γοητεία στους επισκέπτες τους. Μένει να αποκαλυφθούν τα μυστικά που κρύβουν. Στη φωτογραφία βλέπουμε το κάστρο Strom.

Φανταστείτε τώρα το επιβλητικό κάστρο της φωτογραφίας στη μέση μιας αρχαίας λίμνης. Και όμως δεν είναι σκωτσέζικο κάστρο. Είναι η θρυλική και πανάρχαιη Γλα της Βοιωτίας... Εδώ, σύμφωνα με την σκωτική παράδοση, γεννήθηκε, στην ενδιάμεση εποχή μεταξύ της Αργοναυτικής εκστρατείας και του Τρωικού πολέμου, ο φοβερός Γαίθηλος Γκλας, αυτός που έμεινε να τον θυμούνται οι Ιρλανδοί και οι Σκωτσέζοι ως Γκαϊντέλ! γη των Φιλισταίων δεν ήταν προελληνικός πολιτισμός αλλά ελληνικός. 

Γι' αυτό και στην Παλαιά Διαθήκη, στη μετάφραση των Εβδομήκοντα, η λέξη «Φιλισταίος» («φιλιστήν» στα εβραϊκά) μεταφράζεται αλλού ως Κρητικός, αλλού ως Καππαδόκης και αλλού ως Έλληνας... 
Αλλά και γνωστοί επιστήμονες, όπως ο Ρώσος Σεργκέι Ριάπτσικοφ, ισχυρίζονται ότι ο κρητικός εποικισμός της Κριμαίας και του Δον στην πραγματικότητα ήταν ενιαίος με τον μυκηναϊκό και δημιούργησε την υποδομή για την έλευση του ελληνικού αποικισμού. 


Η Ιστορία του Κόσμου, από τους Times

Τέτοιες απόψεις, ότι δηλαδή η κοιτίδα των ινδοευρωπαίων βρίσκεται ανατολικά και δυτικά του Αιγαίου, εκφράζονται και από μεγάλους πλέον επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων. 
Ειδικότερα εμφανίζονται στο βιβλίο των Times, Η Ιστορία του Κόσμου, το οποίο ουσιαστικά παρουσιάζει και συνοψίζει τις τελευταίες θεωρίες για την ιστορία του κόσμου.

Βλέπουμε λοιπόν ότι σύμφωνα και με την ελληνική μυθολογία και με τη σκωτσέζικη   μυθολογία, αλλά και με τις απόψεις την ελληνιστικής εποχής και τις μεσαιωνικές βρετανικές, υπήρξε μια παρουσία ελληνικών λαοτήτων στον βόρειο Εύξεινο Πόντο, στην κυρίως Ελλάδα, στη δυτική, στη νότια και στην κεντρική Ασία και στην Παλαιστίνη, η οποία αποτέλεσε και τη μήτρα μιας μεγάλης εξάπλωσης προς τον ευρωπαϊκό Βορρά και προς την ινδική Ανατολή, μεταξύ του 2000 και του 1000 π.Χ. 

Είναι οι «απαρίθμητοι» της Παλαιάς Διαθήκης, οι Γιαβάνας των Ινδών, οι Γελωνοί των Σκυθών (αυτοί που έφεραν τη λατρεία του θεού -ταύρου Ροντ στους Σλάβους και τους Σκύθες), οι Γραικοί των Βρετανών. Η ιρλανδική μυθολογία μας βοηθάει να κατανοήσουμε αυτό το σχήμα που μέχρι τώρα εξέφραζαν κάποιοι περιθωριακοί ελληνοκεντρικοί ερευνητές.

Στον Βίο του Αγίου Καντρού λοιπόν, Έλληνες τοποθετούνται στη Λυδία, όπως ακριβώς αναφέρεται και στην ελληνική μυθολογία, σύμφωνα με την οποία ο γενάρχης τους, ο Λυδός, ήταν εγγονός του Ηρακλή και της Ομφάλης, πράγμα που πιθανώς να σημαίνει ότι οι Λυδοί ως έθνος είχαν προέλθει από την επιμιξία κάποιων αυτοχθόνων Μικρασιατών με ηρακλειδείς Γραικούς, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί κοντά στον Πακτωλό ποταμό και οι οποίοι κατά παράξενο τρόπο έγιναν γενάρχες των Σκωτσέζων.


Χρησιμοποιούμε εδώ τη λέξη Γραικός συνειδητά, όπως και η ιρλανδική μυθολογία (Greek) γιατί και κατά τον Αριστοτέλη και κατά τον Αλκμάνα και κατά το Πάριο Μάρμαρο, οι Γραικοί είναι οι πατέρες των Ελλήνων ή οι Έλληνες παλαιότερα αποκαλούνταν Γραικοί («Έλληνες το πρότερον Γραικοί καλούμενοι -Γραίκες οι των Ελλήνων μητέρες»). Βέβαια φτάσαμε, οι ημιμαθείς, να ντρεπόμαστε για το όνομα Γραικοί-Greeks ή για το όνομα Γιουνανίδες-Ίωνες, χωρίς ό αναγνωρίζουμε ότι αυτά είναι τα πανάρχαια ονόματα που είχε ο λαός μας, πριν ακόμα στις αφικτυονίες και στους Δελφούς πάρει το ηλιακό, απολλώνιο όνομα Έλληνες.

