Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΟ 1ο Α-Κ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΤΙΧΟΛΟΓΙΟ 1ο Α-Κ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κοτίνη, Δεν Γίνεται να Ξεγραφτείς απ’ τα Γραμμένα





     Αυτή που έγινα σε υποδέχεται
          κι εσύ ζητάς να μάθεις
          Μα τι θα σου χρησίμευε να ακούσεις
          για άπλυτα πιάτα μιας βδομάδας στην κουζίνα
          ταξίδια της διπλής ταρίφας τα μεσάνυχτα
          την αχλαδιά που έκαψε ο πάγος;


           Μπορώ μονάχα να σου πω
           για την αβέβαιη έκβαση
           του πρωινού προσώπου μου
           στον βραδινό καθρέφτη
           για τη διάρκεια του τέλους το ξημέρωμα
           πριν να ντυθώ για τη δουλειά
           κι έξω ένα τέτοιο αγιάζι
           για το φλιτζάνι του καφέ
           που ώρα πολλή κρατώ στα δάχτυλα,
           μετάληψη μιας πρωινής αναβολής ή απόφασης,
           κι αυτό κρυώνει λίγο λίγο στην παλάμη μου
           σαν τραύμα, σαν λύπη

          -Τόσο εύθραυστο το διαρκές, αλήθεια,
           όσο μιας χούφτας θάλπος,
           θάλπος του μοναχού Γενάρη μήνα
           όταν ξυπνάει
           ακόμα νεογέννητος μες στο σκοτάδι
           κοιτάζει απ’ το παράθυρο
           πυκνή του ψύχους πάχνη
           κι ύστερα φτιάχνει με το δάχτυλο στο τζάμι
           μια αλλόκοτη μορφή και πάλι τη χαλάει
           την ώρα που ανάβουνε το φως
           στο απέναντι διαμέρισμα
           κι είναι το ξύπνημα των άγνωστων ανθρώπων
           η πιο απτή αλληλεγγύη μες στη μέρα

      Αλλά ίσως ήθελες να ακούσεις
           για ευωχία δακρύων
           και για σκισμένα γράμματα
           όχι, δεν έσκισα κανένα
           εγώ το ξέρω πως δεν γίνεται
           να ξεγραφτείς απ’ τα γραμμένα
           το μόνο που έχω να σου πω
           είναι πως ξέχασα
           πως πια ξεχνάω ολοένα
           τώρα μαθαίνω να κινδυνεύω
           με εγκράτεια
           γνωρίζω πια να εξακολουθώ
           στην παύση.

          _______________________________

          Θεώνη Κοτίνη, “Ωσεί κήπος”, Γαβριηλίδης 2014


         Scholeio.com  

Βρεττάκος, Νὰ συλλαβίζει ὁ ἥλιος τ' όνομά μου, σὲ μιὰ πλάκα χάραξα



Ποιήματα γιὰ τὸ ἴδιο βουνό


                       Ι


Ὄχι ἀκόμη, δὲν ἦρθα νὰ σὲ ἀπο-
χαιρετήσω ἀδελφέ, ποὺ σὲ ἀνέβηκα
πρώτη φορὰ ὅταν ἤμουν φῶς
σ᾿ ἕνα μίσχο. Οἱ περσότεροι
στίχοι μου εἶναι κτίσματα
πάνω σου. Κι ἂν ὁ λόγος μου
γίνονταν Λόγος, θὰ μέναμε ὄρθιοι
τότε κ᾿ οἱ δυὸ σὰν πέτρες
παράλληλες. Ὅμως μέσα
στὸ ἀνάστατο δάσος τοῦ κόσμου
σήμερα ὁ Λόγος δύσκολα
ἀκούγεται. Ἀλλὰ τὰ παιδιὰ
τὸ ξέρω πὼς μέσ᾿ ἀπὸ τὰ
βιβλία μου αὔριο θὰ μαζεύουν
λουλούδια καὶ πὼς θὰ μιλοῦν
γιὰ τὸ θαῦμα - ζωή, κοιτώντας
τὸν κόσμο μέσ᾿ ἀπ᾿ τοὺς στίχους μου.


                       ΙΙ


Σὲ ἀνέβαινα, σὲ κατέβαινα, οὐρανὸ
φορτωμένος γιὰ τὶς ἀνάγκες μου.
Οἱ λέξεις μου, κάλυκες, ἔπρεπε
νὰ γιομίζουν μὲ φῶς. Οἱ στίχοι μου
γλάστρες στοῦ Θεοῦ τὸ παράθυρο.


                      ΙΙΙ


Ὅταν ἦρθα στὸν κόσμο κ᾿ εἶδα
τὸν ἥλιο, εἶπα: Θὰ πρέπει κάτι
ν᾿ ἀφήσω πίσω μου φεύγοντας.
Καὶ τὸ βρῆκα ἀρκετό. Ν᾿ ἀνεβῶ
στὴν κορφή σου, νὰ πετάξω
στὴ γῆς ἕνα λουλοῦδι.


                       IV


Εἶδα τὸν κεραυνό, τὸ φιδίσιο του
τίναγμα. Ταλαντεύονταν λάμποντας
ἀπὸ κάτω ὡς ἀπάνω τὴν κορφή σου,
μετέωρος. Κ᾿ ἡ σκέψη μου ἔπαιξε
μὲς τὸ κρανίο μου σὰν ἀστραπή:
Πηδώντας στὸ πρῶτο του, ν᾿ ἀνεβῶ
ἕνα - ἕνα, ἀπὸ κάτω ὡς ἀπάνω
τὰ λοξὰ σκαλοπάτια του.


                  V


Ἡ οὐράνια δαντέλα,
ἡ σχεδὸν κυματίζουσα,
τῶν γραμμῶν σου, θαρρεῖς
ὅταν δύει ὁ ἥλιος
καὶ γιομίζει ἀγγέλους.

Προχωροῦν, ἀνεβαίνουν
ἀπ᾿ τὶς δυὸ παρυφὲς
στὴ μεγάλη κορφή σου.

Συγκεντρώνονται πάνω της
σὰν μιὰ χορωδία.

Ὅσο ποὺ τέλος,
κάποιος ἀπ᾿ ὅλους
ἁπλώνει τὸ χέρι
κι ἀνάβει τὸν ἕσπερο.


                    VI


Ἐδῶ πάνω εἶναι ὁ θάνατος ἄγνωστος
ἔλεγα κ᾿ ἔγραφα κάποτε. Κ᾿ ἦταν
ἀλήθεια. Γινόταν συχνά.
Τὰ περάσματα ἔκλειναν.
Ὁ κρύος ἀέρας κ᾿ οἱ σκιὲς
τῆς νυχτὸς δὲν ἔβρισκαν
δίοδο.

………Συναντιόνταν
τὸ ἔξω καὶ τὸ μέσα μου φῶς
κι ἁπλωνόταν δίχως ὅρια γύρω μου.


