Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΝ ΤΕΧΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΝ ΤΕΧΝΗΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ελύτης, Ωδή στον Πικάσσο




Ωδή στον Picasso


Οδυσσέα Ελύτη
                     α'

Όπως όταν
βάζουν φωτιά σ’ ένα φυτίλι τρίχινο
Τρέχοντας ύστερα μακριά οι άνθρωποι των λατομείων
Και κάνουνε σινιάλα σαν τρελοί
Και μια ριπή του ανέμου άξαφνη σέρνει στις ρεματιές τα ψάθινα
καπέλα τους –

Όπως όταν

ένα βιολί ολομόναχο παραμιλάει μέσα στα σκοτεινά
Μελαγχολικά η καρδιά του ερωτευμένου ανοίγει την Ασία της
Οι παπαρούνες μες στη λάμψη της χειροβομβίδας
Και τα πέτρινα χέρια μες στις ερημιές που ασάλευτα και τρομερά
δείχνουν κατά την ίδια θέση πάντα Φωνάζουν:

Μόραλης, Με Γεμάτες Aποσκευές πριν το "Ταξίδι"




Γιάννης Μόραλης

   Δεν του άρεσε να μιλάει ο ίδιος για το έργο του και απέφευγε τις συνεντεύξεις.
   «Ένας από τους λόγους που δεν δίνω συνεντεύξεις είναι γιατί μετά νιώθω ότι τα έργα περιορίζονται. Θέλω τα έργα μου να είναι, όπως κι εγώ, ελεύθερα»....
   «Η ζωή αποκλείεται να είναι συνέχεια ευχάριστη. Φρόντισε να έχεις μια διαδρομή με πολλές, μικρές ευτυχισμένες στιγμές.  Να έχεις γεμάτες τις «αποσκευές» σου, πριν το ταξίδι».
Κείμενο του Οδυσσέα Ελύτη

   Μ' ένα ολιγοψήφιο Αλφάβητο στα χέρια του, όπου τα στοιχεία που επανέρχονται περισσότερο είναι οι δύο αντίθετες καμπύλες, η ώχρα και το μαύρο, επέτυχε ο Μόραλης να μετατρέψει την ομιλία των πραγμάτων σε οπτικό φαινόμενο, κατά τρόπο μοναδικό μέσα στη σύγχρονη ελληνική τέχνη.

   Μια ορισμένη αυστηρότητα, φτασμένη μέσα του υποσυνείδητα και που σίγουρα έχει την προέλευση της στην Ηπειρωτική του καταγωγή, συναντηθήκαμε με μερικές από τις πιο απαιτητικές μετα-Σεζανικές ευρωπαϊκες αναζητήσεις . 

      

    Στο video: Έργα του Γιάννη Μόραλη με θέμα τη γυναίκα.  Μουσική του Παντελή 
    Θαλασσινού, κανονάκι παίζει ο Πάνος Δημητρακόπουλος   (απ'το άλμπουμ:
    "Στης καρδιάς μου τ'ανοιχτά").


   Το αποτέλεσμα ήταν, μνήμες και συναντήσεις να δέσουν, ύστερα από διαδοχικές διυλίσεις, σε μορφές μεγάλης απλότητας και ακριβείας όπου και η παραδρομή ενός χιλιοστού θ' αρκούσε ν' ανατρέψει το αρχικό όραμα.

   Όταν όμως ένας ζωγράφος κατορθώνει να δίνει τις προσωπικές του εμπειρίες κρατώντας ατόφια την πρώτη τους αίσθηση και συνάμα, με την ίδια χειρονομία, να οδηγεί τα εικονιστικά εξαγόμενα της περιπέτειας των καιρών μας σε μια τόσο υψηλού βαθμού εγκράτεια, ξεφεύγει από τους διαχωρισμούς της τρέχουσας αισθητικής. 
   Και ίσως είναι γι αυτό που πραγματικά δεν αισθάνεται κανείς την ανάγκη ν' αναρωτηθεί αν ο Μόραλης είναι μοντέρνος ή κλασικός, ελληνικός ή ευρωπαΐζων.