Το όνομα «Γραικός» μας τιμά πιο πολύ από το «Έλληνας» γιατί συνδέεται με την πανάρχαια ιστορία του αιγαιακού, βαλκανικού και μικρασιατικού χώρου. Και κανείς ξένος δεν μας προσβάλει όταν μας αποκαλεί Γραικούς, αφού έτσι μας συνδέει όχι μόνο με το ελληνικό πολιτιστικό φαινόμενο, αλλά και με το «προελληνικό», μινωικό-πελασγικό και με το βυζαντινό (γριέκ αποκαλούνται όλοι οι βυζαντινοί και οι ελληνορθόδοξοι στη σλαβική γραμματεία, αλλά και Γραικοί αποκαλούνται όλοι οι μη-σλάβοι ορθόδοξοι αλλά και όλοι οι Ουνίτες διεθνώς) και με το νεο-ελληνικό («εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω»).

Αυτοί λοιπόν οι Χωρίσκιοι έφτιαξαν καράβια και πήγαν στη Θράκη, όπου ενώθηκαν με
ανθρώπους της Περγάμου (προφανώς Πισιδούς, οι οποίοι και αυτοί ανήκαν στην κρητική
αυτοκρατορία) και Λακεδαιμονίους. Από εκεί, οδηγημένοι από τον βόρειο άνεμο, πήγαν στην Έφεσσο, στη νήσο Μήλο, στις Κυκλάδες και στην Κρήτη.

Αυτή η διαδρομή δεν είναι καθόλου τυχαία και ίσως είναι μια μακρινή ανάμνηση της προετοιμασίας κάποιας εκστρατείας της κρητικής αυτοκρατορίας προς την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο, όπως διασώθηκε στους ιρλανδοσκωτικούς μύθους, μιας εκστρατείας που έμεινε γνωστή στις χιττιτικές, ασσυριακές και αιγυπτιακές πηγές ως η φρικτή και τρομακτική
κάθοδος των λεγομένων Λαών της θάλασσας.



Οι Έλληνες στη Σκωτία

Οι Χωρίσκιοι περάσανε στην αφρικανική θάλασσα και, σύμφωνα πάντα με το κείμενο και
χωρίς άλλες λεπτομέρειες, έφθασαν στις Βαλεαρίδες νήσους και αφού πέρασαν την Ισπανία
και τις στήλες του Ηρακλέους προς την απομονωμένη Θούλη, αποβιβάστηκαν στο Κρουάτσαν Φέλι στην Ιρλανδία. Το νησί, εκείνο τον καιρό, κατοικούσαν οι Πίκτες, τους
οποίους κατανίκησαν σε μια περιοχή που από τότε λέγεται Άρτμαχα. 


Πρόκειται για μια λέξη που παραδόξως θα μπορούσε να έχει ελληνική προέλευση, αφού «μάχα» στα δωρικά είναι η μάχη (οι Λακεδαιμόνιοι μετείχαν στο απόσπασμα αυτό και δεν ξέρουμε αν οι Δωριείς ήταν τελικά άλλο φύλο από τους Αχαιούς Λακεδαιμόνιους, όλα υπό συζήτηση είναι) και το «αρτ» μπορεί να προέρχεται από τη λέξη «άρτος», αλλά και τη λέξη «άρτηση» που σημαίνει τροφή, αφού κατά τον μύθο αυτό, οι εισβολείς πολέμησαν τους Πίκτες μαγεμένοι από το μέλι και το γάλα που έρεε στην περιοχή τους.

Οι Έλληνες κατέλαβαν την περιοχή μεταξύ του Λοχ Έρνε και του Έθιοχ, μετά πήραν το Κιλντέαρ και το Κορκ και έφτασαν και πολιόρκησαν το Μπάνγκορ. Πολλά χρόνια μετά πέρασαν απέναντι στη Σκωτία, στην περιοχή της Ρόσιας, κοντά στον ποταμό Ρόσι και κατέλαβαν τις πόλεις Ρέγκνομαθ και Μπέλεθορ. 


Στην αρχή ονόμασαν τη χώρα τους Χωρισκία αλλά μετά την αποκάλεσαν Σκωτία, επειδή ο αρχηγός των εισβολέων ήταν ο Λακεδαιμόνιος Νέωλος, ο οποίος παντρεύτηκε την Αιγύπτια κόρη Σκώτα, όταν οι εισβολείς είχαν παραμείνει για ένα διάστημα στην Αίγυπτο. Αυτό είναι και μια εισαγωγική καταγραφή των μύθων, τους οποίους θα παρουσιάσουμε πιο κάτω και είναι σαφέστατοι όσον αφορά στα πρόσωπα και τα πράγματα.

Ποιοι ήταν όμως οι Πίκτες που οι Έλληνες συνάντησαν στην Ιρλανδία και τη Σκωτία;
Είναι ένας από τους πιο παράξενους λαούς της αρχαιότητας. Ονομάστηκαν έτσι από τους
Ρωμαίους, επειδή ήταν γεμάτοι τατουάζ («πίκτουμ» στα λατινικά σημαίνει «ζωγραφίζω»).