                    VII


Ἤμουν δέκα χρονῶν ὅταν χάραξα
μ᾿ ἕνα σουγιᾶ σὲ μιὰ πλάκα σου
τ᾿ ὄνομά μου, μόλις βγαίνει νὰ τὸ
συλλαβίζει ὁ ἥλιος. Ἦταν τότε
ποὺ ἀκόμη εἶχα «ἐγώ» μὰ ποὺ
ἀργότερα τό ῾σβησα, καθὼς
ἡ βροχὴ ἀπ᾿ τὴν πλάκα σου
τ᾿ ὄνομά μου.
………………Τ᾿ ὄνομά μου
ἡ φωνὴ ἑνὸς ἀηδονιοῦ
ποὺ βγαίνει ἀπ᾿ τὸ δάσος
χωρὶς τ᾿ ὄνομά μου.
Μοῦ ἀρκεῖ νὰ γνωρίζω ὅτι
στάζει Θεὸ στὶς ψυχὲς
τῶν παιδιῶν ἡ λάμψη τῶν λέξεων.


                        VIII


Ὑποσχόμουν στὸ ἕνα ποὺ ἦταν ὅλα.
Χαμογελοῦσα στὸ ἕνα ποὺ ἦταν ὅλα.
Δὲν ἤσουν τὸ ἕνα, καλό μου βουνό.
Σὲ ἔκαμα πρόσωπο, σὲ εἶδα λαὸ
καὶ σὲ εἶδα πλανήτη. Κ᾿ ἔκαμα
ἕνα ὄμορφο ὄνειρο: Νὰ μεταβάλω
μ᾿ αὐτὸ τὸ χαμόγελο πάνω σου
σὲ κρόσια ἥλιου ὅλα τὰ σύννεφα,
σὲ φώσφορο εἰρήνης μιὰ καταιγίδα.


                           IX


Εἶχα ἀνάγκη νὰ ὑπάρχεις. Νὰ βρῶ
ν᾿ ἀκουμπήσω κάπου τὴ λύπη μου.
Σὲ καιροὺς ὅπου ὅλα, πρόσωπα,
αἰσθήματα, ἰδέες, ἦταν ρευστά,
χρειαζόμουν μιὰ πέτρα στερεὴ
ν᾿ ἀκουμπῶ τὸ χαρτί μου.
Μὴν ἀποσύρεις τὴν πέτρα σου,
Κύριε, καὶ μείνουν τὰ χέρια μου
στὸ κενό. Ἔχω ἀκόμη νὰ γράψω.


                            X


Παλεύοντας διάσχισα ἀνέμους
πολλούς, ποὺ βρίσκαν τὸ στῆθος μου
ἀνοιχτὸ καὶ μὲ πάγωναν. Ὑδρορροὲς
κεραυνῶν τὸ μέτωπό μου, φαγώθηκε,
ἔτσι ποὺ τώρα νὰ στεκόμαστε
ὁ ἕνας μας ἀντίκρυ στὸν ἄλλο,
σὰν δυὸ ἀδελφὰ γκρίζα
πετρώματα.
……………..Ἡ γαλήνη σου
ὅμως καὶ ἡ γαλήνη μου πάντοτε.
Καθισμένος στὰ πόδια σου,
γιομάτος πληγές, μακαρίζω
τὴν ὕπαρξη.
…………….Ἡ μοῖρα
μοῦ ἐπέτρεψε ἀπ᾿ ὅλον τὸν μέγα
πλοῦτο ποὺ ὑμνῶ, νὰ ἔχω
κ᾿ ἐγὼ στὸ σύμπαν μιὰ πέτρα.


                          XI


Πολὺ τὸ προσπάθησαν οἱ ἄσχημοι
τοῦτοι καιροί, ἀλλὰ τέλος
δὲν μοῦ ρήμαξαν τὴν ψυχὴ
γιὰ νὰ μείνει ἐδῶ, νὰ στέκεται
δίπλα σου, νὰ σὲ ντύνει,
σὲ ὧρες χαρμόσυνων ἡμερῶν,
ἀγγελμάτων.
………………Θά ῾ναι τὸ γιορ-
τινό σου πουκάμισο.


                       XII


Θέλω νὰ ὑφάνω, ν᾿ ἀποδώσω μὲ λέξεις
τὸ ρυθμὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ χτυπάει
στὰ χαλίκια κάτω ἀπ᾿ τὶς φτέρες σου.
Ν᾿ ἀκούγεται ὅμοια κ᾿ ἡ ψυχή μου
κυλώντας, λέξη τὴ λέξη, μέσα
στοὺς στίχους μου, νὰ ρέει
συνεχῶς, καθαρά, τρυφερά,
(ἀπὸ δῶ οὐρανὸς κι ἀπὸ κεῖ οὐρανός)
μουσικὴ δωματίου μέσα στὸ χρόνο.


                       XIII


Μὲ τὶς λέξεις σου μίλησα τῶν τσοπάνηδων
ποὺ τὶς φύλαξα στὸ αἷμα μου. Ἦταν
γυμνὲς καὶ τοὺς φόρεσε ἔνδυμα
νὰ ταιριάζουν στὴν ὁμιλία μου
μὲ τὸν κόσμο - μὲ τὰ ζῶντα καὶ μή,
ποὺ ὅλα μαζὶ σχηματίζουνε ἕναν
ποταμὸ ὀμορφιᾶς, ποὺ ἐδῶ ἀκριβῶς,
στοὺς δυό μας ἀνάμεσα καὶ γύρω ἀπὸ μᾶς,
στὸ χῶρο τῆς γῆς, τέμνει τὴν ἄβυσσο.


                          XIV


Τὸ ξέρω ὅτι ἤσουν καὶ πρὶν
γεννηθῶ. Τὸ ὕψος σου
πάντως βγῆκε ἀπὸ μέσα μου.
____________________


Νικηφόρος Βρεττάκος






* Κάποτε αφελής, κάποτε ανόητος, 
κάποτε κ' ευφής,
πότε σε λόγια στηριγμένος 
πότε σε όνειρα....                         η συνέχεια εδώ


  Scholeio.com  

Καριζώνη, Κι αν όλα κάποτε χαθούν σ' αυτή την Πόλη... σε Περιμένω.



Κατερίνα Καριζώνη


     Το βιβλίο που δεν γράφτηκε ποτέ

     Το βιβλίο που δεν γράφτηκε ποτέ
     το ξεφυλλίζει κάποιος μέσα μου τις νύχτες
     ακούω το θρόισμα των απαλών σελίδων του
     μυρίζω το άρωμα του μουχλιασμένου του χαρτιού
     αφουγκράζομαι τον φλοίσβο της μελάνης
     πίσω από τις γραμματοσειρές του.

Ουίλλιαμ Γέιτς, Πάτα Ελαφρά γιατί Πατάς πάνω στα όνειρά μου

Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς

   «Αν είχα τ' ουρανού την πλουμιστή τη φορεσιά
   την υφασμένη από χρυσό κι απ' ασημένιο φως
   Τη γαλανή, τη μελιχρή, τη μαυροκεντημένη φορεσιά
   Από νύχτα κι από μέρα κι από αποσπερίσιο φως
   Τη φορεσιά μου θα άπλωνα κάτω από τα πόδια σου
   Μα εγώ που είμαι φτωχός έχω μόνο τα όνειρά μου
   Τα όνειρά μου άπλωσα κάτω από τα πόδια σου.
   "Πάτα ελαφρά γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου».