                            


   Σε καιρούς όπως οι δικοί μας, όπου κανείς κοινός μύθος δεν προκαλεί την αυτόματη ένταξη των δημιουργημάτων του ανθρώπου σ' ένα γενικότερο σύνολο, το μόνο που απομένει στον ευσυνείδητο καλλιτέχνη είναι να υποκαθίσταται στο μηχανισμό της λειτουργίας των αλλοτινών μύθων και να τον ενασκεί στην ατομική κλίμακα.

   Τα χώματα της Αττικής και της Αίγινας, τα σώματα των νέων κοριτσιών, το φως το ταυτόσημο μιας φυσικής και ηθικής ευγένειας, τα βλέπουμε στα τελευταία έργα τουμόραλη ν' αναδύονται κάποτε με μια υγρασία θαλασσινή, σα μεγεθυμένα θραύσματα από αρχαίες ληκύθους ή σμικρυμένες νωπογραφίες τόπων λατρείας που χαθήκαν για πάντα. 




   Μια νοσταλγία άλλωστε του μνημειακού παρωθούσε ανέκαθεν το χέρι του ζωγράφου να οργανώνει και να ισορροπεί τις φόρμες του πάνω σ' ένα νοητό αρχιτεκτόνημα, συνάμα όμως να δίνει, ακόμα και στις αισθησιακές του συλλήψεις -και είναι η περίπτωση που αντικρίζουμε σήμερα στα "Επιθαλάμιά" του-, ένα μυστήριο και μια ιερότητα βιβλική.


   Εκεί νομίζω βρίσκεται και το σημείο επαφής του με τη σημερινή νεότητα, την πιο σοβαρή τουλάχιστον, που δεν αισθάνεται την ανάγκη ν' αρνηθεί την ίδια την ύλη της τέχνης για να μπορέσει να πει πώς υπάρχει ακόμη αυτό που ονομάζουμε θαύμα.
_____________________________________________
Οδυσσέας Ελύτης




   

   * Γιάννης Μόραλης  Γεννημένος στην Άρτα το 1916, ο Γιάννης Μόραλης ανακάλυψε τη ζωγραφική όταν ήταν παιδί φυλλομετρώντας εκδόσεις με εικόνες από τη βιβλιοθήκη του γυμνασιάρχη πατέρα του. Τις μπογιές τις πρωτομύρισε 4 ετών χάρη σε μια θεία του που ήταν ερασιτέχνης ζωγράφος...
    Αν ο Τσαρούχης δόξασε το ανδρικό κορμί, ο Μόραλης ύμνησε το γυναικείο γυμνό, με ερωτικές γεωμετρικές καμπύλες...






Scholeio.com
                          

Καλές Τέχνες, Jacques-Louis David


Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες

Ζακ-Λουί Νταβίντ  (γαλ. Jacques-Louis David), 


O Ζακ-Λουί Νταβίντ (γαλ. Jacques-Louis David), (Παρίσι, 30 Αυγούστου 1748 - Βρυξέλλες, 29 Δεκεμβρίου 1825).  Πολλές φορές αναφέρεται και ως Νταβίντ.  Γάλλος ζωγράφος.  Ακολουθούσε τη νεοκλασική τεχνοτροπία, αντλώντας τα θέματά του από την κλασική εποχή. Σπούδασε την τέχνη του για ένα διάστημα στη Ιταλία, όπου ήρθε σε επαφή με τους παραδοσιακούς συγγραφείς και τις τέχνες της Αναγέννησης. 
Το 1787 ζωγράφισε τον Θάνατο του Σωκράτη, πίνακα στον οποίο απεικονίζεται ο Σωκράτης πριν πιει το κώνειο, περιτριγυρισμένος από τους δώδεκα μαθητές του. Ο Νταβίντ προσπαθεί να πετύχει συσχετισμό με τους δώδεκα μαθητές και το τελευταίο δείπνο του Ιησού Χριστού.