Μάλιστα φαίνεται ότι ήταν από τους πιο σκληρούς και πολεμικούς λαούς του κόσμου. Δεν
ήταν Κέλτες, αφού η γλώσσα τους δεν ήταν κατανοητή από τους Κέλτες ορθοδόξους
ιεραποστόλους. Κατά τον Μεσαίωνα ή τις λεγόμενες Σκοτεινές Εποχές (Dark Ages) και αφού σφαγιάστηκαν οι ευγενείς τους με προδοσία, ο λαός τους ενσωματώθηκε στους
Σκωτσέζους. Μερικοί τους συνδέουν με τούς Βάσκους, τίποτα όμως δεν είναι σίγουρο πέρα
από το ότι υπήρξαν και εντυπωσίασαν.






Το έπος του Φορντάν 


Το Σκότις Χρονικόν, δηλαδή το χρονικό του σκωτικού έθνους, το οποίο συνέγραψε ο
μεγάλος Βρετανός επικός, Ιωάννης του Φορντάν, το 1345, είναι πολύ σαφέστερο ως προς τη μυθική αυτή εκστρατεία των Ελλήνων στην Ιρλανδία. Αυτός ο άνθρωπος με μεγάλη
επιμέλεια συνέλεξε όλους τους μύθους και τις παραδόσεις που έχουν να κάνουν με τον
αποικισμό της Σκωτίας και της Ιρλανδίας από τους Έλληνες και τις παρουσίασε στο έπος του το οποίο και αποτέλεσε τον κορμό της εθνικής αναφοράς των Σκωτσέζων.

Από ό,τι φαίνεται, οι Έλληνες πήγαν στα βρετανικά νησιά σε δυο κύματα. 


Το πρώτο αναφέρεται στο θρυλικό έπος τους, το Τουάθα Ντε Ντανάν. Αναφέρεται στον Έλληνα Παρθόλωνα, ο οποίος έχει όντως ελληνικότατο όνομα που σημαίνει «πορθητής των όλων». Αυτός αποτελεί και τον πρώτο οικιστή της Ιρλανδίας, ο οποίος πολέμησε το σκοτεινό γένος των δαιμόνων Φιρ Μπολγκ και εγκατέστησε τον πολιτισμό στην Ιρλανδία. Το έπος αυτό που θα δούμε πιο κάτω ίσως αναφέρεται στις αρχαίες εκείνες συγκρούσεις μεταξύ των αρχαίων Ελλήνων οικιστών και των Πικτών, οι οποίοι είχαν μια χθόνια λατρεία δαιμόνων.

Το δεύτερο αναφέρεται στο κείμενο που συζητάμε τώρα και είχε αρχηγούς τους τον Νέωλο ή Ηώλαο -και κατά τα κείμενα Γαίθηλο -ο οποίος έμεινε γνωστός στους Ιρλανδούς ως
Γκαιντέλ, και τη σύζυγο του, η οποία ήταν κόρη του Φαραώ και ονομάστηκε Σκώτα. Αξίζει
όμως να αφεθούμε στη μαγεία του κειμένου του Ιωάννη Φορντάν.


Ο τρομερός Γαίθηλος



«Κατά την Τρίτη εποχή στις μέρες του Μωϋσέως, ένας κάποιος βασιλιάς μιας από τις κόρες της Ελλάδας, ο Νέωλος ή Ηώλαος (σ.σ.: Νέωλος προέρχεται προφανώς από τις λέξεις
ναύς και λαός, είναι σαφώς αρχαιοελληνικό όνομα και σημαίνει, αυτός που είναι μέλος του
λαού που έρχεται με καράβια. Ηώλαος είναι επίσης ελληνικό όνομα και αναφέρεται σε αυτόν
που είναι λαός από την Ανατολή ή από την Ηώ δηλαδή την χώρα της αυγής, της ανατολής
με το όνομα, είχε έναν γιο, ωραίο στην κοψιά αλλά ταραχοποιό κατά το πνεύμα, που τον
λέγαν Γαίθηλο στον οποίο δεν επέτρεψε καμιά εξουσία στο βασίλειο του.

Σπρωγμένος στην οργή και με την υποστήριξη πολλών συμμοριών από νέους, ο Γαίθηλος
τάραξε το βασίλειο του πατέρα του από πολλές εγκληματικές ανόσιες πράξεις και έστρεψε ακόμα και τον πατέρα του, όπως και τον λαό του με την απρεπή συμπεριφορά του. Έτσι και γι' αυτόν τον λόγο διώχθηκε με τη βία έξω από την πατρική του γη και έπλευσε προς την Αίγυπτο όπου τον ξεχώρισαν για το κουράγιο και την τόλμη του. Αλλά και επειδή ήταν γέννημα βασιλιά παντρεύτηκε την Σκώτα, την κόρη του Φαραώ.

Ένα άλλο χρονικό μας λέει ότι εκείνες τις μέρες την Αίγυπτο την είχαν καταλάβει οι Αιθίοπες (σ.σ. πρόκειται για την Μεροητική δυναστεία των μαύρων Φαραώ, που από το σημερινό Σουδάν και τη Μερόη κατέλαβε την Αίγυπτο) οι οποίοι σύμφωνα με τις συνήθειές τους ερήμωσαν την χώρα από τα βουνά μέχρι την πόλη της Μέμφιδος.