Σ. Γεωργιάδου, Άνεμος Ατάραχος Χαιδεύει τις Τρύπες του Σύμπαντος



Στέλλα Γεωργιάδου


     ____________ Λανθάνουσα ύπαρξη


     Συγγνώμη μα δεν ήξερα
     και νόμισα ότι αυτός ο κόσμος
     είναι τερτίπι
     μιας αρρωστημένης φαντασίας
     που δόλια εκφυλίζει
     το αγαθό σε μιαρό
     και υποθάλπει
     την έμφυτη στον άνθρωπο
     ροπή προς το κακό
     στην κάκιστη εκδοχή της

Χ. Κουτσουμπέλη, Ό,τι λείπει είναι αυτό που μένει...



Χλόη Κουτσουμπέλη


       ένας τόπος χωρίς γεωγραφία

   'οταν γράφω ή ζωγραφίζω ή παίζω αυλό ή λύρα ή με κοφτερή πέτρα χαράζω ζώα στις σπηλιές, δεν είμαι εγώ, ταξιδεύω πίσω στον Πρώτο Κήπο, τρέχω στα τέσσερα ξανά, πίνω νερό με τις χούφτες, είμαι αγνή και αθώα, ονειρεύομαι όπως ζω, οι εφιάλτες μου είναι κρύοι, με απειλούν ζώα, δεν έχω φωτιά και στέγη, όμως σ’ αγαπώ. 

   Όταν γράφω στέκομαι μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. Όταν γράφω ονειρεύομαι. Όταν γράφω δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εδώ, δεν είμαι μόνη, είμαι εμείς, εσείς, αυτοί, δεν υπάρχει χρόνος και τόπος και πραγματικότητα, υπάρχει μόνο η χώρα με τους επτά καθρέφτες και οι κυνηγοί των ονείρων που ξεπηδούν από τους εφιάλτες και είναι ο θάνατος.

   Σ’ αυτή τη διάσταση της δημιουργίας ο καλλιτέχνης δεν είναι ποτέ μόνος κι όμως ζει την απόλυτη μοναξιά. Δεν υπάρχει τίποτε πιο προσωπικό από τα όνειρα ή τους εφιάλτες μας, τίποτε πιο προσωπικό από την τέχνη. Και τίποτε πιο καθολικό, τίποτε που να συνδέει τα ανθρώπινα όντα περισσότερο από την τέχνη. Γιατί η τέχνη αναπαριστά τα όνειρα και τους εφιάλτες που μας κατοικούν, τους αρχέγονους φόβους, τις πρωταρχικές μας ανάγκες, τη βαθιά μοναξιά μας, την ανάγκη μας να αγγίξουμε τον Άλλον, αυτόν που μας γνέφει μέσα από τους καθρέφτες, στην άλλη όχθη της Λίμνης.

   Όταν γράφω ονειρεύομαι και όταν ονειρεύομαι γράφω. Υπάρχει ένας τόπος και ένα χρόνος κοινός, ένας τόπος χωρίς γεωγραφία κι ένας άχρονος χρόνος, μια κοινή περιοχή του ασυνείδητου ατομικού και συλλογικού, μια θάλασσα από λάβα και σύννεφα και χαμένα πουλιά και έντονα χρώματα και πληγές και τεράστιες ματωμένες πεταλούδες και μικρές πολικές αρκούδες στο μέγεθος του δάχτυλου και εσύ μια σκιά της ψυχής μου, η ίδια μου η ψυχή.

   Όταν γράφω ή ζωγραφίζω ή παίζω αυλό ή λύρα ή με κοφτερή πέτρα χαράζω ζώα στις σπηλιές, δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εκεί, είμαι μέσα στο όνειρο, στον εφιάλτη μου, μέσα στην Τέχνη.

Χλόη Κουτσουμπέλη

δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νέο Επίπεδο,

τεύχος 33/5, Μάιος 2009

       xωρίς

   «θα ζήσεις χωρίς»
είπε η μάγισσα
και μου έδωσε το φίλτρο
«τα κοχύλια σου θα γίνουν χέρια για να γράφεις».

«Μα χρειάζομαι τα χέρια για να αγγίζω
μικρές μοβ ανεμώνες να χαϊδεύω
τα μάτια του να ψηλαφώ
τις σκιές στα βλέφαρα κουπιά
το σώμα του να κολυμπώ».

«Δεν κατάλαβες λοιπόν»
είπε η μάγισσα
και το πρόσωπό της ράγισε
χίλιες μικρές ρυτίδες.
«Τα χέρια σου θα γράφουν
αυτά που ποτέ σου δεν θα αγγίξεις»

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009



       oι στοιχειωμένοι έρωτες

   για να ξορκίσεις στοιχειωμένο έρωτα
δεν αρκεί να ξαραχνιάσεις το δωμάτιο
να δεθείς γυμνός με ωτοασπίδες
σε κατάρτι σπιτιού που επιπλέει
να υιοθετήσεις κοράκι υπηρέτη
με μαύρη ρεντιγκότα και στιλπνά παπούτσια
για να επιμεληθεί της νεκρικής πομπής.

Οι στοιχειωμένοι έρωτες
κοιμούνται σε σεντούκια
με το ένα μάτι μισόκλειστο
σε αργή αναμονή.
Δεν βιάζονται ποτέ.

Ξέρουν πως το παιχνίδι τους ανήκει.
Πως σε κάθε αναμέτρηση
είναι αυτοί οι βέβαιοι νικητές.

Την κατάλληλη στιγμή ξυπνούν
και μπήγουν τα λευκά τους δόντια
στην καινούργια σου ζωή.

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Κλινικά απών, 2014



       χρήσιμες οδηγίες για το πένθος

   να το κρατάτε εξημερωμένο στην αυλή.
Κάποιες νύχτες να αφήνετε την πόρτα ανοιχτή.
Θα ανεβαίνει στο κρεβάτι
πηχτές κηλίδες στα σεντόνια
δαγκωματιές στο στήθος, στον λαιμό.
Θα το ακούτε να αλυχτάει.
Δεν θα το αλυσοδέσετε ποτέ.

Σας γνωρίζει.
Πολύ πιο βαθιά από ό,τι ποτέ θα καταλάβετε.
Το γνωρίζετε.

Είναι ο ομφάλιος λώρος που σας δένει με την μνήμη.
Κοιμόταν κάτω από την κουνουπιέρα.
Έκοβε κομμάτια τις σάρκες της κούκλας
όταν μαλώναν οι γονείς
ξέσκιζε τα μαξιλάρια
όταν αποχωρούσαν οι αγαπημένοι.