Ο Νταβίντ ήταν δραστήριος καλλιτεχνικά κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, την οποία υποστήριζε. Ένα από τα πιο διάσημα έργα του αυτής της περιόδου είναι ο Θάνατος του Μαρά, έργο που φιλοτέχνησε το 1793.

Το 1797 ο Νταβίντ γνωρίζει τον Ναπολέοντα. Από το 1799 ως το 1815 γίνεται ο επίσημος ζωγράφος του Ναπολέοντα, απεικονίζοντας τη ζωή του σε διάφορα έργα όπως η Στέψη του Ναπολέοντα και της Ζοζεφίνας.

Ο Νταβίντ έζησε για ένα διάστημα στις Βρυξέλλες. Στο εργαστήριό του εκεί, ζωγράφισε το τελευταίο μεγάλο έργο του, τον αφοπλισμό του Άρη από την Αφροδίτη. Πέθανε στις Βρυξέλλες  29 Δεκεμβρίου 
 1825, όπου και ετάφη το σώμα του. Η καρδιά του ετάφη στο κοιμητήριο Περ-Λασέζ στο Παρίσι.




Scholeio.com

Καλές τέχνες, Joseph-Mallord-William Turner


Βενετία, Το Μεγάλο Κανάλι (1835)

Τζόζεφ Μάλλορντ Ουίλλιαμ Τέρνερ (Joseph-Mallord-William Turner) 


Ο Τζόζεφ Μάλλορντ Ουίλλιαμ Τέρνερ (Joseph-Mallord-William Turner) ήταν Άγγλος Ρομαντικός ζωγράφος τοπίων, του οποίου η τεχνοτροπία λέγεται ότι έβαλε βάσεις στον Ιμπρεσιονισμό.
Γεννιέται στο Λονδίνο στις 23 Απριλίου 1775 (η ακριβής ημερομηνία αμφισβητείται) από πατέρα κουρέα.  Γεννιέται στο  Λονδίνο  στις 23 Απριλίου 1775.  Η ακριβής ημερομηνία αμφισβητείται από πατέρα κουρέα.

Οι γονείς του, αν και φτωχοί, στήριξαν το ταλέντο του γιου τους, που σε ηλικία δέκα ετών φοιτά στο σχολείο του Μπρέντφορντ, στα περίχωρα του Λονδίνου. Διασώζονται ακόμα και σήμερα μερικοί πίνακες του από εκείνη την περίοδο. 

Το 1787 φιλοτεχνεί την πρώτη υδατογραφία, μιαν απεικόνιση της Οξφόρδης. Τρία χρόνια μετά φοιτά δωρεάν στη Βασιλική Ακαδημία και εκθέτει εκεί μιαν υδατογραφία με θέμα το Μέγαρο Λάμπεθ. Το 1792 κάνει το πρώτο από τα τρία μεγάλα ταξίδια μελέτης, στα οποία ταξιδεύει και δημιουργεί σκίτσα, στις ορεινές περιοχές της Ουαλίας. 

Δυο χρόνια μετά παράγεται σε χαρακτικό, μια υδατογραφία του. Το 1797 επισκέπτεται την περιοχή Λέηκ Ντίστρικτ. Εκθέτει για πρώτη φορά ελαιογραφίες. Την επόμενη χρονιά συνάπτει δεσμό με τη Σάρα, χήρα του μουσικού Τζων Ντάνμπι και μητέρα τριών παιδιών. Εγκαταλείπει την πατρική εστία και μετακομίζει στη Harley Street. Γίνεται δεκτός ως εταίρος στη Βασιλική Ακαδημία.

Το 1800 η Σάρα γεννά την κόρη του Εβελίνα. Δυο χρόνια μετά επισκέπτεται το Παρίσι και μελετά τους μεγάλους δασκάλους στο Λούβρο. Γίνεται τακτικό μέλος στη Βασιλική Ακαδημία. Το 1804 χάνει τη μητέρα του. Ανοίγει Γκαλερί Τέχνης στη Harley Street. 