Η λίμνη (Λοχ) Νες αποτελεί το πλέον διάσημο μέρος της Σκωτίας. Ο θρύλος του τέρατος που κρύβει κάτω από τα νερά της, έχει εξάψει τη φαντασία πολλών γενεών και έχει παρουσιαστεί σε παραδοσιακά κείμενα και τραγούδια. Αλλά και η ίδια η λέξη «λοχ» έχει ελληνική ρίζα (λακ, εξου και λάκκος, όπως ανέφερε ο καθ. Θ. Σπυρόπουλος στο άρθρο του για τη Λακεδαιμόνα). 

Να σημειώσουμε ότι οι Λακεδαιμόνιοι σχετίζονται με τους Σκωτσέζους και ότι πιθανόν η ρίζα «λακ» να πέρασε στις ευρωπαικές γλώσσες από εδώ. και της Μεγάλης θάλασσας. Έτσι ο Γαίθηλος, ο γιος του Νέωλλου (σ.σ. εδώ ο Νέωλος παρουσιάζεται με δύο λάμδα σε αντίθεση με πριν], ένας από τους συμμάχους του Φαραώ, εστάλη για βοήθεια του με έναν μεγάλο στρατό και ο βασιλιάς του έδωσε τη μοναδική του κόρη σε παντρειά για να σφραγίσει την συμφωνία.

Γραμμένο στην παράδοση του Αγίου Μηρένταν είναι, ότι ένας κάποιος πολεμιστής, στον
οποίο οι αρχηγοί του έθνους του παρέδωσαν την εξουσία, κυβέρνησε την Αθήνα στην
Ελλάδα (Greece). Ο γιος του, ο Γαίθηλος κατά το όνομα, νυμφεύθηκε τη θυγατέρα του
Φαραώ βασιλέα της Αιγύπτου, τη Σκώτα, από την οποία επίσης οι Σκωτσέζοι πήραν το
όνομα τους. Και αυτός, δηλαδή ο Γαίθηλος, ο οποίος ήταν διάσημος για τη δύναμη του και
την τόλμη του, εξαγρίωσε τον πατέρα του και όλους από την επιθυμία του για φασαρίες και
έφυγε επειδή απέτυχε στις επιθυμίες του και όχι επειδή ήταν αυτή η θέληση του και αποσύρθηκε στην Αίγυπτο όπου τον υποστήριξε μια τολμηρή συμμορία νεαρών.

Ένα ακόμα χρονικό πάλι λέει ότι ένας κάποιος Γαίθηλος, ο εγγονός, λέγεται, του Νέμπριχτ, επειδή δεν είχε τη θέληση να κυβερνήσει με το δίκαιο της διαδοχής ή επειδή ο λαός του υποστηριζόμενος από τα γειτονικά έθνη δεν στήριξε την τυραννία του εγκατέλειψε την πατρίδα του ακολουθούμενος από ένα πλήθος νέων ανδρών, με ένα στρατό. 

Κατά μήκος της διαδρομής του τάραξε με πολλούς πολέμους διάφορους τόπους και εξαναγκασμένος από την έλλειψη ανεφοδιασμού και προμηθειών ήρθε στην Αίγυπτο όπου ενώθηκε με τις δυνάμεις του βασιλιά Φαραώ και πάσχισε μαζί με τους Αιγυπτίους να κρατήσει τα παιδιά του Ισραήλ σε αιώνια δεσμά και στο τέλος νυμφεύθηκε τη μονάκριβη θυγατέρα του Φαραώ, τη Σκώτα, με πρόθεση να διαδεχθεί τον πεθερό του στον θρόνο της Αιγύπτου...

Αυτός ο Φαραώ, που αναφέραμε πιο πάνω, πνίγηκε μαζί με τον στρατό του από εξακόσια
άρματα, πενήντα χιλιάδες άλογα και διακόσιους χιλιάδες πεζούς. Ενώ οι επιζήσαντες είχαν
παραμείνει στα σπίτια τους και ήλπιζαν να απαλλαγούν από τον φόρο των σιτηρών που είχε
παλαιότερα καθιερωθεί από τον Ιωσήφ τον καιρό της πείνας.  

Ο γαμπρός του Φαραώ, Γαίθηλος Γκλας είχε αρνηθεί να κυνηγήσει τους αβοήθητους Εβραίους, έτσι οι συνασπισμένοι Αιγύπτιοι με βιαιότητα έδιωξαν από ανάμεσα τους όλους τους ευγενείς των Ελλήνων καθώς και όλους τους ευγενείς των Αιγυπτίων που η άπληστη θάλασσα δεν είχε καταπιεί.

Διαβάζουμε σε ένα άλλο χρονικό ότι μετά που ο στρατός έφυγε, ο Γαίθηλος παρέμεινε
πίσω στην πόλη Ηλιόπολη ακολουθώντας ένα σχέδιο που συμφωνήθηκε μεταξύ αυτού και
του βασιλέα Φαραώ σε περίπτωση που θα έπρεπε να τον διαδεχτεί στο βασίλειο του. Αλλά
αυτοί που είχαν απομείνει από τον αιγυπτιακό λαό, οι οποίοι έβλεπαν τι απέγινε στα βασίλεια τους και επειδή είχαν απομείνει χωρίς φρουρά και έχοντας κάποτε υποταχθεί σε μια ξένη τυραννία, σκέφθηκαν ότι δεν θα μπορέσουν να αντέξουν δεύτερη τυραννία για άλλη μία φορά. Ένωσαν λοιπόν τις δυνάμεις τους και έστειλαν γράμμα στο Γαίθηλο ότι αν δεν
επισπεύσει το συντομότερο δυνατόν την αναχώρηση του από το βασίλειο, θα ξεκινήσει ένας
ατελείωτος πόλεμος μεταξύ αυτών και αυτού χωρίς καθυστέρηση...».