Με μία και μόνο κίνηση σας τρώει την καρδιά.
Ποτέ μην παλέψετε μαζί του,
ούτε να κοιμηθείτε με ευγενικούς αγνώστους
σε φτηνά ξενοδοχεία
μόνο και μόνο γιατί δεν αντέχετε το λυσσασμένο γάβγισμα.
Χαϊδεύετέ το τρυφερά, να το εκθέτετε δημόσια.
Μία βόλτα στο πάρκο με την ανοιχτή ρωγμή,
τον οριζόντιο κρατήρα που κοχλάζει, βοηθάει

Και κυρίως, μην γράφετε ποιήματα.
Το εξαγριώνουν.
Ύστερα κυλιέται σε μαύρα τριαντάφυλλα.
Γενικά να είστε ψύχραιμοι και ευγνώμονες.
Μην ξεχνάτε.
Το πένθος υπάρχει για να καλύπτει το απόλυτο κενό.

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Κλινικά απών, 2014



       λίλιθ

   τρεις αγγέλους της έστειλε ο Θεός
Τον Σανβί, τον Σανσαβί
και τον τρίτο το αλαφροϊσκιωτο
τον Σαμεγκελάφ
που τα φτερά του θρόιζαν στον ήλιο.

Πήγαν με βαριά καρδιά στην θεϊκή γυναίκα.
Ο Θεός και ο Αδάμ την συγχωρούν
της μήνυσαν και την ζητούνε πίσω.
«Τι θέλετε άβουλα έντομα του Παραδείσου»
έφτυσε τότε αυτή
«και με ενοχλείτε;
Εκάτη, Κάλι, Λίλιθ, Αντιγόνη το όνομά μου.
Λιλλάκε, Μπελίλι, Μπααλάτ.

Κάποιοι με αποκαλούν Αρχόντισσα του Σκότους
ή ηγέτιδα των Θηλυκών Βαμπίρ.

Με συγχωρείτε είπατε; Γιατί;
Που γεννήθηκα ισότιμη;
Που έκανα έρωτα με πάθος;
Που πρόφερα την ιερή λέξη
που ο Αδάμ δεν άντεχε να ακούσει;

Που ανέτρεψα την γαλήνια πλήξη
του Κήπου με τα πολλά σκουλήκια
και την μυρωδιά της ήδη σήψης;

Ή που δεν χώρεσα στο καλούπι του πηλού
εκείνο με το λειψό πλευρό
που είχε ετοιμάσει ο αφέντης σας για μένα;»
Έπεσε σιωπή που κράτησε αιώνες.
Ύστερα μίλησε ο πιο σοφός ο Σανσαβί.
«Μα γράφεις ποιήματα Αρχόντισσα,
υπάρχει κάτι πιο δαιμονικό από αυτό;»

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Κλινικά απών, 2014



       εκλεκτικές συγγένειες
   'ολοι εμείς οι συγγενείς
είχαμε φέρει ντόρτια
στο παιχνίδι με τα πούλια
παγώνει σε μονά φλιτζάνια όμως ο καφές
στο καφενείο χωρίς όνομα
στην οδό Αρίστου Τέλους.

Εκλεκτική συγγένεια λοιπόν σημαίνει
κρύβω άσσους σε μανίκι δίχως χέρι
ενώ σε ειδική αίθουσα υποδοχής
σερβίρεται κονιάκ και κουλουράκι.

Στον προθάλαμο κάποιος χτυπάει νούμερα
στο μπράτσο εραστών που γίναν δήθεν φίλοι.

Γιατί άραγε λαχανιάζουμε άδικα μέσα στους αιώνες
εμείς οι εκλεκτοί εκλεκτικοί
χωρίς γένος χωρίς φύλο
που τρέχουμε γυμνοί μέσα σε γυάλα
που σμίγουμε κρυφά φθηνά και με ντροπή
σε παχιά μαξιλάρια από πούπουλα
κύκνων που ραμφίζουν
για λίγο στην σιωπή
για πάντα στο κενό.

Όλοι εμείς οι συγγενείς
που στο λήμμα αγάπη
διαβάζουμε πάντα λάθος
το συνώνυμο.

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Κλινικά απών, 2014



       το αγώνισμα της μονομαχίας

   στο αγώνισμα της μονομαχίας
δεν έχει σημασία η παιδική σου ηλικία,
αν ο μπαμπάς τραγούδαγε στο μπάνιο,
αν η μαμά άνοιγε τρύπες στον τοίχο με τρυπάνι,
αν σε κλειδώναν στο υπόγειο μιας ψυχρής ματιάς.

Το θέμα είναι η προσεκτική επιλογή.
Αυτή είναι ο καθρέφτης που ραγίζει.
Γιατί δεν τυχαίνει,
εμείς είμαστε αυτοί,
που ρίχνουμε το γάντι στο πρόσωπο του άλλου,
εμείς που σφραγίζουμε
με βουλοκέρι τον πάπυρο
που καταφθάνει με μαύρη άμαξα τη νύχτα.
Έρωτας, γράφει επάνω,
την τάδε ώρα κάτω από τα κυπαρίσσια.

Στο αγώνισμα της μονομαχίας
αυτό που έχει σημασία
είναι ο αντίπαλος με το κοντάρι.
Γιατί συστηματικά κάτω από την πανοπλία
τον ίδιο ιππότη διαλέγουμε συνέχεια
ηθελημένα γυμνωνόμαστε μαζί του στο σκοτάδι
εσκεμμένα του γεμίζουμε με βέλη τη φαρέτρα.

Στο αγώνισμα της μονομαχίας
το παν είναι η δική μας εξολόθρευση.
Αφού αυτήν έχουμε μεθοδεύσει
απ' την αρχή με τόσο πάθος.

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Κλινικά απών, 2014



       η τέλεια μέρα

   δεν ήταν η παραλία
Θεσσαλονίκη ξημερώματα
τόσο τέλεια ξεπλυμένη
στις αποχρώσεις της βροχής
ούτε η θάλασσα
βραχνή, ορμητική
άγριο λιοντάρι με γαλάζιες φλόγες
δεν ήταν οι φέτες τα παγκάκια
με την παχύρρευστη μοναξιά
τους άδειου τους κενού
ήταν πως χθες βράδυ ονειρεύτηκα
ότι έστω για μία φορά
φορά πρώτη, φορά θάνατος
ήρθες μέσα μου
πίσω από την ψυχή
κάτω από τα στόματα του κορμιού
ήρθες κι έμεινες

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Στον αρχαίο κόσμο



       η κιβωτός

   «θέλω» της είπε «να φτιάξω μια κιβωτό
Θα κλείσω μέσα σε ζευγάρια όλα τα είδη της αγάπης μου
Τα παχύδερμα απογεύματα
που περπατούν αργόσυρτα
τινάζοντας τις προβοσκίδες στον αέρα
τις αγριόχηνες των φιλιών
τις λαίμαργες ύαινες του πόθου
τους σκορπιούς της απουσίας»


Αυτή χαμογελούσε τρυφερά
όπως νανουρίζουμε τον πόνο

«Αχ, εσείς οι ποιητές» αναστέναξε βαθιά
«με τα μαυσωλεία ποιήματα κοροϊδεύετε τον χρόνο»
Έβγαλε το μαύρο της φουστάνι
κι όλο το τώρα κύλησε μεταξωτό στο πάτωμα
Κι ύστερα τον οδήγησε στην πιο αρχαία κιβωτό
Το ολόγυμνό της σώμα