Δυο χρόνια μετά αποκτά δεύτερη κόρη, την Τζωρτζιάνα. Το 1819 τροποποιεί το ύφος του ύστερα από ταξίδι στην Ιταλία. Το 1829 συγκλονίζεται από το χαμό του πατέρα του. Γνωρίζει τη Σοφία Μπουθ. Το 1833 επισκέπτεται, Δρέσδη, Βερολίνο, Πράγα & Βιέννη. Συζεί με τη Σοφία, που στο μεταξύ έχει χηρέψει. Στις 19 Δεκεμβρίου 1851 πέθανε στο σπίτι του με τη Σοφία στο πλευρό του, σε ηλικία 76 ετών.

Από μικρός άρχισε να ζωγραφίζει σκηνές με τον Τάμεση, όπου είχε την κατοικία του. Φιλοτέχνησε πίνακες που εκτέθηκαν στη Βασιλική Ακαδημία, όπου είχε γίνει μέλος από τα είκοσι επτά του. Αφιερώθηκε στο τοπίο και ταξίδεψε σ' όλα τα μήκη και πλάτη της Βρετανίας και της Ευρώπης. 





Η εμπειρία που αποκόμισε αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πλήθος έργων, από την εκθαμβωτική μαγευτική γαλήνη της Βενετίας, ως τις φοβερές χιονοθύελλες των Άλπεων. Ιδιαίτερα όμως προτιμούσε τα θαλασσινά τοπία σ' όλες τους τις όψεις, άλλοτε ήρεμα κι άλλοτε τρικυμιώδη, που τότε θαρρείς πως πλοία κι άνθρωποι μοιάζουν να χάνονται σε μια δίνη φωτός και χρωμάτων. 
Υπήρξε επίσης ο αγαπημένος ζωγράφος του κριτικού τέχνης Τζον Ράσκιν, που μετά το θάνατό του, κατέστρεψε όλους τους ερωτικούς πίνακές του, για να μην επιδράσουν αρνητικά -όπως είπε- στην υστεροφημία του καλλιτέχνη.

Προς τιμήν του Τέρνερ, από το 1984 απονέμεται από την πινακοθήκη Tate της Βρετανίας, το βραβείο Τέρνερ, σε Βρετανούς καλλιτέχνες κάτω των 50 ετών.




Scholeio.com

Καλές Τέχνες, Vincent Willem van Gogh


Έναστρη νύχτα (1889)     Στο έργο του αυτό ο Βαν Γκογκ έχει απεικονίσει χαοτικές δίνες, που ακολουθούν
την  "κλιμάκωση  Καλμογκόροφ" 
 όπως προκύπτει από μαθηματική ανάλυση της εικόνας.
Ο Βαν Γκογκ αναπαράγει σε πίνακές του, επακριβώς, νόμους της φύσης.

Βίνσεντ βαν Γκογκ  Vincent Willem van Gogh, 


Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh, προφορά στα ολλανδικά: Βίνσεντ φαν Χοχ) (30 Μαρτίου 1853 – 29 Ιουλίου 1890) ήταν Ολλανδός ζωγράφος. Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα και σήμερα αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Η επίδραση του στα μεταγενέστερα κινήματα του εξπρεσιονισμού, του φωβισμού αλλά και εν γένει της αφηρημένης τέχνης, θεωρείται καταλυτική.

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Στον Βίνσεντ δόθηκε το όνομα του παππού του, το οποίο είχε δοθεί και στο πρωτότοκο παιδί της οικογένειας, το οποίο είχε πεθάνει σε βρεφική ηλικία. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα.

Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). 

Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. 
Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.

Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιγέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. 

Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης.

Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζει με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδώσει και στη ζωγραφική του. 
Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα' και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. 
Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.






Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισαρό. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ.

Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια.

Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολονία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914).

Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα. Επίσης ο βαν Γκογκ είναι διάσημος για τις πινελιές του οι οποίες πολλές φορές παρουσιάζουν μια κίνηση.





Scholeio.com