Το κείμενο αυτό έχει πολύ ενδιαφέρον γιατί αποτελεί μια επισταμένη καταγραφή και ουσιαστικά καταλογογράφηση των χρονικών και των παραδόσεων που αναφέρονται σε εκείνον τον διαβόητο Γαίθηλο, ο οποίος από ένα ιταμό πρόσωπο σε κάποια ελληνική χώρα (το πλήρες όνομα του: Γαίθηλος Γκλας, παραπέμπει στην μυκηναϊκή πόλη του Γλα) έγινε σημαντικό πρόσωπο στη χώρα του Φαραώ την εποχή του Μωυσή.
Το πολύ ενδιαφέρον στην ιστορία μας είναι το κομμάτι που αφορά στη σύγκρουση του
Γαίθηλου με τους Αιθίοπες. Ο Φλάβιος Ιώσηπος όμως μας διασώζει ότι και ο ίδιος ο
Μωυσής, πριν συγκρουστεί με τον Φαραώ για τα δίκαια του ισραηλιτικού λαού, υπήρξε
στρατηγός του στον πόλεμο του κατά των Αιθιόπων εισβολέων. Μάλιστα συνέτριψε τους
Αιθίοπες και η βασιλοπούλα Θαρμπίς από αυτούς, ζήτησε και έγινε γυναίκα του, πράγμα για
το οποίο ο Μωυσής κατακρίθηκε αργότερα από τα αδέρφια του, τον Ααρών και τη Μύριαμ.

Έτσι μπορούμε να πούμε, με κάθε βέβαια επιφύλαξη, ότι αν ο Ιωάννης Φορντάν και ο
Φλάβιος Ιώσηπος λένε αλήθεια, τότε ο Γαίθηλος υπήρξε συμπολεμιστής του Μωυσή στον
στρατό εκείνου του βιβλικού Φαραώ, στον πόλεμο εναντίον των μαύρων αυτοκρατόρων του
Κους και της Μερόης. Ο πόλεμος αυτός μόλις τις τελευταίες δεκαετίες αρχίζει να γίνεται
γνωστός χάρη στις αρχαιολογικές εργασίες και μελέτες που έγιναν στη Μερόη και στην
Λάπατα, τις πρωτεύουσες του αιθιοπικού βασιλείου του Κους, που βρισκόταν εκεί που
σήμερα είναι το Σουδάν (και όχι η Αιθιοπία).



Ποιος ήταν όμως ο βιβλικός Φαραώ της εξόδου; 

Τη σημαντικότερη, νομίζω, παρουσίαση έχει κάνει ένας προτεστάντης βιβλιστής, ο Τζον Αργκουμπράιτ, ο οποίος προσπαθώντας να ναποδείξει την αλήθεια της Βίβλου -Παλαιάς και Καινής Διαθήκης- με αξιοσημείωτα πραγματικά αρχαιολογικά ντοκουμέντα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο Φαραώ αυτός είναι ο Τούθμωσις ο III, ο οποίος έζησε στα τέλη του 15ου αιώνα π.Χ. 
Εάν οι συλλογισμοί του είναι σωστοί και αν το χρονικό του Φορντάν αποδίδει σωστά την ιστορία των Σκωτσέζων, τότε ο Γαίθηλος, αυτός που έμεινε να τον θυμούνται οι Ιρλανδοί και οι Σκωτσέζοι ως Γκαιντέλ, γεννήθηκε στην ενδιάμεση εποχή μεταξύ της Αργοναυτικής εκστρατείας και του Τρωικού πολέμου, κατ' άλλους στην Αθήνα, κατ' άλλους στη Σπάρτη (τότε μυκηναϊκή) και κατ' άλλους σε κάποιο απροσδιόριστο ελληνικό βασίλειο του ελλαδικού χώρου, ίσως και στην καστροπολιτεία Γλα.

Υπάρχει κάποια μνήμη όμως στην ελληνική μυθολογία για τέτοιου είδους έξοδο προς την Αίγυπτο, τη Νιγηρία και τα βρετανικά νησιά; 

Όπως έχει συνοψίσει ο Κύπριος Ρ. θ. Κυριακίδης, υπήρξαν επαφές μεταξύ Μυκηναίων και Βρετανών, σύμφωνα με αρχαιολογικές μαρτυρίες από τα βρετανικά νησιά, ενώ έχει αποδειχτεί ότι ο κυπριακός ορείχαλκος εισαγόταν από τις Κασσιτερίδες Νήσους, δηλαδή τα βρετανικά νησιά, ήδη από το 2050 π.Χ.