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Στον αρχαίο κόσμο



       οι ευγενικοί ξένοι της οδού Καραολή


(Ανθρωπογραφίες Ι, by Mariela)
   περπατούν αθόρυβα
δεν ενοχλούν κανέναν
Πού και πού αφήνουν μία τούφα από μαλλιά
υγρά χνάρια στον διάδρομο
πιάτα με αποφάγια στην κουζίνα
αποτυπώματα στο πόμολο μίας πόρτας
ένα λευκό μαντίλι στην τσέπη ενός παλτού
μία μελωδία από ένα μουσικό κουτί
που δεν άκουσα ποτέ

Ω, πόσο αγαπώ τους ξένους της οδού Καραολή
Χρόνια τώρα ζω μαζί τους
Κάθονται απέναντι μου όταν γράφω
Είναι σαν να με κοιτούν μέσα από γυαλί
Σαν να απλώνουν το χέρι να μ' αγγίξουν
Σαν κάποιοι απ' αυτούς
λίγο να με αγάπησαν
μα ξέχασαν το πότε και το πώς

Πόσο διακριτικοί είναι οι ξένοι της οδού Καραολή
Αφήνουν πάντα το κλειδί κάτω απ' την ψάθα
Και μία μπαλκονόπορτα ανοιχτή
μήπως κάποιος θελήσει να πηδήξει

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Στον αρχαίο κόσμο



       η πρώτη πανσέληνος στον κόσμο

   φορούσα κουρέλια κι έτρεχα στα τέσσερα
είχα τυλίξει τα πληγιασμένα πόδια σε φύλλα δέντρων
πατούσα σε θραύσματα από παλιά ρολόγια
ένας κούκος χτυπούσε διαρκώς μεσάνυχτα
είχα μόλις αντέξει την εποχή των παγετώνων
και το καλοκαίρι έσταζε καυτό ιδρώτα
δεν είχα γονείς ούτε ιστορία
θυμόμουν μόνο το αυγό που έσκασε
και τον κόκκινο κρόκο που ήλιος ξεπήδησε από μέσα

Σε είδα ξαφνικά ψηλό και ακίνητο
στη μέση εκεί του πουθενά
να μου ανοίγεις διάπλατα τα χέρια

Τυφλά χώθηκα στην αγκαλιά σου
και η πρώτη πανσέληνος γεννήθηκε στον κόσμο

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Στον αρχαίο κόσμο



       θησέας

   'οχι, δεν ξέχασα μαύρα τα πανιά
Είναι που το άσπρο τελικά
δεν είναι το δικό μου χρώμα
Ακόμα κι όταν ερωτεύομαι πενθώ
ακόμα κι όταν νικητής γυρνώ
μέσα μου ξέρω τη βαθιά μου ήττα

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Στον αρχαίο κόσμο



       ιερή πέτρα

   «κι αν τώρα πέθαινα» είπε αυτός
«δεν θα 'νιωθα ποτέ πιο ζωντανός»

Τα πόδια τους βαθιά στο Λιβυκό
αρχές χειμώνα καλοκαίρι
ήλιος με ξανθές βεντάλιες βλεφαρίδες
τους δρόσιζε στον ουρανό
μια γριούλα τους φίλεψε ρακή
η δική της είχε μέσα ροδόνερο και μέλι
«για να γλυκαθείς
» της είπε
και γέλασε ένα γέλιο χωρίς δόντια

Γιατί το τέλος είναι πάντοτε κρυμμένο
στη ίδια του την τελειότητα

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Στον αρχαίο κόσμο



       περί μνήμης

   η μνήμη του χρυσόψαρου
διαρκεί ένα λεπτό
του ελέφαντα για χρόνια
του πιράνχας είναι
το λαίμαργο παρόν
του μεταξοσκώληκα
η κάμπια
Αργόσυρτα μαμούθ οι αιώνες
Χωρίς εσένα

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Στον αρχαίο κόσμο



       ...το ματωμένο συμβόλαιο της γραφής

   από τα λευκά άνθη της πορτοκαλιάς
μόνο ένα στα δέκα καταλήγει πορτοκάλι.
Ποίηση είναι αυτοί οι εννέα μικροί θάνατοι

Κάποιος να δέσει αυτήν την άγρια νύχτα
γύρω από τον ασημένο πάσσαλο του φεγγαριού
Γαβγίζει δαιμονισμένα και ζητάει να καταβροχθίσει
μία λίμπρα σάρκα απ' την καρδιά μου
Σάυλωκ, τι άλλο πια θέλεις από εμένα;
Ως πότε θα ισχύει το ματωμένο συμβόλαιο της γραφής;

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς, 2012



       το εισιτήριο
   'εβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για να ‘ρθω να σε βρω.
Τόσο απλό λοιπόν να ανέβω σε ένα τρένο
αστραφτερό, γυαλιστερό
με οδηγό, εισπράκτορα, συνεπιβάτες
ράγες που εφάπτονται στο έδαφος
και προαναγγελθέντες όλους τους σταθμούς.
Ξέχασα πόσο μαύρο είναι το τρένο της αγάπης
πως καίει κάρβουνα και ελπίδες
με ένα μάτι τυφλό κι ένα στόμα που χάσκει
και μηχανή ορχιδέα
που αιώνια πεινάει
πόσο ρυθμικά βογκά
καθώς φίδι θεριεμένο
ανεβοκατεβαίνει τις σήραγγες του τρόμου.
Λησμόνησα πόσο μοναχικό είναι το τρένο της αγάπης
με τον ελεγκτή κάθε λίγο
να ακυρώνει
και έναν εισπράκτορα
κέρινο ομοίωμα
να περιμένει πάντα στον σταθμό.

Έβγαλα εισιτήριο με το τρένο
για να ‘ρθω να σε βρω.
Σαν να μην γνώριζα ποιο είναι πάντα το ταξίδι
και ποιον αλήθεια ψάχνουμε
στον έρημο σταθμό.

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009



       το άθικτο κρεβάτι

   'εστρωσα το κρεβάτι χθες το βράδυ.
Σεντόνια αραχνοϋφαντα,
μαξιλαροθήκες δαντελένιες
χνουδωτά μαξιλάρια από στάχτη.
Σήμερα το πρωί δίπλωσα τα σεντόνια
ανέπαφα, ατσαλάκωτα
και τακτικά τα στοίβαξα και πάλι.
Μόνο στο πάτωμα είδα να διαγράφονται στη σκόνη
τα ίχνη των ποδιών σου.

Γιατί κάποτε η απουσία βαθουλώνει τις σκιές
και ό,τι λείπει είναι αυτό που μένει.
Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009




       το σπίτι μου

   τα πορτρέτα των προγόνων
ροχαλίζουν άοκνα στους τοίχους
αράχνες γνέθουν παγωμένους σταλακτίτες
μια μητέρα ντυμένη στα λευκά
νανουρίζει στην κούνια ένα ανύπαρκτο μωρό
ένα κορίτσι με κόκκινα μαλλιά
μαχαιρώνει βίαια τον αέρα
ένα άντρας με λασπωμένες μπότες
ξεκοιλιάζει πουπουλένια μαξιλάρια
άσπρα σκυλιά με μαύρες βούλες
παίζουν τρίλιζα στο πάτωμα
κάποιος κάπου παίζει ένα βιολί
στη σοφίτα γεννιέται ένα αυγό
γαλάζιοι δρυοκολάπτες πετούνε στην κουζίνα.
Κι εσύ,
ξαπλωμένος στην κρυστάλλινη μπανιέρα
φορώντας όλα σου τα ρούχα,
πίνεις σαμπάνια μέσα στην καρδιά μου,
όχι επισκέπτης ούτε φίλος
αλλά μοναδικός ένοικος
που αυτονόητα κατέχει τα κλειδιά.

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009




       ο φόβος να σ' αγαπώ

   ποιος είναι αυτός ο Φόβος
που ουρλιάζει με τα δυο του όμικρον
να χάσκουν στο σκοτάδι;
Ποιο είναι το βουβό βήτα
που βηματίζει βαρύγδουπα
σέρνοντας το παραμορφωμένο του ποδάρι;

Ποια φυγή ονειρεύεται το φι
και γιατί το σίγμα
σπαράζει σιωπηλά στο τέλος
αλλά και μπροστά
από το άλλο ρήμα
που τόσο πολύ φοβάμαι να προφέρω;

Χλόη Κουτσουμπέλη
από τη συλλογή Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, 2009
___________________________________________

από το φιλόξενο blog: 
"Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται"
________________________________

Scholeio.com

Χρήστος Γενάτος, Στο αδιέξοδο των κρυφών πόθων ταξιδεύω συχνά.


Χρήστος Γενάτος

          Ελπίζοντας ποικιλόχρωμα

Καληνύχτα. Άλλο σπουδαιότερο δεν έχω.
Πολλές φορές, με σπουδαίες λέξεις
δόξασα το φεγγάρι, ατενίζοντάς το.
Πολλές φορές έδωσα το φιλί της ζωής στην τέχνη μου
μ’ οξυγόνο απ΄ τον αναστεναγμό στον βαθύ ύπνο σας.

Θα'θελα να ΄χω αλλάξει έστω το τιτίβισμα των πουλιών,
να πω πως έπραξα κι εγώ τα δέοντα σ’ αυτήν την πλάση
κι όποια φαντασία ερωτευόμουν
την βούταγα στο μελάνι μην την χάσω.

Δεν μπορούσα, όμως, ποτέ να χωνέψω
πως η σπουδαιότητα που απένειμα 
στις νοερές αποδράσεις μου
ήταν μια φυσαλίδα σ’ ωκεανό.
Υπήρξα νέος ωχρός.

Ίσαρης, Με Ασύδοτη Τρυφερότητα



Αλέξανδρος Ίσαρης


 _____  Τι όμορφη που είναι αυτή η μοναξιά!

Γαλάζια στις άκρες και σκοτεινή στην καρδιά
Κατεβαίνει απ' τα βουνά γρατσουνώντας το πρόσωπο
Και βυθίζεται στη θάλασσα με μάτια πικραμύγδαλα.
Μυρίζει δειλινό, τώρα που τα ηλιοτρόπια γέρνουν σκεφτικά
Κι όταν με δαγκώνει, το αίμα στέκεται αναποφάσιστο στις φλέβες.

Τι όμορφη που είναι αυτή η μοναξιά!
Απαλή σαν δέρμα κόρης και σαν στέρνο αγοριού
Στο σώμα μου τυλίγεται γλυκός μανδύας ανυπόφορος
Τη μασουλώ αργά αργά, την τρώω ή τη φτύνω
Ανάλογα με τ' άλογα που τρέχουν στο μυαλό.
Καρδιοχτυπώ και λέω, έλα.

Τ.Σ. Έλιοτ, Κούφιοι Άνθρωποι



Τόμας Σ. Έλιοτ

               Οι κούφιοι άνθρωποι

Είμαστε οι κούφιοι άνθρωποι 
είμαστε οι βαλσαμωμένοι άνθρωποι
σκύβοντας μαζί 
Καύκαλα μ' άχερα γεμάτα. Αλίμονο!

Οι στεγνές φωνές μας, όταν
ψιθυρίζουμε μαζί

είναι ήσυχες και ανόητες
σαν άνεμος σε ξερό χορτάρι
ή πόδια ποντικών σε σπασμένο γυαλί
στο ξερό μας κελάρι.
Σχήμα χωρίς μορφή, σκιά χωρίς χρώμα
παραλυμένη δύναμη, χειρονομία χωρίς κίνηση.
Αυτοί που πέρασαν
με ολόισια μάτια, στου θανάτου το άλλο Βασίλειο
μας θυμούνται-αν καθόλου-όχι ως χαμένες
βίαιες ψυχές, μα μονάχα
ως κούφιους ανθρώπους
τους βαλσαμωμένους ανθρώπους….

Γκάμπριελ Θελάγια, Με Όπλο την Ποίηση



Gabriel Celaya


Η ποίηση είναι ένα όπλο που γεμίζει το μέλλον



Πρώτη μετάφραση, του  Ά. Νιαράκη

Όταν τίποτα δεν προμηνύει προσωπική ανάταση,
αλλά πάλλεται κι εξακολουθεί από πλευράς συνείδησης,
ισχυρά να υπάρχει, τυφλά κεκυρωμένο,
σαν ένας παλμός που χτυπά στο σκοτάδι,

Όταν προβάλλει εμπρός
Τα ιλιγγιώδη καθαρά μάτια του θανάτου
Λένε την αλήθεια,
Τις βάρβαρες, τρομερές, τρυφερές σκληρότητες.

Λένε τα ποιήματα
Που φουσκώνουν τα πνευμόνια, όσων ασφυκτιούν
Ζητώντας να είναι, ζητώντας ρυθμό, ζητώντας νόμο
Για αυτούς που αισθάνονται να περισσεύουν.
Με την ταχύτητα του ενστίκτου,
με την αχτίδα του θαύματος,
ως μαγικά αποδεικτικά στοιχεία, το πραγματικό μας μεταμορφώνει
Σε αυτό που ταυτόσημο με τον εαυτό του είναι.

Ελύτης, Ωδή στον Πικάσσο




Ωδή στον Picasso


Οδυσσέα Ελύτη
                     α'

Όπως όταν
βάζουν φωτιά σ’ ένα φυτίλι τρίχινο
Τρέχοντας ύστερα μακριά οι άνθρωποι των λατομείων
Και κάνουνε σινιάλα σαν τρελοί
Και μια ριπή του ανέμου άξαφνη σέρνει στις ρεματιές τα ψάθινα
καπέλα τους –

Όπως όταν

ένα βιολί ολομόναχο παραμιλάει μέσα στα σκοτεινά
Μελαγχολικά η καρδιά του ερωτευμένου ανοίγει την Ασία της
Οι παπαρούνες μες στη λάμψη της χειροβομβίδας
Και τα πέτρινα χέρια μες στις ερημιές που ασάλευτα και τρομερά
δείχνουν κατά την ίδια θέση πάντα Φωνάζουν:

Α. Ευαγγέλου, Έφταιγα εγώ, εσύ, ποιος φταίει





Ανέστης Ευαγγέλου

        Κατάθεση

Βρέθηκα στο καταγώγιο
μη με ρωτάτε πώς βρέθηκα.
Σε σκοτεινές, υπόγειες αίθουσες, 

αποπνιχτικές,
ξύπνησε ένα πρωί η γενιά μας
και των πατέρων μας η γενιά
και των παιδιών μας.