Ο Διόδωρος Σικελιώτης δηλώνει ότι ούτε ο Διόνυσος ούτε ο Ηρακλής εξεστράτευσαν
εναντίον των βρετανικών νησιών. Υπάρχουν όμως όλες αυτές οι ιστορίες για τη χώρα των
Υπερβορείων και για τη σχέση αυτής της χώρας με το Αιγαίο. Δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία
στον ελλαδικό χώρο. Όμως η παρουσία των Μυκηναίων Ελλήνων στα βρετανικά νησιά αρχίζει να αποκαλύπτεται από πολύ γνωστούς Άγγλους ιστορικούς και αρχαιολόγους, όπως οι Α.Ρ. Μπερν, Χόμερ Λ. Τόμας, Ρ. 'Ατκινσον, Ρ. Μάτσινσον, Τ. Φιλντ και Α. Γούντιεντ, κ.ά.

Όσο για το όνομα-λέξη Γαίθηλος, που είναι μια πανάρχαια και θαυμάσια ελληνική λέξη,
μπορεί να ετυμολογηθεί άνετα από τις λέξεις «γαία» και «θηγάνω» (το «γ» στα αρχαία
ελληνικά πολλές φορές εκτρέπεται σε «λ», π.χ., μόγις-μόλις), που σημαίνει αυτός που
προκαλεί σε αιματοχυσία τη γη! 

Μπορεί να προέρχεται και από το θέμα «γαυ» και όχι τη «γαία», αφού στη σκωτική γραμματεία έχει διατηρήσει τη γραφή Gaythelus. Έτσι συνδέεται με την λέξη «γαυριώ» που σημαίνει επαίρομαι και περηφανεύομαι και έχω επιθυμία για συνουσία, οπότε Γαΐθηλος ή Γαΐθηγος είναι ο άνθρωπος που από την υπερηφάνεια του και τις ορμές του παροξύνει σε αιματοχυσία τη γη, όπως ακριβώς δηλαδή περιγράφεται στα αρχαία σκωτικά χρονικά!

Συνεχίζει λοιπόν ο Ιωάννης Φορντάν στο χρονικό του ότι ο Γαΐθηλος με τη γυναίκα του, τη Σκώτα, όλη την οικογένεια του και τους δικούς του Έλληνες και Αιγυπτίους ευγενείς, οι οποίοι έφτιαχναν έναν αρκετά πολυάριθμο στρατό, αποφάσισε να φύγει από την Αίγυπτο. Επειδή δεν μπορούσε πλέον με κανέναν τρόπο να γυρίσει στην Ελλάδα ξεκίνησε και πήγε στη Νουμιδία, τη σημερινή Τυνησία και από εκεί άρχισε να περιπλανιέται σε διάφορες περιοχές της δυτικής Μεσογείου. Και ο Ιωάννης χαρακτηριστικά λέει ότι όπως ο γενάρχης των Εβραίων σαράντα χρόνια περιπλανιόταν στην έρημο, έτσι και ο γενάρχης των Ιρλανδών περιπλανιόταν σε διάφορες χώρες με τα καράβια του, ώσπου πέρασε τις Ηράκλειες Στήλες και έφθασε στη χώρα των Βάσκων.

Σε μία περιοχή στον ποταμό Ίβηρα κατέκτησε την πόλη Μπριγκάνσια. Αυτή η αναφορά
υπάρχει σε όλα τα χρονικά, ακόμη και στον βίο του Αγίου Μπρένταν. Κάποια στιγμή μερικοί
από τους δικούς του ανακάλυψαν ένα νησί στον ωκεανό με όλα τα καλά, την Ιρλανδία, και
τότε ο Γαΐθηλος αποφάσισε να ανοιχτεί στον ωκεανό και να κατακτήσει το νησί αυτό. Όμως
ο θάνατος τον πρόλαβε αιφνίδια και τη δουλειά ανέλαβε ο γιος του, ο Ίβηρ, αλλά τελικά ούτε
αυτός μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο του.



Από την Ισπανία στα Βρετανικά Νησιά

Κάποιο χρονικό λέει ότι το έργο ολοκλήρωσε ο Παρθόλων ή Παρθόλομος, ο οποίος 250
χρόνια μετά τον θάνατο του Γαίθηλου πήρε τους δικούς του και την οικογένεια του, άφησε
την ισπανική ακτή και πολεμώντας τους αυτόχθονες της Ιρλανδίας εγκαταστάθηκε για πάντα
εκεί.

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι η σκωτική-κελτική γλώσσα ανήκει στις λεγόμενες «0.»
κελτικές γλώσσες, οι οποίες έχουν σαφέστατα προέλευση από την Ισπανία, όπως έχει δείξει
και ο Ντέηβιντ Ντέηλ στο βιβλίο του, Η Ιστορία των Σκωτσέζων, των Πικτών και των
Βρετανών, αλλά και όπως παραδέχονται οι εγκυρότερες γλωσσολογικές θεωρίες. Άρα η
μελέτη των γλωσσικών πηγών και των διαλέκτων δείχνει ότι αυτός ο μύθος έχει όντως βάση.

Ποιος όμως ήταν ο Παρθόλων; Ο άνθρωπος αυτός εκτός του ότι έχει ελληνικό όνομα,
σύμφωνα με το μεγάλο ιρλανδικό έπος, Τουάθα Ντε Ντανάν και το Βιβλίο της κατάκτησης
της Ιρλανδίας (Λέμπορ Γκαμπάλα Έρρεν), καταγόταν από τους Έλληνες! Έτσι λοιπόν οι
μιλησιανοί μύθοι λένε ότι ήταν απόγονος του βασιλιά Μιλήσιου της Μπριγκάνσια, ο οποίος
ήταν κι αυτός κατ' ευθείαν απόγονος του Γαΐθηλου.