     Ανάγκη τώρα 
     να τα καταγράψω όλα 
     μη χαθούν
     να ειπώ μ' ακρίβεια 
     όση μπορώ 
     αυτά που είδα
     μην τ' αλλοιώσουν 
     πληρωμένοι ιστορικοί,
     ανάγκη να τα σώσω 
     σαν τιμαλφή πολύτιμα
     για μένα και για σένα 
     και γι' αυτούς που θα 'ρθουν.

Ζ. Καρέλλη, Περιμένω τον εαυτό μου




Ζωή Καρέλλη


          Της σελήνης

   Αργυρόηχη, μελίχροη, χρυσορόδινη,
     μειλιχόμειδη ερωμένη, ασύλληπτη.
     Ηδονή ομιχλώδης η χάρη σου, η καλλονή
     πάρα πολύ σιωπηλή,
     βασίλισσα
     στο μαβί, στιλπνό στερέωμα,
     του σκοταδιού αργυρή αρχόντισσα, μακρινή.

Κ. Κρεμύδας, Προέχει η ασφάλεια των κάστρων


Sculptures - Poland

Κώστας Κρεμμύδας

Το μέλλον με πόσα δάκρυα γράφεται ;

Τα ποιήματα δεν γράφονται στο χαρτί
χαράζονται πάνω σε πλάκες πεζοδρομίων
ακούγονται στις αγορές
ποδοπατιούνται στις διαδηλώσεις
απλώνονται σε κείνες τις μακρόστενες ταινίες που
εμποδίζουν τη διέλευση
ή εφιστούν την προσοχή στο κενό

Τα ποιήματα τραγουδάνε την άνοιξη
τρομοκρατούνται στη θέα του χειμώνα
πέφτουν σε λήθαργο γιορτές και πανηγύρεις
παζαρεύονται στις Αγορές
σταυροκοπιούνται μπροστά στο απρόσμενο
για να σκύψουν ξανά και ξανά το κεφάλι

Απόμαχα ξυλιασμένα εγκαταλειμμένα
τρέμουν τις Κυριακές στις αποβάθρες
χειρονομούν στα γήπεδα λένε συνθήματα στις συγκεντρώσεις
κι ύστερα κλείνουν το γόνυ τους ευλαβικά στη μοίρα

Ηττημένα δίχως να δώσουν μάχη
κάθονται και προσμετρούν απώλειες
αραδιάζουν στατιστικές αποστηθίζουνε ειδήσεις
ανά 18 ώρες μία αυτοκτονία
κάθε σαράντα πέντε λεπτά νέα απόπειρα
ένα απολυμένος το εικοσιτετράωρο
κάθε μισή ώρα ένας άστεγος ψάχνει σε σκουπίδια
ένας ακόμη άνεργος τη μέρα
χιλιάδες οι πλειστηριασμοί το μήνα
στο κόκκινο του αίματος τα δάνεια
εκατοντάδες τα διαμαρτυρημένα γραμμάτια
δισεκατομμύρια οι απλήρωτες επιταγές
που σφραγίζονται μαζί με τη ζωή μας

Αλήθεια, Το μέλλον μας, με πόσα δάκρυα γράφεται;



Σάντιγκαρ

Νεόδμητη μητρόπολις των ελεεινών
που πλέουν στα πολλά και τα τρεχούμενα
αζήτητα σκληρά ταξίδια επιστροφής και αζιμούθια
μετρώντας με τις μοίρες την απόσταση των άστρων
τζογάροντας τόσα λεφτά στο θάνατο της ειμαρμένης

Δύο σειρές και πάλι έναστρο το δαχτυλίδι της θλίψης
στα δάχτυλα των Νιμπελούγκεν φορεμένο
Κι ο Βάγκνερ σε υπόστεγο αστέγων

Ασύμμετρες οι εκβολές σε Ρώμη, Βερολίνο και Μαδρίτη
συλλαλητήρια σε πορνεία ιδιολέκτου που στέγασαν
ιερείς κι αριστερόχειρες δρομείς μιας οικουμένης
ανήμπορης να ιστορήσει σε νεκρούς
τ' απόβλητα αιώνιας πλήξης


Απρόβλεπτοι κι εμείς έξω από πύλες τις κοκκινόμαυρες
υψώνουμε και κλαίμε εκλιπαρώντας
διαρκή συμπόνοια των κοράκων
Νέες στρατιές στα κάτεργα ανέργων

Προέχει η ασφάλεια των κάστρων
Στο άγρυπνο μάτι μιας εξουσίας οχυρωμένοι
ας κλείσουμε για πάντα τ' όνειρο μας ενωμένοι
στον κίνδυνο μια διαρκούς αφλογιστίας των οστράκων

Τη θλίψη μας ας ζήσουμε προσωρινά ταμπουρωμένοι
Μέχρι των άνοιξη που ασφυκτιά να περιμένει



Πεθαίνει και παραπεθαίνει η Ελλάδα

ΠΕΘΑΊΝΕΙ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΕΘΑΙΝΕΙ η Ελλάδα. 

Κι οι Έλληνες μαζί της πεθαίνουν και παραπεθαίνουν. 
Πηδάνε από μπαλκόνια, αυτοπυρπολούνται, 
βάζουν το δίκαννο στο στόμα και τραβούν τη σκανδάλη, 
φέρνουν στα χωριά τους το σχοινί της κρεμάλας, 
ανοίγουν ένα κατακόκκινο κάκτο στη μέση της Πλατείας Συντάγματος, 
λουφάζουν φοβισμένοι τα βράδια στις τηλεοράσεις, 
χτυπιούνται κατάστηθα με λεπίδι στο Κερατσίνι, 
πέφτουν από μπαλκόνια, καταπίνουν ασπιρίνες, 
παρακολουθούν τις ειδήσεις, συνομιλούν με εγκλήματα, 
χάνονται άβουλοι στα βάθη της γης, ξεχνιούνται στα ξένα, 
αρκούνται στο λήθαργο, 
υποδέχονται ήρωες, 
υποδύονται ρόλους, 
υποκλίνονται στο κενό, 
χειρονομούν μάταια, 
χειροκροτούν αδέξια χαροπαλεύουν

Γι' αυτό σου λέω συνέχισε να με τρομάζεις τις νύχτες. 