Ο Παρθόλων ήταν και ο πρώτος μεγάλος εκπολιτιστής της Ιρλανδίας, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο νησί και πολεμώντας κάποιον αυτόχθονα δαιμονικό λαό, έφερε την ελληνική κυριαρχία στο νησί. Όμως από μια τρομακτική αρρώστια που ήρθε στους Έλληνες, εκείνος ο πρώτος εποικισμός έληξε άδοξα χωρίς να σωθεί ούτε ένας από τους εποίκους, μέχρι που στην Ιρλανδία ήρθε ο Αγκνομέν ή Αγνώμων, αρχηγός των Ελλήνων της Σκυθίας, ο οποίος κατέλαβε το νησί και το παρέδωσε στους Έλληνες μαχητές του.





Ποιος ήταν όμως αυτός ο παράξενος λαός με το όνομα Έλληνες ή Γραικοί της Σκυθίας;

Υπήρχαν Έλληνες στις ρωσικές-ευρωπαϊκές και στις ουκρανικές στέπες κατά τη
μινωμυκηναϊκή εποχή; 

Την απάντηση μας τη δίνει ο ίδιος ο Ηρόδοτος. Έτσι λοιπόν ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός μας λέει ότι στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου, αλλά και στα δέλτα του Δούναβη, του Δνείπερου και του Δον και βαθιά μέσα στις στέπες, κατά μήκος των ποταμών Δον και Δνείπερου, αλλά και του Βόλγα, ζούσε κατά την εποχή του ένας παράξενος λαός, ο οποίος έμοιαζε σκυθικός αλλά δεν ήταν ακριβώς σκυθικός. 
Σε αντίθεση με τους Σκύθες που ήταν νομάδες, αυτοί ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι σε πόλεις από ξύλο, με ξύλινα τείχη, ξύλινους ναούς και ξύλινα αγάλματα. Αυτό είναι λογικό βέβαια, αν σκεφθεί κανείς ότι το μόνο οικοδομικό υλικό, που βρίσκεται σ' αυτές τις περιοχές των δέλτα και των στεπών, δεν είναι η πέτρα που σπανίζει, αλλά το ξύλο από τα μεγάλα δέντρα που φυτρώνουν κατά εκατομμύρια στις όχθες τους.

Οι άνθρωποι αυτοί ονομάζονταν Γελωνοί και κατά τον Ηρόδοτο, ήταν απόγονοι των
Ελλήνων της Αργοναυτικής εκστρατείας και μιλούσαν μια ελληνική διάλεκτο. Διέφεραν δε
από τους συνοίκους τους, τους Σκύθες, και κατά το χρώμα των ματιών τους και των μαλλιών και κατά τη διατροφή. 

Γενάρχης τους ήταν ο Γελωνός, γιος του Ηρακλή και της βασίλισσας Έχιδνας. Κεντρική τους πόλη ήταν ο Γελωνός, μια ξυλούπολη με ξύλινα ιερά θεών και αγάλματα τα οποία ήταν όμοια ή παρεμφερή με τα ελληνικά. Ο λαός αυτός παρέμεινε στην περιοχή και φαίνεται ότι κατά τη διάρκεια του κλασικού ελληνικού εποικισμού, όταν όλος ο Εύξεινος Πόντος είχε γίνει μια τεράστια ελληνική λίμνη, με όλα τα παράλια του γεμάτα ελληνικές πόλεις, βοήθησε τους Έλληνες στην εγκατάσταση τους στην περιοχή και στο εμπόριο τους με τους Σκύθες. Οι Γελωνοί παρέμειναν στην περιοχή καταπλήττοντας τους περιηγητές μέχρι τα πρώτα βυζαντινά χρόνια.


Ο Οδυσσέας κτίζει τη Λισσαβόνα

Μάλιστα ο Σεργκέι Ριάπτσικοφ, αυτός ο μεγάλος σύγχρονος Ρώσος ιστορικός από το
(Ράσνουνταρ, λέει ότι οι Γελωνοί ήσαν αυτοί που μέσα από τις εγκαταστάσεις τους στον
Δνείπερο έφεραν τη λατρεία του ταύρου από τη μινωική Κρήτη προς τα βάθη των ρωσικών
στεπών και το σκυθικό Βορρά! Είναι ο ταυροκέφαλος θεός Ροντ των Σλάβων και των
Σκυθών, που προς τιμήν του μεταξύ του του π.Χ. και του 1ου μ.Χ. αιώνα ιδρύθηκε η
σλαβοσκυθική πόλη Ρόντενι στον Δνίπερο.

Όμως με τη λατρεία του ταύρου, που απ' ό,τι μας έχει διασώσει ο μύθος του Θησέα και
του Μινώταυρου ήταν μάλλον κάποια χθόνια κρητική θεότητα που έχει να κάνει με τη
γονιμότητα της γης, συνδέεται και η ιβηρική χερσόνησος με τις ταυρομαχίες της. Δεν είναι
λίγοι οι σύγχρονοι ερευνητές και κυρίως Ισπανοί, οι οποίοι θεωρούν ότι οι ταυρομαχίες και οι
γιορτές με τους ταύρους στην Ισπανία και στην Πορτογαλία έχουν έρθει στην ιβηρική
χερσόνησο μαζί με τούς πανάρχαιους Κρητικούς αποίκους. 