Θέλω να ξέρω πως είμαι ακόμα ζωντανός



Και τόλεγε ο πατέρας μου

Μάθε σκοποβολή
φρόντιζε τον εαυτό σου 
μη συνερίζεσαι τους πεθαμένους

Μόνο τ' αστέρια είναι αλεξίσφαιρα
Με τέτοια όνειρα εκεί κάτω
σίγουρα θα φας το κεφάλι σου



Κοσμολογία της διαρκούς απληστίας


Πέντε οργιές ύφασμα περασμένο στο στημόνι της θλίψης 

και να γυρίζει το σχοινί πάνω καταπάνω στον ήλιο 
να καίγονται οι κλωστές 
να μπλέκονται τα νήματα 
να ακούγονται οι ψίθυροι κραυγές 
και οι οδύνες θρήνοι ανάμεσα στο αίμα του δειλινού και στο θαμπό του κρύου απογεύματος
Μοναδικοί στα χρονικά ικέτες αργοπεθαίνουμε κάτω απ' τα πόδια του Τειρεσία την ώρα που εκστομίζει προφητείες
Χιλιάδες αστέρια πασχίζουν να διαλύσουν το μαύρο περίγραμμα του ήλιου

Γι' αυτό, τον τόπο μου ακόμα και τα χελιδόνια βιάστηκαν να εγκαταλείψουν δραπετεύοντας φοβισμένα - εκτός εποχής - πέρα από τάφους και ανθρώπους

Δεν είναι ο τρόμος του επερχόμενου χειμώνα που θα κρατήσει για πάντα την Περσεφόνη δέσμια στον Κάτω Κόσμο όσο η ατολμία της επόμενης άνοιξης
από τη συλλογή Σαντιγκάρ, 2013




Αστικά μεταμεσονύκτια κατάλοιπα

Σε τόσο σοβαρούς καιρούς αδέρφια υπάρχει αχρείος
που να διανοείται αστεϊσμούς και φιοριτούρες;
Να πώς μαραίνονται οι έρμοι οι ποιητές
όταν τους προγκάνε οι political correct ρεαλιστές!


Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν μια για πάντα:
είμαστε ρεαλιστές! όχι όμως όταν είμαστε ποιητές!
Γιατί δεν στέκουμε άψυχες κούκλες στους παιχνιδότοπους
της ιστορίας να κατεβάζουμε το κεφάλι
σε μπίζνεσμαν που φυσάνε πετρέλαιο
στις σάλπιγγες των λαών
ξυπνώντας τυφώνες που βουλιάζουνε Ιράν, Ιράκ, Λιβύη
και Νέες Ορλεάνες

Δεν είμαστε πολιτικοί να ταϊζουμε φούμαρα
τις ένστολες ζαρντινιέρες
και να τάζουμε λαγούς με πετραχήλια
στους ανασκολοπισμένους απελπισμένους
πλην αθώους συμπολίτες μας
για να κάνουμε το κέφι των αφεντάδων

Αξιοποιούμε ασύνετα τα χημικά ανατινάζοντας
κρανία και ρόπαλα
στους αιμόφυρτους αιθεροβάμονες αναρχικούς
περιφρουρώντας τ' ανόσια που οι γενιές εμπιστεύτηκαν

Σαν υπάκουα παιδιά τρώμε όλο μας το φαϊ ακούγοντας
τηλεοπτικά παραμύθια με κακές μάγισσες
καλοθρεμμένα βασιλόπουλα
και σαγηνευτικές πριγκιποπούλες
του κατάμαυρου λύκου

Παραμένουμε ανυπόφορα ρομαντικοί στη θέα
ισοπεδωμένων πόλεων, θανατικών εκτελέσεων,
βομβαρδισμών
πνιγμών εν γένει που παρατηρούνται αθρόα
σε πολυσύχναστες εποχές

Γιατί μπορεί να είμαστε αφράτοι στην όψη
καλόβολοι στα αισθήματα και γιαλαντζί επαναστάτες
στα συλλαλητήρια των γραφικών ιδεολόγων
Μπορεί μ' ένα σαξόφωνο παραμάσχαλα
και τρία όγδοα θλίψης
για σημαδούρα να διασχίζουμε τα λίγα τετραγωνικά
της ασυλίας μας

Μπορεί οι Κυριακές μας να 'ναι μαρτυρικές και σακάτισσες
σα τη μοναχική τρομπέτα του Γκιλέσπι
Όμως μαλάκες δεν είμαστε να μας τη φέρνει η κάθε
τυχάρπαστη κλίκα
δυτικοθρεμένων κονδυλοφόρων
και νταβραντισμένων πεζοναυτών

Τα ποιήματά μας σκουριασμένα κοκτέιλ και απαστράπτουσες
άγιες μολότοφ
εκτοξεύουμε σταθερά τις ιερές νύχτες
στα σαθρά θεμέλια της πόλης
για να ξυπνήσουν ξανά σε εκατομμύρια μικρές πυρκαγιές
οι ξαναγεννημένες εκρήξεις

Γι' αυτό, μη μας ξεχνάτε, μη μας φοβάστε και μη διστάζετε:
Πυροβολείτε τους ποιητές όπου τους βρείτε.
Εξαφανίστε το αχρείο είδος
Είναι ικανοί να διαταράξουν τις ανέφελες ισορροπίες
του βίου σας


Αλέξανδρος Αραμπατζής Κοινωνία και επανάσταση
- Κώστας Κρεμμύδας,  από τη συλλογή Σαντιγκάρ, 2013




Φαρμακερές διαδόσεις

Λέγεται πως η ποίηση είναι δύσβατος και ενίοτε
απροσπέλαστος δρόμος πάντως εγώ από του να εκθέτω
τις πυορροούσες πληγές μου τα ακρωτηριασμένα μου
δάχτυλα το παραμορφωμένο μου πρόσωπο τις χαίνουσες
χαραμάδες τα μαυρισμένα ελλιπή μέλη τα βρομερά πόδια
τα καμένα μου χέρια τους σαπισμένους οφθαλμούς μου
το φόβο της τρομαγμένης ψυχής μου το δύσμορφο
εξόγκωμα του κάτω χείλους το βανδαλισμένο γόνατο
στη αποστροφή του διπλανού μου στη φρίκη της
ευπρεπούς φάσιον βίκτιμ κυρίας στο βλέμμα τουστερημένου νεαρού στη συμπόνια των νεκροπομπών
στην ιδρυματοποιημένη ζωή μας στο κράτος Πορνοίας
στ' Αυτόφωρα Τριμελή Πλημμελειοδικεία στα ρεπορτάζ
μαϊμούδες στις γλυκανάλατες αναμνήσεις του Πωλ
Άνκα και του Νιλ Σεντάκα στα στομφώδη επιχειρήματα
νεαρών τσόγλανων

προτιμώ να κρατώ σημειώσεις ολόρθος υγιής και αρτιμελής
στην είσοδο του «Α/Β» ανάμεσα σε κολοκυθάκια τυροκροκέτες
και φρούτα εποχής και να εκτίθεμαι ποιητικά αναζητώντας
την έμπνευση (αλλά και την προσοχή) μανιακών κριτικών που
θα θελήσουν - άγνωστον πώς και γιατί - να συνθλίψουν τη
θλίψη μου.
από τη συλλογή Υπέρ ηρώων, 1998
Κώστας Κρεμμύδας

Scholeio.com