Κάποιοι δε από αυτούς συνδέουν με τους Κρήτες την αρχαία ιβηρική πόλη της Ταρτησού. Άλλωστε ένας πορτογαλικός μύθος που σώζεται αναφέρει ότι η Λισσαβόνα χτίστηκε από τον ίδιο. 

Σύμφωνα με το μύθο ο Οδυσσέας κατά την περιπλάνησή του για την επιστροφή του στην Ιθάκη ξέφυγε από τις Ηράκλειες στήλες (Γιβραλτάρ) και ίδρυσε ένα λιμάνι στη σημερινή τοποθεσία της Λισσαβόνας. Εξού και η ονομασία Ulisses Boa- Lisboa, δηλαδή το λιμάνι του Οδυσσέα. Γι' αυτό και στην είσοδο της πόλης σήμερα στέκει το μεγαλόπρεπο άγαλμα του.

Ο κορυφαίος Ουκρανός καθηγητής αρχαιολογίας, Βλαντιμίρ Σαγιάν, στην τελευταία του
έρευνα για την ερμηνεία των ταυροκέφαλων σκυθικών ιερών παραστάσεων λέει:


«... τα επιχρυσωμένα κέρατα χαρακτηρίζουν τους θυσιαζόμενους ταύρους επειδή επιχρύσωναν τα κέρατα τους ή πριν ή μετά τη θυσία. Έχουμε γι' αυτό στοιχεία, όχι μόνον από τον ίδιο τον Όμηρο, αλλά αυτό φαίνεται καλά και από τις αρχαιολογικές ανασκαφές που αφορούν στην προ-ομηρική περίοδο. 
Έχουμε υπ' όψη μας τον όμορφο ταύρο από τις Μυκήνες, το κεφάλι του οποίου ήταν από μασίφ χρυσό, με προσαρτημένα χρυσό κέρατα και με ένα εκφραστικότατο σύμβολο του ηλίου σε σχήμα ροζέτας στο μέτωπο του. Κανείς από τους επιστήμονες δεν αμφιβάλλει ότι αυτό αποτελεί αντικείμενο λατρείας. 
Η μυκηναϊκή και η κρητική (μινωική) κουλτούρα για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν προελληνική ή την ονόμαζαν δήθεν "μεσογειακή" κουλτούρα αγνώστου λαού ή λαών. Σήμερα, ουδόλως τίθεται θέμα επιστημονικής αμφισβήτησης ότι αυτή ήταν η αρχαία ελληνική κουλτούρα».

Θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα την αιγαιακή-μινωική-μυκηναϊκή περίοδο,
αν μπορέσουμε να τη δούμε μέσα στα πλαίσια μιας ενιαίας εθνοφυλετικής συνέχειας
κάποιων αυτοχθόνων λαών, οι οποίοι σαφώς μιλούν ελληνική γλώσσα και δημιουργούν τρεις αλλεπάλληλες ναυτικές αποικιακές αυτοκρατορίες, με επίκεντρο το Αιγαίο, την Κρήτη, τα νοτιότερα Βαλκάνια (Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο) και τη δυτική Μικρά Ασία.

Οι αυτοκρατορίες αυτές κατά καιρούς επεκτείνονται μέχρι τον βόρειο Εύξεινο Πόντο και
την ενδοχώρα του (Δον, Δνείπερος, ακόμα και Βόλγας), την κοιλιά της Μικράς Ασίας
(Λυδία, Καππαδοκία, Κιλικία και Συρία), την Παλαιστίνη Φιλισταίοι), τη νότια Ιταλία
(Σικανοί, Ιάπυγες και Σικελοί) και την ιβηρική χερσόνησο Ταρτησός). Βρίσκονται σε μία
συνεχή και γόνιμη σχέση με την Αίγυπτο και αποτελούν τη μήτρα από την οποία ξεκινούν οι
λεγόμενοι Λαοί της θάλασσας. Ευθύνονται δε για την κατάρρευση του χιττιτικού πολιτισμού.

Από αυτές τις αυτοκρατορίες, τολμηρότατοι ναυτικοί ξεκινούσαν μετά από δυναστικές έριδες
στην Ελλάδα και κατέληγαν ή μισθοφόροι σε στρατούς ξένων βασιλέων ή ανοίγονταν στον
ωκεανό, πέρα από τις στήλες του Ηρακλέους, προκειμένου να ελέγξουν το εμπόριο του ορειχάλκου. 
Κάποιοι από αυτούς τους τολμηρούς Έλληνες ήσαν οι οικιστές της Ιρλανδίας κοίτης Σκωτίας, οι προπάτορες των Ιρλανδών και Σκώτων, όπως τουλάχιστον παραδέχεται η ίδια τους η μυθολογία!    Γιώργος Αλεξάνδρου 
________________________________________  
περιοδικό ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ, Σεπ. 2003, σελ. 26-32



ΣΚΩΤΙΑ Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ -ΒΡΕΤΑΝΙΑ Η ΥΠΕΡΒΟΡΕΙΑ ΕΛΛΑΣ-
from eoetv.vimeo on Vimeo.



  Scholeio.com